Ο πληθυσμός της αφρικανικής ηπείρου αυξάνεται γρήγορα. Το 1900 αριθμούσε 140 εκατομμύρια και το 2010 είχε φθάσει το 1 δις κατοίκους.
Το 2050 η αφρικανική ήπειρος θα έχει 2,5 δις κατοίκους, πάνω από 4 δις το 2100, σύμφωνα με το σενάριο των Ηνωμένων Εθνών.
Ενας κάτοικος στους έξι του πλανήτη κατοικεί σήμερα στην Αφρική. Το 2050 θα είναι 1 στους 4,, το 2100 θα είναι 1 στους 3, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Σε τι οφείλεται αυτή η ραγδαία αύξηση; Θα συνεχιστεί; Ο τετραπλασιασμός ως τα τέλη του αιώνα είναι κάτι αναπόφευκτο;
Οι λόγοι της αύξησης
Ο πληθυσμός της Αφρικής αυξάνεται γιατί οι γεννήσεις είναι περισσότερες από τους θανάτους (4 φορές περισσότερες γεννήσεις από θάνατοι). Η θνησιμότητα μπορεί να είναι η υψηλότερη στον κόσμο, ωστόσο έχει μειωθεί, όπως συνέβη και στις άλλες ηπείρους.
Αλλά και η γονιμότητα μειώθηκε, αφού οι γυναίκες φέρνουν στον κόσμο 4,5 παιδιά κατά μέσο όρο, η κάθε μια το 2017, ενώ πριν από σαράντα χρόνια γεννούσαν 6,5 παιδιά κατά μέσο όρο και πριν από είκοσι χρόνια γεννούσαν 5,5 παιδιά κατά μέσο όρο. Η Αφρική έχει στις γεννήσεις την πρωτοκαθεδρία: 2,1 παιδιά μόνο ανά γυναίκα στην Ασία το 2017, 2 παιδιά στην λατινική Αμερική, 1,9 παιδιά στην Βόρεια Αμερική και 1,6 παιδιά στην Ευρώπη.
Αυτή λοιπόν η μειωμένη θνησιμότητα και η ακόμη υψηλή σχετική γονιμότητα εξηγούν το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Αφρικής αυξάνεται ραγδαία. Παρότι η γονιμότητα συνεχίζει να μειώνεται, όπως αναφέρει το σενάριο των Ηνωμένων Εθνών, δεν προκύπτει αυτόματα μια μείωση των ποσοστών γεννήσεων.
Αν υποθέσουμε ότι η αφρικανική γονιμότητα πέφτει άμεσα στα 1,6 παιδιά ανά γυναίκα όπως συμβαίνει στην Ευρώπη και στην Κίνα -σενάριο εντελώς απίθανο-, ο πληθυσμός θα συνέχιζε να αυξάνεται ακόμη μερικές δεκαετίες και θα έφθανε το 1,6 δις το 2050. Ο πληθυσμός της Αφρικής περιλαμβάνει, πράγματι, πολλούς νέους σε ηλικία να κάνουν παιδιά. Ακόμη κι αν ο καθένας γεννούσε λίγα, οι γεννήσεις θα ήταν αυξημένες.
Τα σενάρια των Ηνωμένων Εθνών για το 1081 ανέφεραν 10,5 δις ανθρώπινα όντα στον πλανήτη το 2100 σε ένα μέσο όρο. Ωστόσο, οι τελευταίες προβλέψεις του Ιουνίου 2017 κάνουν λόγο για 11,2 δις ήτοι 0,7 περισσότερους.
Το σύνολο είναι κατά συνέπεια μεγαλύτερο αλλά η πραγματική αλλαγή βρίσκεται στα ποσοστά ανά ήπειρο: η Ασία θα είχε 5,9 δις κατοίκους το 2100, σύμφωνα με τις προβλέψεις του 1981, ωστόσο δεν θα έχει παρά 4,8 δις σύμφωνα με τις προβλέψεις του 2017. Η ίδια μείωση ισχύει και για την λατινική Αμερική: 712 εκατομμύρια τα 2100 αντί 1.187 (40% λιγότερο). Αντίθετα, η Αφρική, 2,2 δις κατοίκους το 2100, σύμφωνα με τις προβλέψεις του 1981, έχει ωστόσο τους διπλούς, 4,4 δις στην πρόβλεψη που δημοσιεύτηκε το 2017.
