Αγώνας δρόμου για ένα πιάτο φαγητό δίνεται στα συσσίτια στην Αθήνα. Ανθρωποι κάθε ηλικίας περιμένουν στην ουρά για αυτό που όλοι θεωρούν αυτονόητο, ένα πιάτο φαγητό για να επιβιώσουν. Το iefimerida.gr βρέθηκε στα συσσίτια του δήμου Αθηναίων με σκοπό να καταγράψει το κυριακάτικο γεύμα εκείνων που δεν θα απολαυνάνουν το οικογενειακό τραπέζι.
Αν μια εικόνα είναι ταυτισμένη στο υποσυνείδητό μας με την Κυριακή τότε μάλλον αυτή θα ήταν αυτή μιας οικογένειας που είναι μαζεμένη γύρω από το τραπέζι. Αυτή τουλάχιστον ήταν η εικόνα που είχαμε εμείς για τις Κυριακές, μια εικόνα που παρά τις δυσκολίες και τις κοινωνικές αλλαγές παραμένει κρατούσα. Για όλους; Μάλλον όχι.
Κυριακή μεσημέρι. Κέντρο Αθήνας. Παρά την εγκατάλειψη και τη διάχυτη μιζέρια, το κέντρο της πόλης διατηρεί ακόμα ένα νοσταλγικό αέρα, ιδίως στα στενάκια κοντά στην οδό Αθηνάς. Στις εκκλησίες του κέντρου βλέπεις ανθρώπους καλοστεκούμενους που έχουν πάει για την κυριακάτικη λειτουργία και οι οποίοι διαχέονται στα καφέ γύρω από το Μοναστηράκι. Συζητούν, γελούν και πίνουν τον καφέ τους.
Δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι δύο δρόμους πιο κάτω, στην Σοφοκλέους, αντικρίζεις σκηνές που δύσκολα φαντάζεσαι για την Ελλάδα. Μυρωδιές από ακαθαρσίες, μετανάστες και μια διάχυτη αίσθηση διάλυσης. Ο συνδυασμός με τα μπαχαρικά της Ευριπίδου σε κάνει να πιστεύεις ότι την Αθήνα που ήξερες και μια μεσανατολική πόλη τη χωρίζει μόνο η Αθηνάς.
Διασταύρωση Σοφοκλέους και Πειραιώς
Έξω από το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων 350 άνθρωποι είναι σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα και περιμένουν να ανοίξουν οι πόρτες. Τι ζητούν; Ένα πιάτο φαγητό.
Το θέαμα μόλις ανοίγουν οι πόρτες είναι τουλάχιστον σοκαριστικό. Οι άνθρωποι γίνονται ένα κύμα εισβάλλει στο χώρο προσπαθώντας να πιάσει σειρά για να προλάβει να φάει. Ακούς φωνές, ανθρώπους να σπρώχνονται και να βρίζονται – σκηνές ενός μικρόκοσμου με τους δικούς του κανόνες.
Όταν γράφαμε αυτό το κείμενο είχαμε πολλούς δισταγμούς. Τα συσσίτια είναι ένα δύσκολο θέμα από κάθε άποψη. Είναι κοινωνικό, πολιτικό και εν τέλει βαθιά πολιτιστικό. Είπαμε να αποτυπώσουμε τη στιγμή, με τις αντιφάσεις, τις δύσκολες αλλά και τις ευχάριστες στιγμές της.
Τα κιβώτια με τα γεύματα είναι τοποθετημένα στους πάγκους
Μπροστά στη θέα του φαγητού δεν τους νοιάζει ούτε το κρύο, ούτε η ορθοστασία. Σιγά σιγά τα παγκάκια γεμίζουν, η βαβούρα, ο θόρυβος και η αρχική ένταση σαν να έχουν σβήσει, η ουρά όμως δεν δείχνει ακόμα να μικραίνει. Μικρά μπουλούκια, συζητήσεις και αυτοσχέδιες παρέες συνθέτουν ένα παράξενο μωσαϊκό ανθρώπων που τους ενώνει ένα πράγμα: η εξαθλίωση.
