Πριν από τις πωλήσεις δίσκων που άγγιξαν τα 200 εκατομμύρια, τα εκατοντάδες βραβεία και τη διεθνή αναγνώριση, η Γουίτνεϊ Χιούστον ήταν απλά η «Νίπι από το Νιούαρκ».
Αυτό, ήταν το χαϊδευτικό που της είχε δώσει ο πατέρας της, τότε ήταν ένα αφελές νεαρό κορίτσι, απροετοίμαστο για φήμη.
Ένα νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Can I Be Me» (Μπορώ να είμαι εγώ) εξετάζει πώς η Χιούστον, η οποία τραγουδούσε και είχε αποκτήσει μουσική παιδεία από μικρή ηλικία, έγινε μία από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες όλων των εποχών και αγωνίστηκε με θέματα ναρκωτικών και αλκοόλ πριν από το θάνατό της το 2012.
«Δεν γνώριζε που εισερχόταν, ήταν τόσο όμορφη και φαινόταν ότι απλά διασκέδαζε» ανέφερε ο σκηνοθέτης Νικ Μπρούμφιλντ στο Reuters.
«Παρουσιαζόταν, ξέρετε, ως η Αμερικανίδα πριγκίπισσα. Στην πραγματικότητα ήταν από το Νιούαρκ. Ήταν η Νίπι από το Νιούαρκ, το γκέτο, με τις χειρότερες φυλετικές ταραχές, όπως και στο Λος Άντζελες, σε ολόκληρη την Αμερική».
Ο Μπρούμφιλντ πέρασε δύο χρόνια ψάχνοντας σε αρχεία και μιλώντας με ανθρώπους που ήταν κοντά στη Χιούστον, η οποία άρχισε να τραγουδά σε γκόσπελ χορωδία στο Νιου Τζέρσεϋ σε ηλικία 11 ετών και ανακαλύφθηκε σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης τη δεκαετία του 1980 από τον παραγωγό δίσκων Clive Davis που καθοδήγησε την καριέρα της.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος του ντοκιμαντέρ μίλησε με σωματοφύλακες, τραγουδιστές που έκαναν φωνητικά στην Χιούστον, κομμωτές και εκείνους που προώθησαν την καριέρα της.
Το αποτέλεσμα είναι ένα πορτρέτο μιας «τραγικής» γυναίκας που αναγκάζεται να αποκρύψει τον αληθινό της εαυτό.
Απέκτησε παγκόσμια φήμη μετά τις επιτυχίες «I Will Always Love You» - το τραγούδι από την ταινία «The Bodyguard» (Ο Σωματοφύλακας) με την οποία έκανε ντεμπούτο στον κινηματογράφο με συμπρωταγωνιστή τον Κέβιν Κόστνερ το 1992 – και το «The Greatest Love of All».
Η Χιούστον κέρδισε έξι Grammys και περισσότερα από 400 άλλα βραβεία στην 25ετή καριέρα της, η οποία χάθηκε από προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ και έναν ταραχώδη γάμο με τον τραγουδιστή Μπόμπι Μπράουν. Πέθανε το 2012 από πνιγμό σε μπανιέρα ξενοδοχείου. Ήταν 48 ετών.
«Δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει όλα αυτά, φρόντιζε τόσους πολλούς ανθρώπους και πάντα δεχόταν κριτική και νομίζω ότι αυτό εντεινόταν ολοένα και περισσότερο, γνωρίζετε ότι σύρθηκε στα ναρκωτικά. Νομίζω ότι αυτό συνέβη πραγματικά», δήλωσε ο Μπρούμφιλντ.
«Δεν είχε τον έλεγχο της ζωής της»
Η Χιούστον έπρεπε να καταπνίγει τον αληθινό εαυτό της καθ 'όλη τη διάρκεια της ζωής της, εξαιτίας διάφορων παραγόντων, της μητέρας της, Σίσι Χιούστον, της πιεστικής δισκογραφικής της εταιρείας, Arista, του συζύγου της, Μπόμπι Μπράουν, τον οποίο συντηρούσε, της σεξουαλικής της σύγκρουσης. Και του βουνού των ναρκωτικών που δοκίμαζε για να ξεφύγει απ’ όλα αυτά.
Δεν είχε τον έλεγχο της ζωής της, ανέφερε ο σκηνοθέτης σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «The Guardian».
Ο Βρετανός σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία μιας σταρ που αισθάνεται στην καρδιά της ότι δεν αξίζει πραγματικά την επιτυχία σε αυτό αδιανόητο επίπεδο και ότι πρέπει να πληρώσει ως τίμημα την προσωπική δυστυχία και τη δαπανηρή, οδυνηρή διατήρηση της οικογένειας.
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει το παρελθόν της στο γκέτο, τη ζωή με την οικογένειά της, τη σχέση της με την παιδική της φίλη Robyn Crawford, μια σχέση που λέγεται ότι ήταν σεξουαλική, αλλά και βαθιάς αγάπης και εμπιστοσύνης, τη μοιραία έλξη της για τον Μπόμπι Μπράουν και συνδυάζει τα κομμάτια της τέχνης και της τραγωδίας.
Το ντοκιμαντέρ «Whitney: Can I Be Me», σε σκηνοθεσία Ρούντι Ντόλεζαλ και Νικ Μπρούμφιλντ προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Τραϊμπέκα και βγήκε αυτήν την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες.