Tα επιτόκια θα παραμείνουν στα σημερινά χαμηλά επίπεδα για παρατεταμένη χρονική περίοδο και αρκετά μετά το τέλος του QE, δήλωσε ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι ενώ επανέλαβε ότι οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική θα ληφθούν το φθινόπωρο.
Στην καθιερωμένη συνέντευξη μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, όπου αποφασίστηκε τα επιτόκια να παραμείνουν αμετάβλητα, ο κ. Ντράγκι επανέλαβε ότι το πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού θα συνεχιστεί ως το Δεκέμβριο του 2017 ή και αργότερα, μέχρι να υπάρξει μια βιώσιμη προσαρμογή στον πληθωρισμό.
Επεσήμανε ωστόσο πως η ΕΚΤ θα αποφασίσει αυτό το φθινόπωρο για την ρύθμιση των εργαλείων άσκησης της νομισματικής πολιτικής.
Όσον αφορά το outlook για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη της ευρωζώνης, ο κ. Ντράγκι ανέφερε πως τα νέα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις τρέχουσες εκτιμήσεις. O ίδιος υπογράμμισε πως η οικονομική ανάπτυξη δεν έχει ακόμα μεταφραστεί σε ένα πιο ισχυρό πληθωρισμό, προσθέτοντας πως αυτό καθιστά αναγκαία η υποστηρικτική νομισματική πολιτική.
Σε ότι αφορά την πρόσφατη άνοδο του ευρώ, ο επικεφαλής της ΕΚΤ τόνισε πως οι μεταβολές στη συναλλαγματική ισοτιμία αποτελούν μια πηγή ανησυχίας.
Σε ερώτηση για το αν το Διοικητικό Συμβούλιο συζήτησε στη διήμερη συνεδρίαση για την περιστολή του QE, ο κ. Nτράγκι απάντησε πως τα μέλη του Συμβουλίου συζήτησαν για την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό και την συναλλαγματική ισοτιμία.
Τα επιτόκια
Όπως ανακοίνωσε η Ευρωτράπεζα, οι αγορές ομολόγων θα συνεχιστούν με ρυθμό 60 δισεκατομμυρίων ευρώ ανά μήνα τουλάχιστον έως το τέλος του έτους, και πέρα από αυτό το σημείο εάν κριθεί απαραίτητο.
Σε κάθε περίπτωση, προσθέτει η Ευρωτράπεζα, οι αγορές ομολόγων δεν θα διακοπούν έως ότου το Διοικητικό Συμβούλιο διαπιστώσει ότι ο πληθωρισμός συνάδει με τον μεσοπρόθεσμο στόχο του «κοντά στο 2%».
Η ΕΚΤ μάλιστα διατήρησε στην ανακοίνωσή της την διευκρίνιση ότι τόσο το μέγεθος όσο και η διάρκεια του προγράμματος μπορεί να αυξηθεί εάν αυτό κριθεί απαραίτητο.
Όσον αφορά τα επιτόκια, παραμένουν στα σημερινά ιστορικά χαμηλά και θα παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο για «εκτεταμένο» χρονικό διάστημα και μετά την ολοκλήρωση της ποσοτικής χαλάρωσης.