Η Φρανσουάζ Σαγκάν αποτελεί ένα από τα είδωλα της γαλλικής λογοτεχνίας.
Εκφράζει το γαλλικό πνεύμα του αντικομφορμισμού και της ελευθεριότητας με την αδυναμία της στα γρήγορα αμάξια, στις ιπποδρομίες, στον τζόγο, στους ωραίους άνδρες και στις ωραίες γυναίκες. Ζούσε στον αφρό και στον πάτο της ηθικής ταυτόχρονα και παρέσυρε ακόμη και τον Μιτεράν στο οικονομικό σκάνδαλο της εταιρείας ELF. Η ζωή της ήταν ένα πυροτέχνημα, με ναρκωτικά, αλκοόλ, όργιο σπατάλης που έληξε άδοξα. Πέθανε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας το 2004 σε ηλικία 69 ετών.
Η Σαγκάν δημοσίευσε το πρώτο της μυθιστόρημα, «Καλημέρα Θλίψη» (1954), σε ηλικία μόλις 19 ετών, αποδεικνύοντας ότι γεννιέται κανείς συγγραφέας και δεν γίνεται. Η επιτυχία του βιβλίου της θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σκανδαλώδης για την εποχή καθώς παρουσίαζε μια νεαρή γυναίκα που διάλυσε τον δεσμό του πατέρα της.
Η Σαγκάν ήταν το τρίτο παιδί του Pierre Quoirez, ενός πλούσιου βιομηχάνου, και της Marie (Laubard) Quoirez. Η οικογένεια της μετακόμισε στο ξέσπασμα του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην επαρχία, μένοντας κυρίως στη Λυών, ενώ η Σαγκάν πέρασε και αρκετό καιρό στην Ελβετία. Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας το 1944, η οικογένεια επέστρεψε στο Παρίσι.
Η Cécile, η ηρωίδα του «Καλημέρα Θλίψη», είναι μια χαϊδεμένη έφηβη. Περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές της στο νότο της Γαλλίας σε μια βίλα. Ενώ έχει αποτύχει στις εξετάσεις της, ο Cyril, ένας νεαρός φοιτητής της Νομικής, αποδεικνύεται πολύ πιο ενδιαφέρων από τα βιβλία. Ο σαραντάχρονος πατέρας της, Raymond, είναι χήρος. Και έχει αφήσει την ερωμένη του Elsa για την εύθραυστη Anne Larsen, που ήταν φίλη της γυναίκας του. Προκειμένου να χτυπήσει την πλήξη της, η Cecile βάζει μπροστά το σχέδιο για να βγάλει από τη μέση την ερωμένη του πατέρα της. Σύμμαχοί της είναι ο Cyril, που ερωτευμένος δεν μπορεί να της αρνηθεί τίποτα και η εγκαταλελειμμένη Elsa που θέλει να ξανακερδίσει τον πατέρα της. Ο Cyril κάνει τον ερωτευμένο με την Elsa και το σχέδιο τίθεται όχι μόνο σε εφαρμογή αλλά φαίνεται και να πετυχαίνει. Η Anne πιάνει τον αγαπημένο της Raymond να έχει γυρίσει στην αγκαλιά της Elsa. Εκείνη οδηγώντας απερίσκεπτα μακριά από τη βίλα, πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η Cécile επιστρέφει έτσι με τον πατέρα της στο Παρίσι αφήνοντας πίσω το καλοκαίρι, τον Cyril, αλλά και την παιδική της αθωώτητα.
Η επιτυχία του μυθιστορήματος είχε σαν αποτέλεσμα να δώσει έμπνευση τόσο στη μουσική -το τραγούδι The Sound of Silence του 1964 είναι εμπνευσμένο από αυτό- ενώ η ιστορία του βιβλίου γυρίστηκε το 1957 σε ταινία με σκηνοθέτη τον Otto Preminger και πρωταγωνιστές την Deborah Kerr και τον David Niven σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία στην Γαλλία.
Μετά το μυθιστόρημα η Σαγκάν έγινε η εκπρόσωπος της απογοητευμένης νεολαίας, αλλά και τον δυνητικά επαναστατών εφήβων. Το A Certain Smile το 1958, το δεύτερο βιβλίο της, αποτέλεσε επίσης μπεστ σέλερ, το οποίο περιέγραφε την ερωτική σχέση μιας μαθήτριας με έναν μεσήλικα άνδρα.
