Μετά από σχεδόν τρία εφιαλτικά χρόνια στα χέρια των τζιχαντιστών του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους, η Χέιζα Σανκάλ αναπνέει πλέον αέρα ελευθερίας. Και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα της στο βόρειο Ιράκ για να πολεμήσει τους ισλαμιστές εξτρεμιστές και «να πάρει εκδίκηση».
Το καλοκαίρι του 2014 καθώς οι σουνίτες εξτρεμιστές του ISIS προήλαυναν στο Ιράκ και τη Συρία δεκάδες χιλιάδες μέλη της κουρδικής θρησκευτικής μειονότητας των Γιαζίντι, στην οποία ανήκει και η Χέιζα, εγκατέλειψαν τις πατρογονικές τους εστίες και κατέφυγαν στα όρη Σιντζάρ.
Όμως οι τζιχαντιστές έφθασαν και εκεί. Δολοφόνησαν τους άνδρες, αιχμαλώτισαν τα παιδιά για να τα εκπαιδεύσουν ως «στρατιώτες του χαλιφάτου» και πούλησαν τις γυναίκες και τα κορίτσια ως σκλάβες του σεξ.
«Όταν έγινε το μακελειό στο Σανκάλ (κουρδική ονομασία του Σιντζάρ) ήμουν μια απ’ αυτές που απήγαγε το ISIS», λέει η Χέιζα. «Με πούλησαν πολλές φορές σε σκλαβοπάζαρα».
Όταν τελικά απελευθερώθηκε, έφθασε «στα χέρια των συντρόφων», που την πήγαν πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα της, στην πόλη Σιντζάρ του βορείου Ιράκ, όπου έγινε μέλος γυναικείας αντάρτικης ομάδας που πολεμούσε τους ισλαμιστές εξτρεμιστές.
«Έμεινα έκπληκτη όταν είδα ότι υπήρχε μια στρατιωτική δύναμη που είχε αναλάβει την προστασία του Σανκάλ. Έτσι αποφάσισα να ενταχθώ σ’ αυτήν και να πάρω εκδίκηση.
Κουβαλώ αυτό το όπλο για να πάρω εκδίκηση από τον Αμπού Χασάν, τον Αμπού Γιουσούφ και τον Αμπού Σαάντ, που με βασάνισαν όπως και πολλές άλλες», είπε.
Υπολογίζεται ότι περίπου 9.900 Γιεζίντι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν το καλοκαίρι του 2014, όταν οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους» κατέλαβαν το όρος Σιντζάρ. Από αυτούς οι 3.100 έπεσαν θύματα άγριας δολοφονίας – οι τζιχαντιστές τους αποκεφάλισαν ή τους έκαψαν ζωντανούς.