Πρώτη έκπληξη: οι έρευνες προέβλεπαν πριν από 30-40 χρόνια ότι η γονιμότητα θα έπεφτε πολύ γρήγορα σε πολλές χώρες της Ασίας και της λατινικής Αμερικής. Τα Ηνωμένα Εθνη κατέληξαν λοιπόν ότι θα υπάρχει δημογραφική μείωση σε αυτές τις ηπείρους.
Αλλη έκπληξη, πιο πρόσφατη, η οποία ήρθε από την τροπική Αφρική: περιμέναμε ότι η γονιμότητα θα μειωνόταν πιο αργά απ'ό,τι στην Ασία και στην λατινική Αμερική, εξαιτίας της υστέρησης σε κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη. Αυτό πράγματι συνέβη στην Βόρεια Αφρική αλλά όχι στην τροπική Αφρική όπου η μείωση της γονιμότητας γίνεται με αργούς ρυθμούς. Γι'αυτό οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η Αφρική θα έχει πάνω από 1 κάτοικο στους 3 του πλανήτη ως το 2100.
Τι συμβαίνει στην τροπική Αφρική
Η γονιμότητα μειώνεται στην τροπική Αφρική αλλά περισσότερο στα μορφωμένα στρώματα που κατοικούν στις πόλεις και όχι στην επαρχία, όπου ζει ακόμη η πλειοψηφία του πληθυσμού. Κι αυτό γιατί η οικονομική ανάπτυξη και η μείωση της γονιμότητας πάνε μαζί, αφού η δεύτερη θεωρείται συνέπεια της πρώτης. Η μόρφωση των γυναικών είναι ένας παράγοντας-κλειδί σε αυτή τη διαδικασία: όσες πήγαν στο σχολείο γεννούν λιγότερα παιδιά από εκείνες που δεν πήγαν. Οι χώρες της Ασίας και της λατινικής Αμερικής επένδυσαν πολύ στην εκπαίδευση για όλους πριν από μερικές δεκαετίες. Παρότι η εκπαίδευση προόδευσε στην τροπική Αφρική, ειδικά στις γυναίκες, εντούτοις δεν έφτασε στα επίπεδα που παρατηρούνται στην Ασία και στην λατινική Αμερική.
Οι οικογένειες που ζουν στην επαρχία δεν έχουν ακόμη εκπαιδευτεί να αποκτούν μόνο δύο παιδιά, αλλά επιθυμούν να γεννούν λιγότερο. Είναι μάλιστα έτοιμες να χρησιμοποιήσουν αντισύλληψη. Ωστόσο, δεν υπάρχουν υπηρεσίες έτοιμες να το υλοποιήσουν. Τα εθνικά προγράμματα μείωσης των γεννήσεων υπάρχουν αλλά είναι αναποτελεσματικά, δεν έχουν τα μέσα και κυρίως υποφέρουν από έλλειψη κινήτρων των υπευθύνων και των ατόμων που το υλοποιούν. Με εξαίρεση την Ρουάντα, την Αιθιοπία και το Μαλάουι, χώρες που οι ελίτ είναι αποφασισμένες να μειώσουν τις γεννήσεις, δεν ισχύει το ίδιο στις άλλες χώρες.
Η Ρουάντα μείωσε τις γεννήσεις κατά 20% μέσα σε μια δεκαετία (πέρασε από 5,4 παιδιά ανά γυναίκα στη δεκαετία του 2000 στα 4,2 παιδιά στις αρχές του 2010). Αλλά στις περισσότερες άλλες χώρες της Αφρικής οι υπεύθυνοι και οι ελίτ δεν έχουν πεισθεί ότι πρέπει να μειώσουν τις γεννήσεις, ακόμη και στις υψηλότερες σφαίρες της εξουσίας.