Προσπαθούμε να πλησιάσουμε αλλά όλοι δείχνουν να μας αγνοούν. «Άσε ρε φιλαράκι να φάμε κάτι και μετά τα λέμε, εδώ δεν κάνεις δουλειά, εδώ έρχεσαι για την βγάλεις και σήμερα», μας λέει κάποιος από τους σιτιζόμενους.
«Αστεγος είμαι, όχι ζητιάνος»
Το βλέμμα στρέφεται σε έναν ηλικιωμένο, ο οποίος αν και μπήκε μαζί με τους υπόλοιπους δεν στάθηκε στην ουρά. Πήγε και στάθηκε δίπλα σε ένα μικρό σμήνος περιστεριών. Διστακτικά τον πλησιάζουμε, για να μας ανταποδώσει ένα βλέμμα τρομαγμένο, αλλά με διάθεση για κουβέντα «Καθίστε, εσείς δεν είστε εδώ για το φαΐ».
Πριν προλάβουμε να τον ρωτήσουμε μας λέει άμεσα «Φώτη με λένε»... Η πρώτη ερώτηση είναι η προφανής: γιατί δεν κάθεται στην ουρά όπως οι υπόλοιποι; Η απάντηση είναι αποστομωτική: «άστεγος είμαι, όχι ζητιάνος». «Πιστεύεις ότι ήθελα ή ότι περίμενα να βρεθώ εδώ; Μπορεί να μην έχω σπουδάσει, μπορεί να μην είχα σπίτια και επιχειρήσεις και να ήμουν ένας απλός οικοδόμος, πάντα όμως ήμουν περήφανος. Έκανα οικογένεια, έκανα παιδιά, ήμουν κύριος, ήμουν σωστός πατέρας, τα μεγάλωσα με αξίες, τα σπούδασα, τα πάντρεψα, αλλά τελικά τη δουλειά την έχασα και δέκα χρόνια τώρα τους λέω πως είμαι επαρχία, δεν μπορώ να τους αφήσω να με δουν σε αυτήν την κατάσταση».
Και τα παιδιά; Δεν ενδιαφέρθηκαν; Δεν έψαξαν; «Φυσικά αλλά πάντα τους απέφευγα, τι θέλεις να τους πω ελάτε στο παγκάκι μου στο πάρκο στα Ιλίσια να πιούμε καφέ;»
Τον ρωτάμε αν έρχεται συχνά στο συσσίτιο του Δήμου. «Ναι, είναι καλό και τίμιο το φαγητό, αλλά μόνο το πρωί, μην τολμήσεις να πατήσει πόδι το απόγευμα. Θα σε φάνε στο γόνατο. Αλλοδαποί και πρεζάκιες σφάζουν για ένα τάληρο, για ένα πιάτο φαγητό, είναι πολύ επικίνδυνα. Ώρα μου τώρα, πάω για τη μερίδα μου».
Δεν ήταν ιστορία που την πιστεύεις εύκολα. Κάτι μέσα σου δεν κουμπώνει. Φαίνεται αδιανόητο πως μπορεί ένας άνθρωπος να κρύβεται από την οικογένειά του, πως μπορεί να υπάρχουν παιδιά που δεν νοιάζονται αν οι ηλικιωμένοι γονείς τους ζουν ή πεθαίνουν.
Τον ρωτάμε γιατί δεν επέστρεψε ποτέ στα Γιάννενα να καλλιεργήσει το κτήμα που έχει. «Πιάνουν ακόμα τα χέρια μου, μπορώ να σηκώσω τσάπα αλλά πως να πάω; Δούλεψα δεκαετίες και δεν μου αναγνωρίζουν ούτε μια σύνταξη 300 ευρώ».
Στα λόγια και τη λογική που τα διαπερνά δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις την παθογένεια. Πως αυτό το κράτος που στήθηκε μεταπολιτευτικά δεν αρκείται απλά στο να εξευτελίζει τους πολίτες του με μηδαμινές παροχές. Η πελατειακή λογική εξέθρεψε γενιές ολόκληρες ανθρώπων με τη νεύρωση να τα περιμένουν όλα από το κράτος και τα ψίχουλα που δίνει αντί να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, να φύγουν, να δημιουργήσουν να σταθούν ξανά με αξιοπρέπεια.
