Στην εκδήλωση της ΠΡΩ-ΠΑΙΔΕΙ.Α «κατά της οπισθοδρόμησης που επιχειρείται με το σχέδιο νόμου Γαβρόγλου» παρενέβη ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε το νομοσχέδιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα, ως έναν «τεράστιο αντιπερισπασμό του παρελθόντος εις βάρος του μέλλοντος».
Ο κ. Βενιζέλος τόνισε μεταξύ άλλων ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πιέζεται αφόρητα, ιδίως μετά τα όσα έχουν συμβεί στο γήπεδο της οικονομίας, έχει κάνει μία ριζική και άτεχνη στροφή, δεν έχει μπροστά του ορίζοντα πρωτοβουλιών σε σχέση με την οικονομία και την Ελλάδα μετά το τέλος των Μνημονίων. Δεν μπορεί να αναπτύξει έναν λόγο ο οποίος είναι δήθεν ριζοσπαστικός, ανατρεπτικός, εναλλακτικός. Προκειμένου να εξισορροπήσει αυτό το αδιέξοδο εισβάλλει με βιαιότητα στο γήπεδο των θεσμών».
Ολόκληρη η παρέμβαση του κ. Βενιζέλου έχει ως εξής:
Θα ήθελα να τοποθετήσουμε το νομοσχέδιο Γαβρόγλου στα πολιτικά του συμφραζόμενα, δεν πρόκειται για μία ιδεοληψία ούτε για μία μεμονωμένη κίνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ πιέζεται αφόρητα, ιδίως μετά τα όσα έχουν συμβεί στο γήπεδο της οικονομίας, έχει κάνει μία ριζική και άτεχνη στροφή, δεν έχει μπροστά του ορίζοντα πρωτοβουλιών σε σχέση με την οικονομία και την Ελλάδα μετά το τέλος των Μνημονίων. Δεν μπορεί να αναπτύξει έναν λόγο ο οποίος είναι δήθεν ριζοσπαστικός, ανατρεπτικός, εναλλακτικός. Προκειμένου να εξισορροπήσει αυτό το αδιέξοδο εισβάλλει με βιαιότητα στο γήπεδο των θεσμών. Βλέπουμε τι γίνεται σε σχέση με το Σύνταγμα και την αναθεώρηση, σε σχέση με τα μέσα ενημέρωσης, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, σε σχέση με την τοπική αυτοδιοίκηση και την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Βλέπουμε τι γίνεται με το βαθύ κράτος. Και ο χώρος των Πανεπιστημίων –τα Πανεπιστήμια είναι πάντα ένας ιδεολογικός μηχανισμός, δεν είναι μόνον ένας μηχανισμός εκπαιδευτικός, ερευνητικός, επιχειρησιακός– ο χώρος των Πανεπιστημίων λοιπόν είναι από πλευράς συμβολικής και ιδεολογικής πάρα πολύ σημαντικός. Δίνει, λοιπόν, το μήνυμα ενός δήθεν ριζοσπαστισμού με την μορφή του απόλυτου συντηρητισμού.
Ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ο λαϊκισμός είναι συνώνυμος του απόλυτου συντηρητισμού, της ακινησίας, είναι η στροφή στο παρελθόν, αλλά αυτό δεν το κάνει επειδή θέλει να εμφανίσει ένα ιδεολόγημα στην ανώτατη εκπαίδευση. Το κάνει ως πράξη αντιρρόπησης του αδιεξόδου στην οικονομική πολιτική και θα το συνεχίσει με βιαιότητα μέσα στον αστερισμό ενεργειών που συνδέονται με τον εκβιασμό των θεσμών, που θέτουν πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου. Αυτά είναι τα συμφραζόμενα του νομοσχεδίου αυτού.
Δεύτερον, το ερώτημά σας σε σχέση με τους νόμους αυξημένης πλειοψηφίας. Οι μεταπλειοψηφικές εγγυήσεις σε μία δημοκρατία αντιπροσωπευτική που πρέπει να εκσυγχρονιστεί είναι απολύτως αναγκαίες. Με την αναθεώρηση του 2001, την μεταπλειοψηφική συναίνεση την έχουμε καταστήσει συνταγματική αρχή. Για να αλλάξει άμεσα ο εκλογικός νόμος θέλει πλειοψηφία δύο τρίτων. Για να ψηφιστεί ο νόμος περί της ψήφου των αποδήμων θέλει πλειοψηφία δύο τρίτων. Για να επιλεγούν οι ανεξάρτητες αρχές θέλει πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων στη διάσκεψη των Προέδρων. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες τέτοιες μεταπλειοψηφικές εγγυήσεις. Στην πραγματικότητα υπάρχει στο Σύνταγμα ο θεσμός του νόμου αυξημένης πλειοψηφίας, που δεν είναι αυξημένος ισχύος όπως παλιά, για όσους θυμούνται αυτήν την έννοια, αλλά είναι πάντως ένα ζήτημα.
