Οι αποφάσεις για τη μετεγκατάσταση των προσφύγων δεν αποτελούν ηθική δέσμευση, αλλά νομική υποχρέωση όλων των κρατών- μελών της ΕΕ, τόνισε ο Δημήτρης Αβραμόπουλος.
«Η μετεγκατάσταση αποτελεί βασικό στοιχείο για την επιτυχία της στρατηγικής μας για τη μεταναστευτική κρίση και πριν 2 εβδομάδες καλέσαμε ακόμη μια φορά τα κράτη-μέλη να ανταποκριθούν άμεσα στις υποχρεώσεις τους για τη μετεγκατάσταση. Δεν σας κρύβω όμως ότι ελπίζω ότι θα πειστούν όλα τα κράτη-μέλη να συνεργαστούν ώστε να σταματήσει η νομική διαδικασία. Υπάρχει ακόμα χρονικό περιθώριο και εκδηλωμένη βούληση από πλευράς μου για συνεργασία», συμπλήρωσε ο Επίτροπος Μετανάστευσης, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ.
Ο κ. Αβραμόπουλος εκτίμησε ότι έχει βελτιωθεί η κατάσταση στο «μέτωπο» της προσφυγικής κρίσης, καθώς έχουν μειωθεί θεαματικά όπως αναφέρει οι αφίξεις και είναι καλύτερη η φύλαξη των συνόρων και οι διαδικασίες καταγραφής.
«Πρέπει πλέον να περάσουμε σε μια ομαλή διαχείριση του μεταναστευτικού. Σε αυτό το πλαίσιο, πριν από δυο εβδομάδες παρουσιάσαμε το πρόγραμμα ESTIA, μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται ενοικιαζόμενα καταλύματα έως και για 30.000 άτομα και χρηματική βοήθεια στους πρόσφυγες ώστε να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους, με προφανή οφέλη τόσο για τους ίδιους όσο και για τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες ζουν. Όχι μόνο εντάσσονται πιο ομαλά οι οικογένειες προσφύγων αλλά η χρηματική αυτή ενίσχυση διοχετεύεται εκ νέου στην τοπική οικονομία, σε οικογενειακά καταστήματα και σε παρόχους υπηρεσιών», δήλωσε.
Ακόμη, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να επιστραφούν στην Ελλάδα οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που μετακινήθηκαν έως τις 15 Μαρτίου 2017 από τη χώρα μας προς άλλα μέλη της ΕΕ. «Οσοι όμως λίγοι έκτοτε εισήλθαν στη χώρα και επιλέγουν να μετακινηθούν παράτυπα -εκτός δηλαδή των προβλεπόμενων διαδικασιών της μετεγκατάστασης και της οικογενειακής επανένωσης- είναι υποψήφιοι προς επιστροφή υπό προϋποθέσεις και σε κατάλληλες συνθήκες, σύμφωνα με τη σύσταση της Επιτροπής», συμπλήρωσε.
Ο κ. Αβραμόπουλος αναφέρθηκε και στην πρότασή του για τη μεταρρύθμιση με στόχο τη δημιουργία ενός Κοινού Συστήματος Ασύλου.
«Χρειαζόμαστε ένα σύστημα χορήγησης ασύλου που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δίκαιη κατανομή των ευθυνών και όπου καμία χώρα δεν θα αφήνεται μόνη της να αντιμετωπίζει τις μελλοντικές προκλήσεις αλλά και για τη διασφάλιση της ίσης και αξιοπρεπούς μεταχείρισης των αιτούντων άσυλο σε ολόκληρη την Ένωση. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι τα κράτη-μέλη που τυχαίνει να βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιβαρύνονται δυσανάλογα. Γι’ αυτό προτείναμε τη δημιουργία ενός διορθωτικού μηχανισμού κατανομής στο πλαίσιο του νέου συστήματος του Δουβλίνου με σαφείς και δεσμευτικούς νομικούς κανόνες. Αυτός είναι ο λόγος, επίσης, για τον οποίο προτείνουμε, σε μελλοντικές περιόδους κρίσης, η ευθύνη να είναι κοινή και να επιμερίζεται», ανέφερε.
Τέλος, μιλώντας για την ελληνική οικονομία, εκτίμησε ότι «είμαστε στην αρχή του τέλους της κρίσης εφόσον οι μεταρρυθμίσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές συνεχίσουν να εφαρμόζονται».