Ηταν μια Δευτέρα με πανσέληνο. «Σήμερα είναι Δευτέρα 25 Ιουλίου, Κοίμησις Αγίας Αννης, Ευπραξίας, Ολυμπιάδος, Ανατολή Ηλίου στις 06:22’, Δύση στις 20:41’, Πανσέληνος», το πρωί εκείνο η ενημέρωση από τα ραδιόφωνα της εποχής.
Το ραντεβού είχε δοθεί σε πλαζ, ιδανικό χώρο για τα μαγεμένα βράδια του Ιουλίου, ενώ ο κόσμος της εποχής διψούσε για κάτι αλλιώτικο, κάτι που θα τον αποφόρτιζε από την καθημερινότητα και τις δυσκολίες. Μια γιορτή που έγινε πανηγύρι και εκείνο με τη σειρά του γράφτηκε στην ιστορία.
Με κάθε πρόσφορο μέσο όλοι στη Βουλιαγμένη, με μηχανάκια, με τα πόδια, με οτο στοπ, πιασμένοι αγκαλιά και χέρι-χέρι στο δρόμο για την πιο μακρυά παραλία που όπως αποκάλυψε λίγο αργότερα ο ίδιος ο Κηλαηδόνης: «μπορούσαμε να φθάσουμε τότε». Μικροί και μεγάλοι ένα, υπό το φως της Πανσέληνου. «Η πλαζ έχει μία ομοιότητα με το κοίλο του ρωμαϊκού θεάτρου. Ο κόσμος θα μπορούσε να είναι, όπως και ήταν, σε ένα ημικύκλιο- λογικά, η ορχήστρα, το κέντρο του κύκλου, θα ήταν μες τη θάλασσα. Όπως και έγινε. Η ορχήστρα ήταν μες τη θάλασσα», περιέγραφε αργότερα ο ίδιος ενθυμούμενος τη συγκλονιστική εκείνη βραδυά.
Οι εργασίες ξεκίνησαν από την αρχή του έτους για την εξεύρεση του κατάλληλου χώρου, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει εκείνη τη νύχτα τη συναυλία -μαζί και την πανσέληνο. Η Μελίνα Μερκούρη παρέπεμψε στον ΕΟΤ τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και έτσι εκείνος μια ημέρα του χειμώνα, με χιόνια, πάει για να ζητήσει τον χώρο. Ωστόσο, εκείνοι του προτείνουν να γίνει κάπου αλλού. Τελικά τους έπεισε και τα κατάφερε.
«Πάρτι στη Βουλιαγμένη, Δευτέρα 25 Ιουλίου», η αφίσα. Χωρίς τίποτα άλλο. Απλή, περιεκτική. Τα ονόματα των καλλιτεχνών που συμμετείχαν τα είδε ο κόσμος οιδίοις όμμασι. Οι Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος ταξίδεψαν τους χιλιάδες κόσμου που πολλοί μαρτυρούν πως έφτασαν τους 100.000 ενώ τα εισιτήρια που είχαν κοπεί ήταν 25.000. Βλέπετε, πολλοί ήταν και εκείνοι που πήγαν κολυμπώντας...
Ανοίγουν οι πόρτες και μικροί-μεγάλοι μπαίνουν από παντού. «Καλωσορίσατε στο πάρτι μας», αναφωνεί ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. «Πάντα για τα πάρτι μου έψαχνα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας ή το απέραντο γρασίδι αυτών των κήπων, πάντα ήθελα να φαίνονται όλα χαλαρά και απρόβλεπτα για να αισθάνονται όλοι σαν το σπίτι τους, όση δουλειά κι αν κρυβόταν από πίσω, πάντα με κρατούσε στην αγκαλιά της η Αθήνα μας, οπότε νοιώθω πολύ οικεία σε αυτό τον υπέροχο χώρο και ελπίζω να σημάνει το ίδιο και για σας», συμπληρώνει.
Με «μεθυσμένες» βάρκες αρόδου ο κόσμος τραγουδά: «Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες τα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν, μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά...».
Κάποια στιγμή η Βουλιαγμένη έκλεισε, στο ύψος των Στύλων του Ολυμπίου Διός, ενώ η μουσική νύχτα μεταδιδόταν από τα ραδιόφωνα των Αθηνών. «Αυτό που γίνεται στη Βουλιαγμένη δεν έχει ξαναγίνει», είπε ο Βαγγέλης Γερμανός ενώ ο Νιόνιος ευχήθηκε «Να μας έχει ο θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε. Είναι απίστευτο είστε όλοι εδώ».
Εκείνο το βράδυ πολλοί ερωτεύτηκαν, ενώ αρκετοί μυήθηκαν στα τραγούδια των δημιουργών που για πολλά-πολλά χρόνια θα είναι πάντα επίκαιρα και θα δίνουν νόημα και χρώμα στη ζωή μας, ενώ σίγουρα όποιος είχε τη δυνατότητα να γίνει συμμέτοχος θα έχει να πει τη δική του ιστορία για το θρυλικό εκείνο γεγονός.
Πάντως λίγα χρόνια αργότερα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, όπως και ο κόσμος όλος, έμαθε πως εκείνο το βράδυ δεν λειτούργησαν τα θερινά τα σινεμά...