Τώρα, το μεγάλο θέμα στην πραγματικότητα ποιο είναι –τελευταία μου παρατήρηση για να μη σας κουράζω– εδώ υπάρχει μία σύγκρουση αντιλήψεων. Ανεξαρτήτως από το τι έγινε από τη μεταπολίτευση έως κάποια στιγμή, κάποια στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το αίτημα ενός Πανεπιστημίου που είναι αντικρατικιστικό, ευέλικτο, επιχειρησιακό, αξιοκρατικό και λειτουργεί έτσι και στα δύο πεδία του, και το εκπαιδευτικό και το ερευνητικό. Μπορεί κάλλιστα το Πανεπιστήμιο να απελευθερωθεί και ως προς τα εκπαιδευτικά του προγράμματα –προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα– και ως προς τα ερευνητικά με απόλυτη ευελιξία. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Δεν θέλω τώρα να μπω στο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 16. Στην πραγματικότητα η διασταύρωση του εθνικού Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου επιτρέπει πλήρη ευελιξία, όπως ακριβώς έγινε και με το άρθρο 14 παρ. 9 για τα μέσα ενημέρωσης.
Το θέμα είναι τι θέλουμε να κάνουμε, ποια είναι η πολιτική βούληση, ποια είναι η νομοθετική βούληση. Μπορεί λοιπόν το Πανεπιστήμιο, το δημόσιο Πανεπιστήμιο, να πάψει να είναι κρατικιστικό, όχι κρατικό, κρατικιστικό, υπαλληλικό. Αυτό προϋποθέτει ότι έχεις ένα περιβάλλον κοινωνικό και πολιτικό, αλλά ότι έχεις και ένα ακαδημαϊκό προσωπικό που θέλει να αναλάβει το ρίσκο να κινηθεί με έναν άλλον τρόπο, δηλαδή να κινηθεί ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο και όχι υπαλληλικά, δηλαδή υποτεταγμένα σε μία πολύ συγκεκριμένη και κατεστημένη αντίληψη για το τι σημαίνει Πανεπιστήμιο. Αυτή είναι και η ατζέντα του μέλλοντος.
Η ατζέντα του μέλλοντος επίσης νομίζω ότι καταγράφεται πάρα πολύ ωραία στην έρευνα το ΙΟΒΕ. Η έρευνα του ΙΟΒΕ που μας λέει πόσοι φοιτητές παίρνουν έγκαιρα το πτυχίο τους, πόσοι απορροφώνται στην αγορά εργασίας, ποια είναι η μέση αμοιβή τους, δίνει μία τραγική εικόνα, άρα κάνει μία εξωτερική συνολική αξιολόγηση της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εκ του αποτελέσματος, από την οπτική γωνία του χρήστη, είτε χρήστης είναι ο πτυχιούχος ή ο μεταπτυχιακός ο οποίος έχει ένα δίπλωμα ή ο διδάκτορας, αλλά και η αγορά εργασίας η οποία αξιολογεί το προϊόν αυτό. Άρα, αν θέλουμε να δούμε την ατζέντα του μέλλοντος δεν θα την βρούμε μέσα στο νομοσχέδιο Γαβρόγλου. Εκεί πρέπει να κινηθεί κανείς αμυντικά, αποτρεπτικά και εν πάση περιπτώσει με μία δήλωση ότι θα ξαναγυρίσουμε στο καθεστώς το οποίο λίγο-πολύ νομίζω ότι έχουμε περιγράψει. Από εκεί και πέρα, όμως, πρέπει να ανοίξουμε την άλλη ατζέντα, διότι το νομοσχέδιο αυτό λειτουργεί ως ένας τεράστιος αντιπερισπασμός, ένας αντιπερισπασμός του παρελθόντος εις βάρος του μέλλοντος.
Σας ευχαριστώ πολύ.