Ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018 , παρά την σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία.
Η διαφαινόμενη ανάκαμψη, την οποία η έκθεση κατεβάζει το 1,5% με 1,6% για το 2017, είναι εύθραυστη σημειώνει και θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων.
ΜπροΜέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017 (με την αναιμική του μεγέθυνση) είχαμε πίσω μας τριάμισι χρόνια κίνησης γύρω από το μηδέν ενώ μπροστά μας περιμένουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες τονίζει κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου αν η κυβέρνηση στέλνει αντιφατικά μηνύματα ως προς την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής.
Η έκδοση του ομολόγου είναι ένα θετικό βήμα στο βαθμό που η κίνηση αυτή θα έχει συνέχεια και δεν θα υπάρξουν εμπλοκές στις επόμενες αξιολογήσεις επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Σημειώνει ότι η έξοδος στις αγορές μπορεί να ερμηνευτεί ως πρόθεση της κυβέρνησης να εφαρμόσεις τις μεταρρυθμίσεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο τον Αύγουστο του 2018.
Αναφέρεται στο κόστος δανεισμού και τονίζει ότι θα μπορούσε να υπάρξει άμεσο όφελος για την πραγματική οικονομία της χώρας, αν το νέο δάνειο από τις αγορές χρησιμοποιηθεί, έστω εν μέρει, για επιταχυμένη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα.
Με τον τρόπο αυτό θα μειωνόταν η ζημιά από τη διαφορά των επιτοκίων.
Μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017 (με την αναιμική του μεγέθυνση) είχαμε πίσω μας τριάμισι χρόνια κίνησης γύρω από το μηδέν ενώ μπροστά μας περιμένουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες!
Αναλυτικότερα, η τωρινή έξοδος στις αγορές θα έχει συνέχεια αν:
- συνεχισθεί δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει στο φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας,
- διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων,
- επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας και
- διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Τα προηγούμενα παραπέμπουν στη ανάγκη θεσμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση απελευθέρωσε αντιλήψεις που δεν συμβιβάζονται με βασικές αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας (rule of law, διάκριση των εξουσιών, οικονομία που λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους και ανάλογο ρυθμιστικό πλαίσιο).
Η σωρευτική ύφεση της τάξης του 25%, η εκτεταμένη ανεργία χωρίς ικανοποιητική θεσμική διασφάλιση των ανέργων, ο πολιτικός διαγκωνισμός που υποβαθμίζει τη συμφωνία επί των κοινών αρχών, συνέβαλαν σε ένα γενικευμένο κλίμα καχυποψίας που δυσκολεύει τη μετάβαση στην κανονικότητα.
Στο 1,5- 1,6% η ανάπτυξη
Η οικονομία της χώρας δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση. Ανακάμπτει και αυτό είναι, κατ΄ αρχάς, θετικό. Η οικονομία άντεξε τις διαταραχές του 2015 - τους κεφαλαιακούς ελέγχους, την υφεσιακή οικονομική πολιτική που στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της φορολογίας και λιγότερο στη εξορθολογισμό των δαπανών, την παρατεταμένη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση και τις αβεβαιότητες για την τύχη των μεταρρυθμίσεων.
Η ανεργία μειώνεται μολονότι διαπιστώνουμε ανησυχητικά δομικά χαρακτηριστικά στις αγορές εργασίας (αύξηση της ευκαιριακής απασχόλησης κλπ).
Γενικότερα, η οικονομική πορεία τα τελευταία δύο χρόνια ήταν καλύτερη από όσο πολλοί πρόβλεπαν, μολονότι αυτό ουδόλως δικαιολογεί το κόστος όσων συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015.
Για το 2017 προβλέπεται θετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 1,5-1,6%, μικρότερος του προβλεπόμενου στον κρατικό προϋπολογισμό μερικούς μήνες πριν.
Για το 2017 το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης αισιοδοξεί μάλιστα ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα φθάσει το 2% και το 2018 το 3%.
Η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές, θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια.
Επίσης, τα μακροοικονομικά στοιχεία των τελευταίων τριμήνων έδειχναν ότι η οικονομία κινούνταν στα όρια της στασιμότητας από το πρώτο τρίμηνο του 2014 .
Επίσης, οι αρχικές προβλέψεις για το 2017 χειροτέρευαν. Ειδικότερα, ο προϋπολογισμός είχε στηριχθεί σε πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,7% το 2017, αλλά πιο πρόσφατες προβλέψεις (π.χ. ΚΕΠΕ, ΤτΕ και ΙΟΒΕ) υπολογίζουν ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,4-1,8 %.
