Η Νέα Δημοκρατία κατέθεσε αίτημα για προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τη συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση στο Eurogroup.
Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης ζητά την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία με στόχο -όπως λένε στην αξιωματική αντιπολίτευση- να μάθει ο ελληνικός λαός την αλήθεια μετά τις αποφάσεις του Eurogroup και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση.
Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τονίζει πως η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος έκλεισε με 16 μήνες καθυστέρηση, μια καθυστέρηση που, όπως λέει, προκάλεσε πολύ μεγάλο κόστος στους Έλληνες πολίτες και συνολικά στην οικονομία.
Το πολιτικό θερμόμετρο αναμένεται να ανέβει στα ύψη, αφού από τη μία πλευρά η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη συμφωνία και από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση υποστηρίζει πως «παρά το ότι ψήφισε ένα σκληρότατο τέταρτο Μνημόνιο, με νέα μέτρα μέχρι το 2022 και πολύ ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δεν πήρε καμία ουσιαστική, θετική απόφαση για το χρέος, παρά τις διαβεβαιώσεις του κ. Τσίπρα προς τους βουλευτές του για να το ψηφίσουν».
«Η κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πολυετή λιτότητα»
«Η κυβέρνηση οδήγησε τη χώρα σε πολυετή λιτότητα. Για να μάθει ο ελληνικός λαός την αλήθεια, ζητώ τη διενέργεια προ ημερησίας διατάξεως συζήτησης με θέμα την οικονομία, τις αποφάσεις του Eurogroup και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η κυβέρνηση», καταλήγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Οι γκρίζες ζώνες της συμφωνίας
Όσον αφορά το χθεσινό Eurogroup στο Λουξεμβούργο, όχι απλώς γεμάτο, αλλά ξεχειλισμένο βλέπει η ελληνική πλευρά το ποτήρι της συμφωνίας που επετεύχθη, παρά το ότι βασικά ερωτήματα για την προοπτική της οριστικής εξόδου από το τούνελ παραμένουν αναπάντητα.
Αν και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος εμφανίστηκε ανακουφισμένος, πλην όμως συγκρατημένος για τα αποτελέσματα του Eurogroup, επισημαίνοντας ότι μετά από τόσες θυσίες οι πολίτες ίσως περίμεναν περισσότερα, στην Αθήνα την ίδια ώρα το κλίμα ήταν σχεδόν πανηγυρικό.
Δικαιολογείται, άραγε, αυτό το κλίμα ευφορίας;
Κατ’ αρχάς, όποιος παρακολούθησε τη συνέντευξη Τύπου των Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί, Ρέγκλινγκ, Λαγκάρντ και έχοντας ως φόντο τις διεργασίες των τελευταίων 24ώρων, διαπίστωσε με ευκολία ότι όντως οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να ενισχύσουν τη ρητορική για το αναπτυξιακό σκέλος, προαναγγέλλοντας μάλιστα τη δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Είναι κακό αυτό; Ασφαλώς όχι, αλλά ο προφανής και πρωταρχικός στόχος των Ευρωπαίων δεν είναι να ρίξουν χρήμα στην ταλαιπωρημένη από βαθιά ύφεση ελληνική οικονομία, αλλά να ρίξουν «γέφυρες» προς την πλευρά του ΔΝΤ, το οποίο εξακολουθεί να έχει πολύ χαμηλότερες προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Υπενθυμίζεται ότι και κατά την υπογραφή του 3ου Μνημονίου, το καλοκαίρι του 2015, υπήρξαν θερμές δεσμεύσεις για τον αναπτυξιακό βραχίονα του νέου προγράμματος, αλλά τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται εκ του αποτελέσματος ως φτωχά.
Η «καρδιά» της συμφωνίας για το χρέος
Στο τεχνικό μέρος των ανακοινώσεων για το χρέος υπάρχουν τρία σημεία που ουσιαστικά αποτελούν την «καρδιά» της συμφωνίας:
- Ο προσδιορισμός -έστω σε γενικές γραμμές- του δημοσιονομικού μονοπατιού, δηλαδή των πλεονασμάτων.
- Μια πρώτη εξειδίκευση των δυνητικών επιμηκύνσεων των δανείων του EFSF.
- Η πρόβλεψη ενός μηχανισμού που συνδέει την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων με το ΑΕΠ, όπως δηλαδή πρότεινε η γαλλική πλευρά.
