Στο 1,6% (από 2,5%) «προσγειώνει» την εκτίμησή της για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδας.
Όπως αναφέρει, αυτό συμβαίνει λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης, που σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης αποδυνάμωσαν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.
Παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, προειδοποιεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας στην ετήσια έκθεση νομισματικής πολιτικής και χτυπά «καμπανάκι» για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
«Η παράταση της εκκρεμότητας (για το χρέος) εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι» τονίζει.
Εκτιμά ότι η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η συνακόλουθη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Όλα τα παραπάνω, εφόσον πραγματοποιηθούν εγκαίρως, θα επιταχύνουν την επάνοδο στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα και θα σηματοδοτήσουν την έξοδο από την κρίση.
Τα κόκκινα δάνεια
Η Τράπεζα της Ελλάδας θεωρεί ως μείζον το θέμα των κόκκινων δανείων. Εκτιμά ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία. Και απευθύνει σήμα κινδύνου για νέες καθυστερήσεις σε σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου).
Συνολικά, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική τους δραστηριότητα. Από την άλλη πλευρά, ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί. Ειδικότερα, το Δεκέμβριο του 2016 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 16,9% (Δεκέμβριος 2015: 16,2%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17% (Δεκέμβριος 2015: 16,3%).
Γι’ αυτό η οικονομική πολιτική πρέπει πλέον να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και ειδικότερα στη συνεπή και αποφασιστική υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, στη δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη μείωση των φορολογικών συντελεστών μέσω της υιοθέτησης μέτρων που θα βελτιώνουν την εισπραξιμότητα των φόρων και των εισφορών, καθώς και με την περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Η επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα μειώσει σταδιακά την ανεργία, θα επιτρέψει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τα χρέη τους και θα δημιουργήσει τα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση και σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία χρειάζεται συνδρομή για να μειώσει το υψηλό δημόσιο χρέος. Συνεπώς, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει το οικονομικό κλίμα και θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, ή και νωρίτερα.
Προϋποθέσεις για τη μετάβαση στην ανάπτυξη
Παρά τις θετικές αλλαγές που έχουν επισημανθεί, η μεγάλη και παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών και η μείωση των επενδύσεων έχουν κληροδοτήσει στην ελληνική οικονομία τρία μείζονα προβλήματα: α) την υψηλή ανεργία, β) το μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και γ) το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών θα πρέπει να είναι τώρα άμεση προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής για να επανέλθει η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης. Συγκεκριμένα:
1. Η ανάπτυξη είναι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Για να αλλάξει η ελληνική οικονομία και να προσανατολιστεί σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, είναι αναγκαία μία σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική με τα εξής κύρια στοιχεία:
• Άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η αυξημένη έμφαση στη φορολογία μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών πρέπει να μετριαστεί υπέρ πολιτικών οι οποίες επικεντρώνονται στη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών.
• Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
• Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
• Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
• Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
• Ειδικότερα για την απασχόληση, απαιτούνται πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και θα ενθαρρύνουν τη νέα επιχειρηματικότητα.
Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ώστε να προωθηθεί η καινοτομία, προϋπόθεση για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
2. Η αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι η σοβαρότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία, στη διάρκεια των τελευταίων δύο χρόνων, έχουν λάβει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που χρόνια τώρα εμποδίζουν τις προσπάθειες των τραπεζών να επιλύσουν το πρόβλημα.
Παράλληλα, προσφάτως ολοκληρώθηκε η αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου, εξέλιξη που αναμένεται να διευκολύνει τη δραστική υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέχρι το τέλος του 2019. Συγκεκριμένα, νομοθετήθηκε η εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, προκειμένου να διευκολυνθεί ο συντονισμός μεταξύ τραπεζών και άλλων πιστωτών, συμπεριλαμβανομένων του Δημοσίου και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης.
Θεσπίστηκε η νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων που ενεργούν με καλή πίστη κατά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και παράλληλα η εφαρμογή ηλεκτρονικής πλατφόρμας πλειστηριασμών.
Ειδικότερα, η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών εκτιμάται ότι θα έχει καθοριστικό ρόλο, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα επίλυσης του προβλήματος, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.
Τα πλεονεκτήματα αυτά θα συμβάλουν στην ταχεία, αποτελεσματική και διαφανή συνολική ρύθμιση των χρεών επιχειρήσεων προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου (π.χ. εφορία, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.), ενώ οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από πλευράς πληροφόρησης και στοιχείων, για τη συμμετοχή στο μηχανισμό, κάνουν δύσκολη την αξιοποίησή του από στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Παράλληλα, θετικά εκτιμάται ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες.
Στο αμέσως προσεχές διάστημα πρέπει οι τράπεζες από την πλευρά τους να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας και να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Για τις περιπτώσεις αυτές, οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουν αυστηρές με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καθώς και να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή.
3. Η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους. Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια).
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι τα μέτρα αυτά, με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις και προβλέψεις, είναι αναγκαία για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Επομένως, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα το χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια.