«Ηταν, είναι και θα είναι η απόλυτη ντίβα! Με το μοναδικό της ταλέντο σφράγισε ανεξίτηλα τον κόσμο της όπερας και πέρασε στην αιωνιότητα» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Τσέλια Κοστέα για τη Μαρία Κάλλας, την Ελληνίδα σοπράνο που προσδιόρισε την εξέλιξη του λυρικού τραγουδιού, την τραγουδίστρια που αναβίωσε το ξεχασμένο ρεπερτόριο του μπελ κάντο, την ερμηνεύτρια που μετέτρεψε τη σκηνή σε ένα συναρπαστικό θέαμα και αληθινό θέατρο, την προσωπικότητα που είχε την απόλυτη λάμψη της κορυφής.
Στις 16 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 40 χρόνια από τον θάνατό της στο Παρίσι το 1977, λίγους μήνες πριν τα 54α γενέθλιά της.
Ανάμεσα στις εκδηλώσεις που διοργάνωσαν πολιτιστικοί οργανισμοί με αφορμή την επέτειο του θανάτου της, η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) τίμησε τη μνήμη της κορυφαίας ντίβας του λυρικού τραγουδιού στις 14 Σεπτεμβρίου, με ένα Γκαλά Όπερας στο Ηρώδειο που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το New York Times Athens Democracy Forum.
Τρεις σπουδαίες υψίφωνοι της Ε.Λ.Σ., με διεθνή σταδιοδρομία, οι Τσέλια Κοστέα, Μυρτώ Παπαθανασίου και Χριστίνα Πουλίτση, ερμήνευσαν αποσπάσματα και άριες από δημοφιλείς όπερες των Τζουζέππε Βέρντι, Σαρλ Γκουνό, Λεό Ντελίμπ, Τζάκομο Πουτσίνι, Ουμπέρτο Τζιορντάνο, Γκαετάνο Ντονιτσέττι, Βιντσέντζο Μπελλίνι, που η Κάλλας σημάδεψε με τις ερμηνείες της.
Η Κάλλας τραγουδά Κάρμεν του Μπιζέ:
Οι τρεις σολίστ μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το «φαινόμενο Κάλλας» και για το τι διατηρεί ζωντανό και αναλλοίωτο τον μύθο της μέχρι σήμερα.
«Για μένα η Μ. Κάλλας συμβολίζει την αλήθεια και το φως» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Χριστίνα Πουλίτση και θυμάται την πρώτη φορά που άκουσε την Μαρία Κάλλας» στη «Νόρμα» του Μπελλίνι: «Ήταν σαν να είχα απέναντι μου έναν άνθρωπο, ο οποίος μου έλεγε όλη του την αλήθεια. Αυτό εντυπώθηκε μέσα μου. Σπάνια βλέπεις καλλιτέχνες οι οποίοι σου δείχνουν αυτό που πραγματικά είναι χωρίς να υπάρχει αυτό το φίλτρο ανάμεσα στους ίδιους και στο κοινό τους, τραγουδιστές που βάζουν τον εαυτό τους στην άκρη όταν ερμηνεύουν και αφοσιώνονται καθαρά στην ουσία της τέχνης τους. Η Κάλλας γινόταν ένα με το τραγούδι. Μία ύπαρξη. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να μπορεί να δώσει όλη του την αλήθεια, να μην φοβηθεί. Όλοι υψώνουμε γύρω μας τείχη και αφήνουμε τους άλλους να φτάσουν ως ένα σημείο κοντά μας. Εκείνη, έχω την αίσθηση ότι όταν τραγουδούσε έσπαγε αυτά τα τείχη και άφηνε όλη της την αλήθεια να ρέει».
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λυρικό καλλιτέχνη του 20ού αιώνα, η Μαρία Κάλλας κυριάρχησε και άλλαξε για πάντα την πορεία της όπερας. Διαθέτοντας εκ φύσεως φωνή δραματικής υψιφώνου, είχε την τύχη να διδαχτεί την τεχνική και το ρεπερτόριο του ιταλικού ρομαντικού μπελ κάντο στην Αθήνα, πλάι στη διάσημη Ισπανίδα κολορατούρα υψίφωνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας της στην ΕΛΣ, αλλά και μετέπειτα στην Ιταλία ερμήνευε έργα δραματικά, των Βέρντι, Βάγκνερ και Πουτσίνι. Το 1949 της δόθηκε η ευκαιρία να φανερώσει το ταλέντο της στη Βενετία αντικαθιστώντας σε ελάχιστο χρόνο την πρωταγωνίστρια παράστασης των άκρως δεξιοτεχνικών «Πουριτανών» του Μπελλίνι, λίγες μέρες αφότου η ίδια είχε ολοκληρώσει τις εμφανίσεις της στην όπερα «Βαλκυρία» του Βάγκνερ. Έτσι, σταδιακά ερμήνευσε περισσότερους ρόλους του ιταλικού Ρομαντισμού, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναγέννηση λησμονημένων έργων των Μπελλίνι, Ντονιτσέττι και Ροσσίνι.