«Παιδιά μου σήμερα είχε παστίτσιο ζεστό»
Λίγο πιο δίπλα μια γιαγιά φεύγει από το κέντρο με ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν παραφωνία στο σκηνικό της θλίψης και της μιζέριας. Αναπόφευκτη η συνάντηση. Την πλησιάζουμε με μία ευγενική καλημέρα και τι ρωτάμε γιατί είναι τόσο χαρούμενη. «Παιδιά μου σήμερα είχε παστίτσιο ζεστό, έγλυφες τα δάχτυλα σου! Μα καλά εσείς ακόμα δεν φάγατε;», απαντά με μια απλότητα που τσακίζει.
Δεν χρειάστηκε να αναφέρουμε την ιδιότητά μας, δεν έδειξε να την απασχολεί.
«Σήμερα μου έδωσαν και τοστ. Δεν θα το φάω τώρα, το κρατάω για το βράδυ, αν μου το ψήσει και κάποιος στα μαγαζιά που έχουν εκείνο το μηχάνημα, δεν θέλω τίποτα άλλο». Όταν τη ρωτάμε που είναι η οικογένειά της διστάζει- σαν να παγώνει. «Ο άντρας μου έχει πεθάνει χρόνια τώρα και οι δύο μου γιοι είναι γιατροί. Έχουν σκοτούρες και τρεχάματα, δεν είναι να κάτσουν να ασχοληθούν με εμένα. Βέβαια δεν τους λέω πως έρχομαι εδώ».
Είναι πάλι από εκείνες τις στιγμές που δεν ξέρεις τι να πεις, που η λογική σου δεν χωράει πως μπορεί τα παιδιά να εγκαταλείπουν τους γονείς, να μην έχουν ιδέα πως πηγαίνουν καθημερινά στα συσσίτια για ένα πιάτο, φαγητό. Πως είναι δυνατόν να αφήνεις μόνο του έναν άνθρωπο – πόσο μάλλον την ίδια σου τη μητέρα-, ο οποίος είναι ευτυχισμένος με ένα πιάτο ζεστό φαγητό και με ένα τοστ. Τι μπορεί να σου ζητήσει; Πόσο μπορεί να σου κοστίσει;
Η κυρία Αλίκη έφυγε με το τοστ στο χέρι και πάμε να συναντήσουμε τον πρόεδρο του ιδρύματος αστέγων του δήμου Αθηναίων Γιώργο Αποστολόπουλο (φώτο).
«Δυστυχώς ο αριθμός των ανθρώπων που καταφθάνει εδώ αυξάνεται κάθε μήνα περίπου 10%, αλλά το χειρότερο είναι πως πλέον έχουν αλλάξει οι κατηγορίες των κοινωνικών ομάδων που καταφεύγουν στα συσσίτια. Παλιότερα έβλεπες λίγους άστεγους και χρήστες ναρκωτικών. Σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Ο αριθμός των αστέγων έχει αυξηθεί.
Οι συνταξιούχοι που ήταν από τα πρώτα θύματα των περικοπών, προσπαθούν με τη σύνταξη να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους και έρχονται ως εδώ για μπορέσουν να πάρουν ένα δωρεάν γεύμα. Νεόπτωχοι – νεοάστεγοι είναι οι σχετικά καινούριοι στα συσσίτια. Δεν χρειάζεται να πω και πολλά- μια ματιά στην ουρά πείθει τον καθένα. Βλέπεις ανθρώπους καλοντυμένους που σε καμία περίπτωση δεν θυμίζουν άστεγους. Τέλος υπάρχουν και οι πολύτεκνοι που έχουν χάσει την δουλειά τους και για το καθημερινό τους γεύμα κάθονται στους πάγκους του συσσιτίου, καθώς το επίδομα και ίσως τα χρήματα που υπάρχουν στην άκρη δεν αρκούν».
Περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι στα συσσίτια
Οι αριθμοί δυστυχώς επαληθεύουν τον κ. Αποστολόπουλο. Περισσότερα από 1.200 άτομα έχουν στραφεί στα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων, ενώ την ίδια ώρα 10.000 άτομα σιτίζονται από την Αρχιεπισκοπή σε όλη την Ελλάδα. Οι ανάγκες είναι πολλές και παρ' όλη την προσπάθεια που κάνει ο Δήμος, η Αρχιεπισκοπή και οι διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις ώστε να προσφέρεται ένα θρεπτικό και ποιοτικό γεύμα στους συνανθρώπους μας που το έχουν ανάγκη, όσο ο αριθμός τους θα αυξάνεται, τόσο πιο δύσκολη θα γίνει και η σίτιση τους.
Ωστόσο υπάρχουν πράγματα που σε τρελαίνουν. Ο συντονισμός μεταξύ των φορέων είναι από ανύπαρκτος ως μηδαμινός. Η κοινή λογική πάλι ισοπεδώνεται: είναι δυνατόν οι δυο-τρεις φορείς που παρέχουν τα γεύματα στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη να μην μπορούν να λειτουργήσουν με ένα σύστημα;
Οι υπεύθυνοι μας είπαν πως προσπαθούν να κάνουν μια καταγραφή των ανθρώπων που έρχονται καθημερινά και σιτίζονται. Ωστόσο δεν είναι εύκολο καθώς πολλοί είτε ντρέπονται, είτε διώκονται από τις Αρχές και δεν θέλουν να δώσουν τα στοιχεία τους. Κατανοητό και σεβαστό, όμως δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ένας έλεγχος. Εκείνη την ημέρα θα μπορούσαμε και εμείς να φάμε στο συσσίτιο. Πόσο άδικο θα ήταν όμως για αυτούς που έχουν πραγματικά ανάγκη; Πόσο απαράδεκτο είναι όταν κάποιοι επιτήδειοι κερδοσκοπούν πάνω στον πόνο και την ανάγκη του άλλου;
Ακούσαμε πολλές φωνές που διακριτικά μιλούσαν για τα κακώς κείμενα: προμήθειες τροφίμων που δεν έφτασαν ποτέ στα πιάτα τους παρά μόνο ως «δείγμα», άνθρωποι ακατάλληλοι να διοικήσουν που βγάζουν πάνω στους αστέγους και τους πεινασμένους τα δικά τους σαδιστικά κόμπλεξ. Δεν κατονόμασαν αλλά καταλάβαινε κανείς από τα λεγόμενά τους πως ακόμα και εκεί η διαφθορά και η αναποτελεσματικότητα διαπερνούν τους δημόσιους οργανισμούς από την κορυφή ως τα νύχια.
Φεύγοντας κοιτάζουμε τους χρήστες ναρκωτικών που έχουν έρθει και αυτοί εδώ για να πάρουν ένα πιάτο φαγητό. Μας κοιτούν και απομακρύνονται, κάποιοι προσπαθούν να ανοίξουν το σελοφάν από την πλαστική συσκευασία του φαγητού, άλλοι βάζουν το γεύμα σε μία σακούλα και ανηφορίζουν την οδό Σοφοκλέους, ακολουθώντας για ακόμα μία ημέρα τη δική τους ανηφόρα.
Αφήνουμε το κέντρο αστέγων και σε όλη την επιστροφή συζητάμε την εικόνα εκείνη των ανθρώπων που έτρεχαν σαν μπουλούκια για ένα πιάτο φαγητό. Το ερώτημα ένα: τι θα γίνει μετά. Με την κρίση να γιγαντώνεται αντί να φεύγει, αναρωτιέσαι πως μπορεί σε μια μέρα να χάσεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Ακούγεται παράξενο, λες «δεν θα συμβεί σε μένα». Ακριβώς όπως έλεγαν κάποτε πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους που ήταν στην ουρά του συσσιτίου. Δεν ήταν μετανάστες, ούτε κάποιοι «άλλοι» σε μια μακρινή χώρα. Είναι συμπολίτες μας, εδώ στην Αθήνα. Άνθρωποι που η κρίση και η συλλογική μας αποτυχία σαν κοινωνία τους οδήγησε στην εξαθλίωση, να παλεύουν να περισώσουν όση αξιοπρέπεια τους έχει απομείνει.
Ρεπορτάζ: Βασίλης Πούλος, Γιώργος Κοκκόλης