Το παράπονό του και την απογοήτευσή του εκφράζει ο γνωστός επιχειρηματίας Λάκης Γαβαλάς με μήνυμά του προς τα ΜΜΕ για την περιπέτεια με την δικαιοσύνη που περνά το τελευταίο διάστημα, την ώρα που οδηγείται προς τις φυλακές της Άμφισσας, αφού προφυλακίζεται για την μη καταβολή ΦΠΑ.
Παρά το γεγονός ότι κατεβλήθη ποσό της τάξεως του 20% από το χρέος των 150.000 ευρώ για τα οποία συνελήφθη την τελευταία φορά, οι δικηγόροι του κ. Γαβαλά δεν κατάφεραν να αποφύγουν τη φυλάκιση του πελάτη τους καθώς η υπόθεση είχε φτάσει ήδη στην ανακρίτρια και πλέον έπρεπε να καταβάλει ολόκληρο το ποσό εφάπαξ για να μην κριθεί προφυλακιστέος.
Υπενθυμίζεται πως ο γνωστός μόδιστρος χρωστά συνολικά 7,5 εκατομμύρια ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο.
Οι δηλώσεις που έκανε ο Λάκης Γαβαλάς:
«Mετά την πρωτοφανή, κυριολεκτικά, περιπέτειά μου, αισθάνομαι ειλικρινά την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσοι, ιδίως συναισθηματικά και πνευματικά, έστω και από μακριά παρακολούθησαν, αυτά που ζήσαμε, η οικογένειά μου, η επιχείρησή μου και εγώ το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Εξαιτίας διαφόρων συνθηκών, μεταξύ των οποίων και η πρόσφατη οικονομική κρίση, κινδυνεύει να καταρρεύσει, αν δεν κατέρρευσε ήδη ένα οικοδόμημα, που επί πολλά χρόνια, προσπάθησα να κτίσω και έκτισα. Στο οικοδόμημα αυτό έδωσα, μέχρι τώρα, όλη μου τη ζωή. Ακόμα και η πολυτελής διαβίωση, που μου αποδίδεται, ήταν ενταγμένη μέσα, ακριβώς, στην προσπάθεια αυτή, δηλαδή της προβολής των επιχειρηματικών μου δραστηριοτήτων.
Είναι αλήθεια, ότι, εξαιτίας των ανωτέρω επιχειρηματικών ατυχημάτων οι επιχειρήσεις μου βρέθηκαν να οφείλουν κάποια ποσά. Κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια να τα διευθετήσω. Κατέφυγα στην προστασία του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπου αυτό ήταν δυνατό. Δυστυχώς δεν ήταν παντού.
Η τελευταία μου σύλληψη έγινε την ώρα που έβγαινα από το Αυτόφωρο μετά από προηγηθείσα σύλληψή μου και αφού είχα πάρει αναβολή για νόμιμο λόγο. Η αρχή που διέταξε τη σύλληψή μου, γνώριζε το γεγονός ότι είχα δικαστήριο και, εν τούτοις, δεν κίνησε, μαζί, και τις δυο δικογραφίες, ώστε να δώσω λόγο ενιαία ή τουλάχιστον διαδοχικά. Επέτρεψε, αν δεν προκάλεσε, την ταπείνωσή μου, τον διασυρμό μου, την ταλαιπωρία μου, μόνο και μόνο, κατά τη γνώμη μου, για να βγει προς τα έξω κάποιο μήνυμα.
Και ενώ ο τύπος διακηρύσσει ότι όλα αυτά γίνονται για να σπεύσουν οι οφειλέτες να ρυθμίσουν τις οφειλές τους, εν τούτοις, στην περίπτωσή μου, αυτό δεν έγινε σεβαστό. Αμέσως μετά την σύμφωνα με τα παραπάνω αιφνιδιαστική σύλληψή μου κατά την έξοδό μου από το Δικαστήριο, προσπάθησα να ρυθμίσω την οφειλή μου των 146.000 ευρώ. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν να μην τα καταφέρω (προς το παρόν δεν προσδιορίζω από ποιους κάποια στιγμή, όμως, θα φανεί.), εν τούτοις εγώ, με την βοήθεια γνωστών και φίλων που έσπευσαν να με συνδράμουν, τα κατάφερα. Έτσι εμφανίσθηκα στην κ. Ανακριτή, για την απολογία μου, αργά το μεσημέρι της Δευτέρας 30/01 έχοντας ρυθμίσει την οφειλή μου και προκαταβάλει το πληρωτέο κατά το νόμο ποσό. Παρά ταύτα, επειδή, λέει, η υπόθεσή μου βρισκόταν στην ανάκριση, δεν αρκούσε, λέει, η ρύθμιση, ούτε η πληρωμή της προκαταβολής, αλλά έπρεπε να εξοφληθεί ολόκληρο το ποσό. Αλήθεια: Ακολουθήθηκε αυτή η γραμμή σε κάποιον άλλον συλληφθέντα; Μήπως, αντιθέτως, οι συλλαμβάνοντες συμβούλευαν τους συλλαμβανομένους να ρυθμίσουν την οφειλή τους, για να βοηθηθούν στην περαιτέρω εξέλιξη της διώξεώς τους; Γιατί, λοιπόν, αυτή η διάκριση σε βάρος μου;
Ανεξαρτήτως και αυτού. Ας πούμε ότι υπάρχουν στοιχεία ενοχής. Αρκεί αυτό για να προφυλακισθεί κάποιος; Αυτό λέει το Σύνταγμα, ο Νόμος και οι Διεθνείς Συνθήκες; Είμαι Έλληνας πολίτης. Παρά την επιχειρηματική δραστηριότητά μου και τα προβλήματά της, εξακολουθώ να έχω λευκό ποινικό μητρώο. Έχω μόνιμη και γνωστή κατοικία, στην οποία, μάλιστα, συνελήφθην, όταν οδηγήθηκα στο Αυτόφωρο. Δεν είμαι ύποπτος φυγής, πράγμα που κρίθηκε ήδη δικαστικώς δυο φορές. Γι΄ αυτό και βρέθηκα και συνελήφθην, ενώ, αν ήμουν ύποπτος φυγής, θα είχα σπεύσει να κρυφτώ, να εξαφανισθώ, να μπερδέψω τις Αρχές ως προς τον τόπο κατοικίας και διαμονής μου. Ούτε, βεβαίως, διωκόμενος, μπορεί να κριθεί ότι είμαι ύποπτος τελέσεως νέων αδικημάτων;
Αυτά λέει ο νόμος και η κοινή λογική μπορεί να κρίνει αν συντρέχουν στην περίπτωσή μου. Είμαι επιχειρηματίας στο χώρο της μόδας πάνω από τριάντα χρόνια, με έδρα των επιχειρήσεων μου την Ελλάδα. Προσπαθώ, τα τελευταία δύο χρόνια, να εξυγιάνω την επιχείρηση μου και να ανακάμψω. Δυστυχώς αυτές οι προσπάθειες μου ανακόπτονται και φαίνεται ότι μάλλον τιμωρούμαι, αντί να μου δοθεί ευκαιρία να τα καταφέρω, ώστε να μπορέσω να ορθοποδήσω και πάλι. Και μαζί μου να ορθοποδήσουν οι διακόσιοι (200) περίπου, εργαζόμενοι, που δούλευαν στις επιχειρήσεις μου».