«Στην Μαρία Κάλλας οφείλουμε την αναβίωση έργων που χωρίς αυτήν δεν θα είχαν σωθεί, όπως η «Τραβιάτα», η «Λουτσία ντι Λάμερμουρ», η «’Αννα Μπολένα» και πολλά άλλα. Ένα ρεπερτόριο κυρίως του μπελ κάντο που είχε αρχίσει να ασθενεί και μέσα από την Κάλλας αναβίωσε, μπόρεσε να ανασυνταχθεί και ξεκίνησε μία νέα πορεία, η οποία συνεχίζει έως σήμερα» σημειώνει η Χρ. Πουλίτση.
Ακούραστα εργατική, η Κάλλας δεν σταματούσε παρά μόνο όταν θεωρούσε ότι είχε αγγίζει το μέγιστο των δυνατοτήτων της. Η επιτυχία και η μεγάλη αναγνώρισή της οφείλεται, κατά την Μυρτώ Παπαθανασίου, στον «ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο ερμήνευε τους ρόλους της, με την έννοια ότι έκανε απόλυτη απόδοση του λιμπρέτου».
«Η Μαρία Κάλλας είχε, όπως λένε οι Ιταλοί, άλλη μία “ταχύτητα” στο πακέτο που κουβαλούσε. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μία ηθοποιός με μια εξαιρετική, υπέροχη, μοναδικής χροιάς φωνή. Όπου στεκόταν δεν τραγουδούσε απλώς, εκφραζόταν με όλο της το είναι. Και αυτή ήταν η δική της συμβολή στην όπερα, στο θέαμα: έδωσε μία νέα, μοντέρνα οπτική στο ρόλο του λυρικού τραγουδιστή. Η αμεσότητα της, οι κινήσεις της πάνω στη σκηνή, η πρωτοτυπία στις ερμηνείες της και το πόσο φυσικά έπαιζε ήταν κάτι το υπέροχο, τρομακτικό που για εκείνη την εποχή ήταν ακόμα πιο ριζοσπαστικό» δηλώνει η Μ. Παπαθανασίου και η Χρ. Πουλίτση συμπληρώνει: «Όταν τραγουδούσε κάθε κύτταρο της ήταν εκεί, κάθε νότα είχε την προσωπική της σφραγίδα, και η ίδια κατάφερνε να μεταδώσει την ουσία της όπερας στον θεατή».
Η μαγνητική σκηνική παρουσία και το θερμό ταπεραμέντο της, σε συνδυασμό με τη μουσική της κατάρτιση και την ικανότητά της να διεισδύει σε βάθος και να γίνεται η ίδια ο ρόλος που ερμήνευε, καθώς και η απόλυτη κυριαρχία της στο κοινό είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που σύμφωνα με τρεις υψίφωνους της ΕΛΣ κρατούν ζωντανό τον μύθο της Κάλλας σαράντα χρόνια μετά το θάνατό της.
«Πέρα από μεγάλη τραγουδίστρια, ήταν και μία ξεχωριστή, ισχυρή προσωπικότητα. Κατάφερε να μεταμορφωθεί από άχαρη νεαρή κοπέλα με παραπανίσια κιλά στο απόλυτο fashion icon της εποχής της και να δημιουργήσει ένα δικό της, προσωπικό στιλ το οποίο εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμα και σήμερα τον κόσμο της μόδας» επισημαίνει η Τσέλια Κοστέα.
Σχετικά με το πρόγραμμα του Γκαλά στο Ηρώδειο το οποίο επιμελήθηκαν ο Ηλίας Βουδούρης (που διεύθυνε την Ορχήστρα της ΕΛΣ) μαζί με τις τρεις σολίστ, η Μ.Παπαθανασίου εξηγεί πως, «στόχος μας ήταν να καλύψουμε μία μεγάλη γκάμα έργων που είχε ερμηνεύσει η Κάλλας και παράλληλα σε σχέση με το συνολικό αποτέλεσμα να υπάρχει μία ωραία ροή. Φυσικά λάβαμε υπόψη μας καιτο πού η καθεμία μας βρίσκει τον εαυτό της καλύτερα μέσα σε αυτό το ρεπερτόριο».