Ας σημειωθεί ότι ορισμένες εξωτερικές πηγές προβλέπουν ακόμα χαμηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης, κάτω του 1%.Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δημιουργεί κατ’ αρχάς προϋποθέσεις για ανάκαμψη της οικονομίας
Να μην υπάρξουν εμπλοκές στις αξιολογήσεις
Η χαμηλότερη εκτίμηση προφανώς οφείλεται στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.
Αν δεν υπάρξουν άλλες εμπλοκές (π.χ. σε σχέση με την εφαρμογή της δεύτερης και την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης ή την εφαρμογή του «συμπληρωματικού μνημονίου»), η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Πλεόνασμα μέσω μη εξόφλησης οφειλών του Δημοσίου
Επίσης, το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν εντυπωσιακά υψηλό (περίπου 4,2% του ΑΕΠ), πολύ υψηλότερο των στόχων και προβλέψεων. Αυτό σημαίνει ότι οι στόχοι της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτούσε το «Μνημόνιο» υπερκαλύφθηκαν.
Εν πολλοίς, η υπέρβαση του στόχου οφείλεται στην επιβράδυνση της εξόφλησης των οφειλών του Δημοσίου, στη μείωση των επιχορηγήσεων σε νοσοκομεία και ΥΠΕ-ΠΕΔΥ, στη μείωση των επενδυτικών δαπανών του κράτους κ.α. Όμως, τους επόμενους μήνες θα επιταχυνθεί, βάσει των συμφωνηθέντων με τους Θεσμούς, η εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Το 2017, ενώ στον τομέα των δαπανών διαπιστώνουμε αδυναμία εξορθολογισμού τους, στον τομέα της φοροδιαφυγής έχουν ενταθεί οι προσπάθειες ελέγχου της π.χ. με τη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Στα ζητήματα αυτά κρίσιμος θα είναι ο ρόλος της ΑΑΔΕ που φαίνεται ότι έχει ενεργοποιηθεί και, το σπουδαιότερο, στελεχώνεται υπό την ασφυκτική πίεση των Ευρωπαίων εταίρων.
Όμως, την απόδοση των ελέγχων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα δυσχεραίνουν, μεταξύ άλλων, το ύψος των φορολογικών συντελεστών και η κουλτούρα φοροδιαφυγής που είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία.
Επίσης δεν πρέπει να υποτιμάται το ηθικό μήνυμα διαφόρων χειρισμών π.χ. παραχωρήσεων σε επιμέρους ομάδες πίεσης χωρίς υπολογισμό του κόστους. Συναφώς, νομίζουμε ότι υποτιμούνται οι επιπτώσεις στο ηθικό των φορολογούμενων αφενός μεν από την καθυστέρηση των ελέγχων με βάση τις διάφορες «λίστες» ( Λαγκάρντ, Μπόργιανς, κ.α.), που οδήγησε σε νομικές εμπλοκές και αφετέρου από την αναποτελεσματικότητα των όποιων ελέγχων πραγματοποιήθηκαν. Την περίοδο 2013 μέχρι σήμερα, μετά από ελέγχους «βεβαιώθηκαν» € 1.623 εκ., αλλά εισπράχθηκαν μόλις € 149 εκ.!
Τα 113 μέτρα
Tο Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης (supplemental memorandum of understanding) του Ιουνίου 20174 καθόρισε και το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει η οικονομική πολιτική ως το τέλος του Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Πρόκειται για ένα πολιτικά δύσκολο έργο που θα καταστεί αδύνατο αν επισπευσθούν οι εκλογές πριν από τη λήξη του προγράμματος, αν δηλαδή η χώρα εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Το μονοπάτι επεκτείνεται όμως και στο χρονικό διάστημα 2019/2020 αλλά και μετά με βάση το λεγόμενο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ΜΠΔΣ).
Το Συμπληρωματικό Μνημόνιο περιέχει έναν μακρύ κατάλογο 113 μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοσθούν μέχρι το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης, το 2018. Εξ αυτών, τα 95 θα πρέπει να υλοποιηθούν έως το τέλος του τρέχοντος έτους.1 Στον κατάλογο περιλαμβάνονται το ευαίσθητο ζήτημα της αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας, ώστε για την προκήρυξη απεργίας να απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον του 50% των εργαζομένων, η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων, που σηματοδοτεί περικοπές, το άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και οι αλλαγές στον δημόσιο τομέα.
Με τη δεύτερη αξιολόγηση δεν τέλειωσε η προσαρμογή
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης παρά την καθυστέρησή της, θα έπρεπε λογικά να βελτιώσει την ψυχολογία στην οικονομία. Γεγονός είναι ότι η πορεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις 800 μονάδες, πράγμα που δείχνει εκ πρώτης όψεως ότι αυξάνεται η εμπιστοσύνη για την πορεία της οικονομίας.