Αυτή που περιέγραψε καλύτερα την Φρανσουάζ Σαγκάν είναι η έμπειρη βιογράφος Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ, η οποία δεν αρκέστηκε στην κλασική έρευνα. Μίλησε με τον γιο της Σαγκάν, τη γραμματέα της, την επιστήθια φίλη της Φλοράνς Μαλρό (κόρη του Αντρέ Μαλρό), την τραπεζίτισσά της, την νταντά της.
Η πρώτη απίστευτη ιστορία είναι το πώς μια 19χρονη γοήτευσε με το πρώτο βιβλίο της, το Καλημέρα θλίψη, τον Ρενέ Ζουλιάρ, τον διάσημο και έμπερο εκδότη του οίκου Julliard. Στο πρώτο ραντεβού που της ζήτησε, στις 11 το πρωί στο γραφείο του, τον έστησε επειδή κοιμόταν. Οταν συναντήθηκαν, στις 5 το απόγευμα, απαίτησε 25.000 φράγκα. Εκείνος διπλασίασε την τιμή. «Θα αγοράσω μια Τζάγκουαρ» απάντησε εκείνη ανέμελα. Το βιβλίο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1954. Τον Σεπτέμβριο είχαν πουληθεί 45.000 αντίτυπα. Η Σαγκάν ήταν ήδη βεντέτα και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη νέα της θέση στην κοινωνία.
Σε κώμα από τροχαίο
Το 1957 η 22χρονη Φρανσουάζ περίμενε τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν για δείπνο στη βίλα που νοίκιαζε στο Σεν Τροπέ, αλλά εκείνοι τηλεφώνησαν ότι θα καθυστερήσουν. Ανυπόμονη καθώς ήταν, βγήκε στους δρόμους με τη νέα Aston Martin της. Το αυτοκίνητο ντελαπάρισε και την πλάκωσε ενάμιση τόνος ατσάλι. Η Φρανσουάζ Σαγκάν έπεσε σε κώμα ο Τύπος βιάστηκε να την αποκαλέσει «θηλυκό Τζέιμς Ντιν», αφού εκείνος είχε σκοτωθεί πριν από έξι μήνες αλλά ως εκ θαύματος σώθηκε. Στην κλινική Μαγιό, όπου θεραπευόταν, εθίστηκε στη μορφίνη. Παίρνοντας εξιτήριο από το νοσοκομείο εισήχθη σε κλινική απεξάρτησης. Βγαίνοντας και από εκεί ανακάλυψε τελικά το αλκοόλ. Μέρος του «Toxique» (1964, έκτο μυθιστόρημα της Σαγκάν) γράφτηκε ενόσω προσπαθούσε να συνέλθει. Το 1966, για να επιβραβεύσει τον εαυτό της μετά την επιτυχία του «La Chamade», αγόρασε μια Φεράρι.
Οι μεγαλοαστοί του Παρισιού λάτρεψαν τον τυχοδιωκτισμό της Σαγκάν. Ο έρωτας κυριαρχούσε στη ζωή της αλλά δεν έπαυε να γράφει σαν μανιακή. Τα θεατρικά της έργα συγκέντρωναν πάντα στη σκηνή μεγάλους σταρ. Ο Ροζέ Βαντίμ μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το «Château en Suède» με πρωταγωνιστές τη Μόνικα Βίτι και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν.
«Η δόξα και η επιτυχία με απελευθέρωσαν πολύ νωρίς από τα όνειρά μου για δόξα και επιτυχία», δήλωσε αργότερα. Τα τρελά βράδια που περνά δεν την εμποδίζουν να εργάζεται. «Είμαι επιπόλαιη. Αλλά η επιπολαιότητα συνίσταται στο ότι ασχολούμαι με διάφορα πράγματα», είπε.
Θα δημοσιεύσει πολλές νουβέλες με κύριο θέμα τους έρωτες μιας κοινωνίας πλούσιας και αργόσχολης, έναν κόσμο που γνώριζε καλά. Ανάμεσα στις μεγάλες της επιτυχίες «Ένα κάποιο χαμόγελο» (1956), «Σας αρέσει ο Μπραμς;» (1956), «Η συγκίνηση» (1965), «Το ξέστρωτο κρεβάτι» (1977), που διακρίνονται για το ανάλαφρο και πικρό, χωρίς προσποίηση, ύφος τους.
Παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος της γάμος με τον Γκυ Σελέρ το 1958 δεν κράτησε ούτε έναν χρόνο. Το 1964 παντρεύτηκε έναν αμερικανό playboy ονόματι Μπομπ Γουέστοφ διότι έμεινε έγκυος. Πρέσβευε όμως ότι «η μοιχεία είναι ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσεις τη διάρκεια ενός γάμου».
Εδώ με τον δεύτερο σύζυγό της, πατέρα του παιδιού της:
Ποτέ δεν έκρυψε την ομοφυλοφιλική της κλίση. Από τα δίχτυα της δεν είχε γλιτώσει, όπως υπονοεί και η βιογράφος, ούτε η Αβα Γκάρντνερ. Πρώτη της ερωμένη ήταν η Πάολα Σανζίστ ντι Τεουλάντα, από το γένος Στερν και Ρότσιλντ. Εζησαν μαζί στο Παρίσι σε ένα είδος κοινοβίου, με την πόρτα ανοιχτή σε άλλους φιλελεύθερους αστούς όπως ο Υβ Σεν Λοράν και ο Πιερ Μπερζέ, το πρώτο επίσημο ζευγάρι ομοφυλοφίλων στη Γαλλία.
Η Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ υποστηρίζει ότι οι γυναίκες την πλήγωσαν περισσότερο από τους άνδρες. «Ανεπούλωτη πληγή» ήταν η Ελκε, κληρονόμος της οικογενείας Mercedes. Αρχές της δεκαετίας του 1970 η Φρανσουάζ διοργανώνει ένα από τα λαμπερά της πάρτι στην κατοικία της στο Παρίσι. Παρούσες και οι Ζαν Μορό, Μελίνα Μερκούρη, Μαρί Ελέν ντε Ρότσιλντ («η βασίλισσα του Παρισιού»). Οταν όμως εμφανίστηκε η Μανούς, η νέα προστατευόμενή της και χήρα διαβόητου μαφιόζου, η καλή κοινωνία αποχώρησε από τη γιορτή προσβεβλημένη. Ανάμεσά τους και η Ελκε, η οποία επέστρεψε στο Μόναχο. Η Φρανσουάζ πήρε τη Μαζεράτι και έτρεξε να τη βρει.
Το 1973, είκοσι χρόνια μετά το «Καλημέρα θλίψη», με άφθονο ποτό, γάμους, έρωτες, ξενύχτια, ναρκωτικά, η Φρανσουάζ Σαγκάν πάσχει από βαριά κατάθλιψη και εισάγεται σε νευρολογική κλινική. Οταν γίνεται 40 ετών, ελαττώνει το ποτό διότι μια τεράστια κύστη έχει αναπτυχθεί στο πάγκρεας. Επισκεπτόταν τα φαρμακεία με βουλιμία και κατάπινε χαπάκια σαν να ήταν καραμέλες. Ηρεμιστικά για να χαλαρώσει, διεγερτικά για να σηκωθεί από το κρεβάτι, αμφεταμίνες για να πάρει εμπρός, ασπιρίνες σε κάθε ευκαιρία: να μην υποφέρει, αυτό ήταν το κύριο μέλημά της. Επαιρνε Maxiton τη δεκαετία του 1950, Corydrane τη δεκαετία του 1960, προτού βυθιστεί στην κοκαΐνη. Κατανάλωνε τρία-τέσσερα γραμμάρια κοκαΐνης καθημερινά.
Καμία σχέση με το χρήμα
Οπως έγραψε ο Arnaud Bizot, στο Paris Match, το 2002, μετά την έκδοση του βιβλίου της Καλημέρα Θλίψη, ο εκδότης της Ρενέ Ζουλιάρ της ζητάει να επιστρέψει από την Γενεύη για να απαντήσει τις ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου του «Life». Και εκείνη του απαντάει με τηλεγράφημα: «Είναι περιτό να κερδίζεις χρήματα αν δεν μπορείς να τα ξοδέψεις». Ηταν 21 ετών.