Είναι, όμως, τόσο ξεκαθάρα τα πράγματα;
Κατ’ αρχάς, η πρόβλεψη για τα πλεονάσματα ως το 2060 τα ορίζει στο 2% ή λίγο παραπάνω. Όντως, το προσχέδιο του Μαΐου έβαζε τον πήχη στο 2,2% ή στο 2,6% σύμφωνα με άλλο σενάριο και από αυτή την άποψη η συμφωνία της 15ης Ιουνίου είναι πιο θετική. Από την άλλη, όμως, είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία καταδικάζεται σε λιτότητα διαρκείας, με πλεονάσματα που είναι αμφίβολο αν μπορεί να πετύχει. Αυτή, άλλωστε, είναι μια από τις βασικές ενστάσεις του ΔΝΤ, που συνδυάζεται και με πολύ χαμηλότερες προβλέψεις ανάπτυξης.
Στην αναδιάρθρωση των δανείων (reprofiling), η ελληνική πλευρά εστιάζει στο ότι έγινε για πρώτη φορά εξειδίκευση των όσων όριζε γενικώς και αορίστως η απόφαση του περσινού Μαΐου. Ωστόσο, η σύγκριση με το προσχέδιο του φετινού Μαΐου δείχνει ότι πέρασε η γερμανική γραμμή και συγκεκριμένα η διατύπωση «0-15 έτη», αντί «ως 15 έτη», με προφανείς στόχους.
Όσον αφορά στον μηχανισμό σύνδεσης ελάφρυνσης χρέους - ΑΕΠ, μπορεί να προβάλλεται από την ελληνική πλευρά ως τεράστια νίκη, ωστόσο μια προσεκτική ανάγνωση του ανακοινωθέντος του Eurogroup δείχνει ότι μάλλον αποτελεί προϊόν διπλωματικού συμβιβασμού μεταξύ του «παλιού» Σόιμπλε και του «νέου» Λεμέρ, καθώς η εξειδίκευσή του παρεπέμπεται στο τέλος του προγράμματος, μαζί με όλα τα υπόλοιπα μέτρα ελάφρυνσης, για τα οποία -σημειωτέον- δεν απαλείφθηκε ο όρος «αν χρειαστούν».
Ποιες είναι οι επόμενες κινήσεις;
Πότε μπορεί και προτίθεται η Ελλάδα να «πατήσει» πάνω στη συμφωνία για να βγει στις αγορές;
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι μεταξύ των κερδών της συμφωνίας είναι πως το ΔΝΤ δεν θεωρεί, πλέον, μη βιώσιμο το χρέος. Η αλήθεια είναι ότι το Ταμείο εξακολουθεί να θεωρεί μη βιώσιμο το χρέος και γι’ αυτό καταφεύγει στη ξεχασμένη πρακτική της χορήγησης τριτοκοσμικού πακέτου βοήθειας, χωρίς δηλαδή άμεση εκταμίευση.
Ως εκ τούτου, η επικείμενη ανάλυση βιωσιμότητας, που αναμένεται στα μέσα Ιουλίου, θα είναι «γκρίζα», αν όχι «μαύρη», αφού, όπως επεσήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ, μπορεί να έγινε το πρώτο, θετικό βήμα εξειδίκευσης των μέτρων ελάφρυνσης, αλλά δεν υπάρχει ακόμα το στοιχείο για το πόσο θα ελαφρυνθεί το χρέος, έτσι ώστε να κριθεί αν αυτό καθίσταται βιώσιμο ή όχι.
Ενδεικτική είναι η πρώτη αντίδραση των Financial Times και της WSJ, που εστιάζουν στην έγκριση της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ και παρατηρούν ότι οι Ευρωπαίοι αρνήθηκαν την ελάφρυνση του χρέους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος απέφυγε να απαντήσει για το πότε θα κάνει η Ελλάδα δοκιμαστική έκδοση και παρέπεμψε στον ΟΔΔΗΧ, λέγοντας ότι δεν είναι πολιτική απόφαση, ενώ όσον αφορά στην ένταξη στο QE, που αποτελούσε μέχρι πρότινος κεντρικό αφήγημα της κυβέρνησης, σημείωσε ότι δεν μπορεί να προδικάσει τις αποφάσεις της ΕΚΤ, την ώρα που η Φρανκφούρτη με μια μάλλον χλιαρή ανακοίνωση χαρακτήριζε τις συζητήσεις στο Eurogroup απλά ως «πρώτο βήμα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους».