Χωρίς πολλές κινηματογραφικές πρεμιέρες η δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου, με την ερμηνεία του Τομ Χανκς στον «Κύκλο», να κερδίζει το ενδιαφέρον μας.
Στις νέες ταινίες, το τρίτο μέρος του «Πλανήτη των Πιθήκων» και το ισπανικό θρίλερ «Το Μπαρ».
Ο Kύκλος, (The circle)
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Πόνσολντ
Παίζουν: Εμα Γουάτσον, Τομ Χανκς, Τζον Μπογιέγκα
Όταν η Μέι προσλαμβάνεται στην μεγαλύτερη και πιο ισχυρή εταιρία τεχνολογίας και social media στον κόσμο, θεωρεί ότι αυτή είναι η ευκαιρία της ζωής της. Καθώς ανέρχεται στην ιεραρχία, ενθαρρύνεται από τον ιδρυτή της εταιρίας Ίμον να συμμετέχει σε ένα επαναστατικό πείραμα που ξεπερνάει τα όρια της ιδιωτικότητας, της ηθικής και τελικά κάθε προσωπικής ελευθερίας.
Βασισμένο στο best-seller του Ντέιβ Έγκερς που πραγματεύεται τη ζωή στην εποχή των social media, ο Τζέιμς Πόνσολντ στήνει ένα ψυχολογικό θρίλερ, με σαφείς επιρροές από το «1984» του Όργουελ και το «Truman show», όσο αφορά τουλάχιστον στην ψυχολογική βία και στον έλεγχο της ιδιωτικότητας που ασκείται στον σύγχρονο κόσμο.
Αν και η ταινία εκτυλίσσεται σε ένα απολύτως αναγνωρίσιμο περιβάλλον, κι όχι σε κάποιο δυστοπικό μέλλον, περιγράφει, αν και συχνά με λαϊκιστική διάθεση, τον μηχανισμό με τον οποίο οι κολοσσοί της αγοράς επιχειρούν να ελέγξουν την προσωπική ζωή των πολιτών προς όφελός τους και το πώς στήνεται ένας «κύκλος» απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.
H Μέι Χόλαντ, μια νεαρή γυναίκα από μικροαστική οικογένεια, προσλαμβάνεται στον Κύκλο, την ισχυρότερη διαδικτυακή εταιρία παγκοσμίως, μετά από μια πολύ δύσκολη συνέντευξη. Φιλόδοξη μα και ιδεαλίστρια, θέλει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της ζωής της.
Ο Κύκλος έχει κατορθώσει να ενοποιήσει τα προσωπικά μέιλ των χρηστών του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις τραπεζικές συναλλαγές και τις αγορές σε ένα δικό του παγκόσμιο σύστημα που παρέχει μόνο μία διαδικτυακή ταυτότητα.
Η Μέι κατενθουσιάζεται και απολαμβάνει τις παροχές του Κύκλου, που στην ουσία εγκλωβίζει τα μέλη του σε μια ψευδή ουτοπία.
Η ιδιωτική ζωή της Μέι, αλλά και των κοντινών της ανθρώπων γίνεται αντικείμενο συνεχούς παρακολούθησης, όταν εκείνη αποφασίζει να φορέσει μια μικροσκοπική κάμερα, που καταγράφει την καθημερινότητα της, για να υπερασπιστεί, όπως διατείνεται, τα πλεονεκτήματα της εταιρείας της.
Οι συνέπειες όμως για την ίδια όσο και τους γύρω της είναι τραγικές.
Ο Τζέιμς Πόνσολντ παρουσιάζει αρχικά την ευδαιμονική εικόνα του Κύκλου, κινηματογραφώντας τους χώρους της εταιρείας ως έναν επίγειο παράδεισο, που τον μετατρέπει σε εφιάλτη. Αλλοιώνοντας σταδιακά ακόμα και την εξωτερική εικόνα σχεδόν όλων των ηθοποιών του, σκιαγραφεί την πορεία του ατόμου μέσα στον Κύκλο, που από υγιής και χαμογελαστός ενσαρκωτής του «ονείρου» γίνεται ένα άρρωστο πλάσμα, καταρρακωμένο και ανίκανο να δράσει.
Η Έμμα Γουάτσον ανταποκρίνεται στο ρόλο της Μεϊ, χωρίς να εντυπωσιάζει, ενώ ο Τομ Χανκ υιοθετεί το γιάπικο στυλ του ιδρυτή του Κύκλου κάτω από το όποιο κρύβονται συνεχώς τα πραγματικά του κίνητρα, που ο καλός αυτός ηθοποιός δεν αφήνει ούτε σε μια σκηνή ανεκμετάλλευτα.
Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Σύγκρουση, (War for the Planet of the Apes)
Σκηνοθεσία: Ματ Ριβς
Παίζουν: Άντι Σέρκις, Γούντι Χάρελσον, Τζούντι Γκριρ, Αμάια Μίλερ, Στιβ Ζαν, Τάι Όλσον
Στο τρίτο κεφάλαιο της εξαιρετικά επιτυχημένης blockbuster σειράς ταινιών, οι πίθηκοι μπλέκονται σε μία φονική μάχη, με έναν στρατό ανθρώπων υπό την ηγεσία ενός αδίστακτου Συνταγματάρχη.
Μετά τις ανυπολόγιστες απώλειες των πιθήκων, ο Σίζαρ παλεύει με τα πιο σκοτεινά του ένστικτα και ξεκινά μία προσωπική αναζήτηση, ώστε να εκδικηθεί για το είδος του.
Όταν το ταξίδι του τους φέρει αντιμέτωπους πρόσωπο με πρόσωπο, ο Σίζαρ και ο συνταγματάρχης θα αναμετρηθούν σε μία επική μάχη που θα κρίνει τη μοίρα των δύο ειδών, αλλά και το μέλλον του πλανήτη.
Η τρίτη ταινία του επιτυχημένου franchise, δια χειρός Ματ Ριβς, μπορεί μεν να μην διαθέτει καμία πρωτότυπη ιστορία, όμως έχει επική ατμόσφαιρα, που συνδυάζεται με στoιχεία επιστημονικής φαντασίας και εντυπωσιακά εφέ, κι ενώ προορίζεται για ψυχαγωγία, τολμάει ένα ενδιαφέρον κοινωνικο-πολιτικό σχόλιο.
Στο τρίτο κεφάλαιο της blockbuster τριλογίας, το μέλλον της ανθρωπότητας απειλείται και η ειρήνη ανάμεσα σε ανθρώπους και πιθήκους έχει διαταραχτεί.
Ο Σίζαρ πρέπει να διαλέξει μεταξύ ηθικής και επιβίωσης, όταν βλέπει τους ανθρώπους να προελαύνουν, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει την δική του προσωπική τραγωδία.
Μαζί του οι αγαπημένοι του σύντροφοι αλλά κι ένα μικρό κορίτσι που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των δύο ειδών.
Ο Συνταγματάρχης όμως με τις φασιστικές του μεθόδους και τα στρατόπεδα εργασίας, όπου εξαθλιώνει τους πιθήκους, θα σταθεί εμπόδιο όχι μόνο στον δρόμο για την ελευθερία, αλλά και στην προσωπική ολοκλήρωση του Σίζαρ, που θα πρέπει να ξεπεράσει το μίσος του και να συγχωρέσει.
Ο Ματ Ριβς, κινηματογραφώντας σε φιλμ 65 χιλιοστών κι έχοντας ως σύμμαχό του το εκπληκτικό soundtrack του βραβευμένου με Όσκαρ, Μάικλ Τζιακίνο, δημιουργεί μέσα στα χιονισμένα τοπία υποβλητικές ατμόσφαιρες, διαχειρίζεται με μαεστρία την έλλειψη πολλών διαλόγων και προσδίδει αναπάντεχες διαστάσεις σε μια ιστορία που δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, έχει όμως ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ισχυρούς συσχετισμούς με την σημερινή πραγματικότητα, και καταφέρνει παρά τη μεγάλη της διάρκεια να αποφύγει τις φλυαρίες και τον διδακτισμό, ενώ δεν λείπουν οι εύστοχες και καλά δουλεμένες αναφορές σε σημαντικά ιστορικά κεφάλαια (στρατόπεδα εργασίας, Ολοκάυτωμα, Πόλεμος του Βιετνάμ), καταγράφοντας έτσι με μια βίαιη ποιητικότητα την αναπόφευκτη κατάληξη κάθε φασιστικού υβριδίου.
Ο Άντι Σέρκις, που έχει υποδυθεί και το Γκόλουμ στον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», για ακόμα μια φορά πίσω από το προσωπείο του ρόλου του, δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία συνεπικουρούμενος από τα τελευταίας τεχνολογίας ειδικά εφέ της Weta Digital, ενώ ο δύο φορές προτεινόμενος για Όσκαρ, Γούντι Χάρελσον στον ρόλο του Συνταγματάρχη, αποτυπώνει με αδρές γραμμές την παράνοια των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Συγκινητική και η μικρή Αμάια Μίλερ ως Νόβα, που με την ευαισθησία της δίνει μια νέα πνοή στο τρίτο κεφάλαιο της ιστορίας.
Βρε καλώς τους! (A bras ouverts)
Σκηνοθεσία: Φιλίπ Ντε Σοβερόν
Παίζουν: Κριστιάν Κλαβιέ, ΆριΑμπιτάν, Έλσα Ζίλμπερσταϊν
Ένας γνωστός διανοούμενος με αριστερές πεποιθήσεις υποστηρίζει την ανάγκη να προσφέρουμε άσυλο σε όσους το χρειάζονται.
Όταν στριμώχνεται σε ένα talk show από τον παρουσιαστή για το πρόβλημα των Ρομά, δέχεται μια πρόκληση: να ανοίξει το σπίτι του και να τους φιλοξενήσει.
Μια άνευρη κωμωδία από τον σκηνοθέτη του « Θέε μου , τι σου κάναμε», που στηλιτεύει την υποκρισία της αστικής τάξης και του δυτικού κόσμου σε σχέση με το φαινόμενο του ρατσισμού, όμως δεν καταφέρνει να αποδείξει ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι εφικτή.
Ένας διανοούμενος συγγραφέας, που προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων άσυλο, καλείται να κάνει πράξη τις θεωρίες του και να φιλοξενήσει στον κήπο του μια οικογένεια από την Ρουμανία που αναστατώνει τη γαλήνη του.
Επειδή όμως το καινούργιο του βιβλίο ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει, πρέπει να κάνει την καρδιά του πέτρα και να ανεχτεί την φασαριόζικη ιδιοσυγκρασία των φιλοξενούμενων του , προκειμένου να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά και να κλείσει το στόμα του βασικού του αντιπάλου.
Ο ίδιος θα βρεθεί σε ηθικά διλήμματα για να καταλάβει πόσο απέχει η θεωρία από την πράξη.
Σταδιακά βέβαια θα αποκτήσει μια σχέση με τους Ρομά που έχουν κατοικοεδρεύσει στο γκαζόν του, ο γιος του θα ερωτευτεί την κόρη τους, η γυναίκα του θα γοητευτεί από την παράδοση και την κουλτούρα τους, μέχρι που όλα θα αποδειχτούν μια τρομερή πλάνη.
Σίγουρα η πρόθεση των σεναριογράφων και του σκηνοθέτη είναι να σατιρίσουν τον δυτικό κόσμο που επιμένει να μιλάει αλλά όχι και να πράττει κατά των ρατσιστικών συμπεριφορών.
Βάζοντας μάλιστα ως αντίπαλό του κεντρικού πρωταγωνιστή έναν ομοφυλόφιλο ρατσιστή, προσπαθεί μέσα από ένα οξύμωρο σχήμα να αποδείξει τον παραλογισμό της κοινωνίας μας.
Όμως η παρουσίαση της κοινότητας των Ρομά στα όρια της νοητικής καθυστέρησης, αλλά και η κομπίνα που τελικά εξυφαίνεται εις βάρος του συγγραφέα, συχνά φέρνουν σε αμηχανία τον θεατή, που δεν ξέρει αν όντως οι δημιουργοί πιστεύουν ότι η αποδοχή του Άλλου είναι δυνατή.
Τελικά μέσα από μια σειρά παρατραβηγμένων σκηνών και κοινότοπων αστείων, που συχνά καταλήγουν στον χαβαλέ, καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό που μας χωρίζει, αλλά αυτό που μας ενώνει μοιάζει ακαθόριστο.
Το Μπαρ (El bar)
Σκηνοθεσία: Άλεξ Ντε Λα Ιγκλέσια
Παίζουν: Μπλάνκα Σουαρέζ, Μάριο Κασας, Τερέλε Πάβεζ
Ένα μπαρ, ένα συνηθισμένο μεσημέρι. Θαμώνες κάθονται μαζί με περαστικούς και μοιράζονται τηγανητά, γλυκά και σάντουιτς με ψητό ζαμπόν και τυρί.
Η ζωή κυλάει κανονικά μέχρι που ένας πελάτης βγαίνει από το μπαρ και πυροβολείται στη μέση της έρημης πλατείας.
Οι θαμώνες κοιτάνε αποσβολωμένοι, μέχρι που κάποιος αποφασίζει να βγει έξω να δει τι γίνεται, για να καταλήξει και αυτός με μία σφαίρα.
Όλοι προσπαθούν να καταλάβουν, γιατί κανείς δεν τολμά να βγει να βοηθήσει τους δύο άντρες: ίσως να υπάρχει ένας τρελός που πυροβολεί από κάποια οροφή.
Η πλατεία παραμένει επικίνδυνα άδεια και τα τηλέφωνα δεν έχουν σήμα. Μέσα στον πανικό, παρατηρούν ότι κάποιος μετακίνησε τα πτώματα. Και τότε η φαντασία οργιάζει για να καταλήξουν σε μία ιδέα: Και αν ο κίνδυνος βρίσκεται μέσα στο μπαρ;
Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος, αλλά και πρώην συγγραφέας κόμικς, «γκόθικ καλλιτεχνικός απόγονος του Πέδρο Αλμοδόβαρ» (όπως έχει χαρακτηριστεί), Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια εξομολογείται για τη νέα του ταινία: «Ένα από τα θέματα που κινηματογραφικά με ενδιαφέρουν είναι η αίσθηση του να είσαι παγιδευμένος.
Προσπαθήσω να εκφράσω οπτικά τα συναισθήματα που εξηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Στην ταινία, ένα γκρουπ χαρακτήρων υποβάλλονται στο μαρτύριο της αίσθησης του να είσαι παγιδευμένος σε μια κατάσταση που δεν μπορεί να επιλυθεί.
Κάποιος πυροβολεί από έξω: ο θάνατος, στην παράλογη πραγματικότητά τους, περιμένει από την άλλη πλευρά της πόρτας, αν τολμήσουν να την ανοίξουν. Στον «Εξολοθρευτή Άγγελο», ο Μπουνιουέλ μάς λέει να μην ψάχνουμε για απαντήσεις, αλλά να μιμηθούμε τον ρυθμό της ερώτησης. Αν το παράλογο είναι ο ρυθμός του πραγματικού, τότε ας το αναπαραστήσουμε!»
Η δεσποινίδα και ο αλήτης (Baryshnya i khuligan), Βωβή -Ρωσία 1918
Σκηνοθεσία: Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Ευγένι Σλαβίνσκι
Σενάριο: Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι,Εντμόντο ντε Αμίτσις
Παίζουν: Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, Αλεξάντρα Ρεμπίκοβα, Φιόντορ Ντουνάγιεφ.
Μια νέα γυναίκα φτάνει στο σχολείο που πρέπει να διδάξει για πρώτη φορά. Το καθήκον της είναι να μάθει σε μια τάξη ενηλίκων ανάγνωση και γραφή.
Οι μαθητές της είναι άντρες και μικρά αγόρια, όλοι δύσκολοι στον χειρισμό και ερειστικοί.
Ο αλήτης -τον οποίο παίζει ο Μαγιακόφσκι- την ερωτεύεται και της γράφει στο χαρτί του διαγωνίσματος ότι την αγαπάει. Η νεαρή δασκάλα καταλαμβάνεται από άγχος.
Τελικά συνειδητοποιεί πως η αγάπη του αγοριού είναι αληθινή, όταν αυτός πια βρίσκεται ξαπλωμένος ετοιμοθάνατος, μαχαιρωμένος από τους υπόλοιπους μαθητές. Εκείνη τον παρηγορεί φιλώντας τον γλυκά.
Μια ταινία - ποίημα αφιερωμένη στην Λίλι Μπρίκ, την μούσα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι και της Ρώσικης Πρωτοπορίας. Γυρίστηκε στην Αγία Πετρούπολη, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες. Πρόκειται για τη μοναδική ταινία του Μαγιακόφσκι που έχει σωθεί.
Για το σενάριο, ο Ρώσος ποιητής βασίστηκε στο διήγημα του Ιταλού συγγραφέα, Εντμόντο ντε Αμίτσις, «Η δασκάλα των εργατών» (1895).
Για την ακρίβεια, σενάριο, αυτό καθεαυτό, δεν υπήρχε, υπήρχαν μόνο σημειώσεις του δημιουργού στα περιθώρια του βιβλίου, ενώ το κείμενο της ταινίας βασίζεται στις αναμνήσεις της Μούσας του ποιητή, Λίλι Μπρικ.