Επί χρόνια, παρά τα εκατομμύρια αντίτυπα, τις μεταφράσεις, τις κινηματογραφικές επιτυχίες και τα τραγούδια, η Σαγκάν δεν είχε ποτέ λεφτά ούτε να βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητό της. Σε όλη της τη ζωή έδινε χρήματα σε αναρίθμητα άτομα και όχι μόνο τους φίλους της. Αγνωστοι της έγραφαν, ζητώντας της «πολύ ευγενικά» μια τηλεόραση κι εκείνη αμέσως έτρεχε να την αγοράσει και να την στείλει. Μια νεαρή κοπέλα ήθελε να κάνει πλαστική στη μύτη της και το πλήρωσε, «στη φωτογραφία ήταν πραγματικά φρικτή η μύτη της».
Εκανε τρελά δώρα και στους φίλους της. Μια θήκη για πούρα 50.000 φράγκων, ένα αυτοκίνητο 10 εκατομμυρίων, ένα διαμέρισμα. Πλήρωνε επίσης τα εστιατόρια, τις διακοπές των άλλων.
Το σκάνδαλο με τον Μιτεράν
Το 1989 η Φρανσουάζ έχασε τον αδελφό της Ζακ Κουαρέζ, τη μητέρα της που έπασχε από αλτσχάιμερ, τον Μπομπ Γουέστοφ και λίγο αργότερα τη στυλίστρια Πεγκί Ρος, τον πιο σταθερό δεσμό της ζωής της.
Αυτή είναι η Πεγκί Ρος, ο τελευταίος έρωτας στη ζωή της Σαγκάν:
«Με ποιον θα κοιμάμαι τώρα;» αναρωτήθηκε. Εξουθενωμένη, έπεσε στο στόμα του λύκου, εναπόθεσε την τύχη της στα χέρια του Μαρκ Φρανσελέ, ενός περιθωριακού πρώην δημοσιογράφου. Αυτός θα την παρασύρει στο σκάνδαλο ELF, της μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας, που έσκασε στη ζωή της σαν τελευταίο χτύπημα.
Το 1991 ο Φρανσελέ και ο Αντρέ Γκελφί, υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας, φιλοδοξούσαν να εκμεταλλευτούν πετρελαιοπηγές στο Ουζμπεκιστάν, αλλά ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας αρνούνταν να διαπραγματευθεί με μια μη δημοκρατική χώρα. Οι δύο συνεταίροι αποφάσισαν να ζητήσουν από τη Φρανσουάζ να μεσολαβήσει ώστε ο φίλος της γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν να δεχθεί τον Γκελφί στο προεδρικό μέγαρο.
Υπολογιζόταν ότι από τη συμφωνία θα έβγαζαν 17.000.000 ευρώ και η Σαγκάν θα μπορούσε να πάρει τα μισά. Η συμφωνία έκλεισε, ο Μιτεράν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη Φρανσουάζ. Δύο χρόνια αργότερα ζήτησε από τον Μιτεράν να δεχθεί στο Μέγαρο των Ηλυσίων τον πρόεδρο του Ουζμπεκιστάν Ιβάν Καρίμοφ. Το 1994, κατά τη διάρκεια ενός επίσημου ταξιδιού, ο Φρανσουά Μιτεράν πραγματοποίησε μια απρόβλεπτη επίσκεψη στο Ουζμπεκιστάν και το 1995 ο Καρίμοφ βρισκόταν στη Γαλλία. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Αντρέ Γκελφί κλείστηκε στη φυλακή με την κατηγορία ότι δέχθηκε αμοιβή 40 εκατ. γαλλικών φράγκων από εξωκυβερνητικές πηγές. Δήλωσε ότι η Σαγκάν είχε λάβει προμήθεια ύψους 4 εκατ. γαλλικών φράγκων. Ποτέ όμως δεν βρέθηκε στοιχείο που να πιστοποιεί την ύπαρξη αυτής της συναλλαγής.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2003 καταδικάστηκε σε δώδεκα μήνες φυλάκιση με αναστολή για φορολογική απάτη. Της πήραν τη βίλα και τα συγγραφικά της δικαιώματα, παρόντος και παρελθόντος. Δεν είχε λεφτά ούτε για ένα πακέτο τσιγάρα. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Η κοκαΐνη της είχε ρουφήξει το αίμα, είχε απορροφήσει κάθε ικμάδα ζωντάνιας. Λίγο πριν από τον θάνατό της πήγε στην Πορτογαλία με τη φίλη της Φλοράνς. Κατέβαινε στην παραλία με μια μπουκάλα ουίσκι ανά χείρας. Ζούσε τις τελευταίες της στιγμές.
Πέθανε το 2004 σε ηλικία 69 ετών.