Το Ευρωπαικό Δικαστήριο αποφάνθηκε σήμερα πως, όταν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χορηγεί δάνειο σε ξένο νόμισμα, πρέπει να παρέχει στον δανειολήπτη επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτός να είναι σε θέση να λάβει συνετή και εμπεριστατωμένη απόφαση.
Η απόφαση εκδόθηκε με αφορμή το ότι κατά τα έτη 2007 και 2008, ρουμανικές τράπεζες συνήψαν δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φραγκο, για την απόκτηση - από ιδιώτες - ακινήτων, την αναχρηματοδότηση άλλων δανείων ή την κάλυψη προσωπικών αναγκών.
Βάσει των συμβάσεων δανείου, οι δανειολήπτες υποχρεούνταν να εξοφλούν τις μηνιαίες δόσεις του δανείου σε ελβετικά φράγκα, και δέχθηκαν να αναλάβουν τον κίνδυνο που αφορούσε τις ενδεχόμενες διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουμανικού λέι έναντι του ελβετικού φράγκου.
Εν συνεχεία, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταβλήθηκε σημαντικά εις βάρος των δανειοληπτών. Οι τελευταίοι προσέφυγαν στα ρουμανικά δικαστήρια ζητώντας τους να κρίνουν ότι η ρήτρα κατά την οποία το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί σε ελβετικά φράγκα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ζημία την οποία ενδέχεται να υποστούν οι δανειολήπτες λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου συνιστά καταχρηστική ρήτρα η οποία δεν τους δεσμεύει, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε οδηγία της ΕΕ.
Οι δανειολήπτες επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη σύναψη των συμβάσεων, η τράπεζα παρουσίασε το προϊόν της κατά τρόπο μεροληπτικό, υπερτονίζοντας τα οφέλη που οι δανειολήπτες μπορούσαν να αντλήσουν από αυτό, χωρίς ωστόσο να επισημάνει τους δυνητικούς κινδύνους, καθώς και την πιθανότητα επελεύσεώς τους. Κατά τους δανειολήπτες, η επίδικη ρήτρα πρέπει, υπό το πρίσμα της εν λόγω πρακτικής της τράπεζας, να κριθεί καταχρηστική.
Στο πλαίσιο αυτό, το Curtea de Appel Oradea (εφετείο Οradea, Ρουμανία) υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαικό Δικαστήριο σχετικά με την έκταση της υποχρεώσεως των τραπεζών να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τον συναλλαγματικό κίνδυνο σχετικά με τα δάνεια σε ξένο νόμισμα.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Ευρωδικαστήριο διαπιστώνει ότι η επίδικη ρήτρα αποτελεί στοιχείο της κύριας παροχής της συμβάσεως δανείου, με αποτέλεσμα ο καταχρηστικός της χαρακτήρας να μπορεί να εξετασθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας μόνο στην περίπτωση που δεν διατυπώθηκε κατά σαφή και κατανοητό τρόπο.
Κατά το Ευρωπαικό Δικαστήριο το ζήτημα αυτό πρέπει να εξετασθεί από το ρουμανικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων, στα οποία συγκαταλέγονται η διαφήμιση και η πληροφόρηση που παρέχει ο δανειστής στο πλαίσιο της διαπραγματεύσεως συμβάσεως δανείου.
Ειδικότερα, αναφέρει στη σημερινή απόφασή του το Ευρωπαικό Δικαστήριο, «στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να διερευνήσει εάν ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε και τα οποία του επιτρέπουν να υπολογίσει το συνολικό κόστος του δανείου του.».
Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις.
Επομένως, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να αφορούν όχι μόνο την πιθανότητα ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο συνομολογήθηκε το δάνειο, αλλά και τις επιπτώσεις που θα είχαν στις δόσεις του δανείου οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ανατιμήσεως του νομίσματος στο οποίο συνομολογήθηκε το δάνειο.
Κατά συνέπεια, καταλήγει το ευρωδικαστήριο «αφενός, ο δανειολήπτης πρέπει να ενημερώνεται σαφώς για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά να αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο λαμβάνει τα εισοδήματά του.
Αφετέρου, η τράπεζα πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν λαμβάνει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα».
Τέλος, το Ευρωπαικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην περίπτωση που η τράπεζα δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και, επομένως, δύναται να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας της επίδικης ρήτρας, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να αξιολογήσει, αφενός, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την απαίτηση περί καλής πίστης και, αφετέρου, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