Όμως, η θετική επίπτωση της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 μπορεί να αποδειχθεί πάλι πρόσκαιρη (όπως το 2014) αν η κυβέρνηση στείλει αντιφατικά μηνύματα για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και συγκεκριμένα, αν δεν προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των 113 δράσεων του «συμπληρωματικού μνημονίου και της συμφωνίας με το ΔΝΤ που αποτυπώνεται στο letter of intent που απέστειλε η ελληνική κυβέρνηση στο Ταμείο αιτούμενη τη χρηματοδοτική του σύμπραξη.
Προσθέτουμε ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς άφησε εκκρεμότητες και ασάφειες. Η σπουδαιότερη είναι ότι το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους από πλευράς ΕΕ παραπέμφθηκε στο τέλος του προγράμματος. Παρά τις όποιες διαρροές, παραμένει ασαφές με ποιο τρόπο θα εκπληρώσει η ευρωπαϊκή πλευρά τη δέσμευσή της για ελάφρυνση του χρέους ή και αν θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Ακόμα, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, προβλέπονται στα κείμενα τέσσερις πρόσθετες αξιολογήσεις – τον Οκτώβριο 2017, τον Ιανουάριο, τον Απρίλιο και Ιούλιο 2018 και μια τελική αποτίμηση του προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Οι επόμενες αξιολογήσεις θα φέρουν στην επιφάνεια θέματα που εκκρεμούν από καιρό, όπως το ρυθμιστικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων και μπορούν να προκαλέσουν ισχυρές αντιδράσεις.
Ελπίζουμε ότι η τρίτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό και θα αποφευχθούν καθυστερήσεις των προηγούμενων διαπραγματεύσεων που επηρέασαν αρνητικά την οικονομία.
Η τρίτη αξιολόγηση (και οι επόμενες) ως το 2018
Με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν τελειώνει το μονοπάτι εφαρμογής του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (=Μνημονίου) και η ομαλή εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων της τρέχουσας δανειακής σύμβασης γιατί ακολουθεί αμέσως μετά η τρίτη αξιολόγηση προόδου (Οκτώβριος 2017), που αν ερμηνεύσουμε το Μνημόνιο κατά γράμμα και μετά τις καθυστερήσεις των προηγούμενων, θα πρέπει να τελειώσει σε ασφυκτικά σύντομο χρονικό διάστημα. Ακολουθούν άλλες τρεις.
Αυτό σημαίνει πιθανόν ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και των επόμενων θα είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τον πολιτικό χρόνο των προηγούμενων δύο αξιολογήσεων.
Η επόμενη αξιολόγηση περιλαμβάνει (πέραν των τυχόν εκκρεμοτήτων μεταξύ άλλων στην ενέργεια, στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και στις ιδιωτικοποιήσεις) μόνο φαινομενικά εύκολα ζητήματα. Μεταξύ των παρεμβάσεων που πρέπει να υλοποιηθούν, ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, είναι η ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών με τις τιμές αγοράς έως τον Δεκέμβριο, οι νέες αλλαγές στο καθεστώς του ΦΠΑ, η αλλαγή στον συνδικαλιστικό νόμο ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με το 50% των εργαζομένων, η πλήρης ανατροπή του χάρτη των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς και το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν ακόμη κλειστά.
Επίσης, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας για τους δασκάλους και τους καθηγητές, αλλάζουν οι όροι χορήγησης των αναπηρικών και των οικογενειακών επιδομάτων, ενώ ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κινητικότητα στο Δημόσιο, καθώς και την επιλογή προϊσταμένων.
Πιθανόν μάλιστα οι δυσκολίες εκπλήρωσης των ελληνικών δεσμεύσεων θα είναι μεγαλύτερες καθώς θα εισέλθουμε στο όγδοο έτος δοκιμασίας της οικονομίας.
Στους 8 μήνες η μέση διάρκεια των διαπραγματεύσεων
Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε ότι το ιστορικό προηγούμενο της χώρας μας αναφορικά με τις αξιολογήσεις, δεν είναι θετικό. Οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν όλο και περισσότερο. Αντλώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ΔΝΤ,μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το 2010 η μέση διάρκεια των διαπραγματεύσεων ήταν 1,5 μήνας, το 2011 ανέβηκε σε 3 μήνες, το 2012 και το 2013 αυξήθηκε σε 4,5 μήνες, το 2014 εκτινάχθηκε στους 9,7 μήνες και, σήμερα, κυμαίνεται περί τους 8 μήνες. Είναι στην ευχέρεια της κυβέρνησης να πραγματοποιήσει μια «ρήξη» με το κακό ιστορικό παρελθόν.
Πέρα από το θέμα του χρόνου, σημαντική είναι και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα.