Χορευτική μέθεξη και χρονομηχανές στις αίθουσες - iefimerida.gr

Χορευτική μέθεξη και χρονομηχανές στις αίθουσες

NEWSROOM IEFIMERIDA.GR

Ο Wim Wenders με την Pina ξεπουλάει την Pina Bausch στους πλασιέ της 3D τεχνολογίας, κι ο Duncan Jones με το Source Code ψάχνει τα πατήματά του στα χολιγουντιανά μετερίζια.

Δεν χρειάζεται να σου πω πόσο μεγάλο στοίχημα είναι για τη χολιγουντιανή παραγωγή η εδραίωση του στερεοσκοπικού 3D ως η μόνη βιώσιμη επιλογή για το μέλλον μιας βιομηχανίας που τρεκλίζει απ’ τη ζαλάδα της πειρατείας, και της γενικότερης αδιαφορίας του κοινού της απέναντι στο αναμάσημα της στερεμένης δημιουργικότητάς της. Κάτι θα’ χεις πάρει χαμπάρι φαντάζομαι, τόσο που σου έχουν τρίψει στη μούρη τα γυαλιά τους τα τελευταία χρόνια, με tentpole καταστάσεις σαν το Clash of the Titans, ας πούμε, να στήνονται σχεδόν αποκλειστικά για να προμοτάρουν την 3D τεχνολογία. Και βέβαια, με την ισοπεδωτική προωθητική τακτική τους, να μαζέψουν τα πλήθη στις αίθουσες με τον ειδικό εξοπλισμό, και να δώσουν στους απέναντι να καταλάβουν ότι, ή θα μετατρέψουν τα συστήματα προβολής τους, ή θα κοιτάζουν τα εισιτήρια να περνούν. Αφού λοιπόν η επιχείρηση προσηλυτισμού εστέφθη με επιτυχία στα εμπορικά, ήρθε η ώρα και για τις καλλιτεχνικές αίθουσες να περάσουν σ’ αυτή τη νέα εποχή, και τον περασμένο Φλεβάρη στο φεστιβάλ του Βερολίνου, εμφανίστηκαν τα δυο μεγάλα δολώματα: η Pina του Wim Wenders και το Cave of Forgotten Dreams του Werner Herzog. Δουλειές από δημιουργούς με σαφές καλλιτεχνικό προφίλ, οι οποίοι βεβαίως έχουν κάθε δικαίωμα να πειραματιστούν με τα καινούρια εργαλεία που μπαίνουν στο παιχνίδι της καλλιτεχνικής τους έκφρασης, όπως έχεις κι εσύ δικαίωμα να έχεις και μεγαλύτερες απαιτήσεις για το αποτέλεσμα που θα σου προσφέρουν.

Το τι έκανε ο Herzog με το ντοκιμαντέρ του, θα το δούμε εν καιρώ. Ο Wenders όμως, μαζί με το δικό του ξεφτισμένο όνομα, το μόνο που καταφέρνει είναι να ξεπουλήσει και το θρύλο της Pina Bausch, μιας απ’ τις μεγαλύτερες κι επιδραστικότερες οραματίστριες που έχουν περάσει απ’ το σύμπαν του σύγχρονου χορού. Σκηνοθετεί θεατρικά και ασύνδετα κορυφαίες στιγμές της παρακαταθήκης της μεγάλης χορογράφου, και φτιάχνει ένα ιδανικό demo reel για να έχουν οι πλασιέδες του 3D να πείσουν τις art-house αίθουσες να κάνουν τη μετατροπή, με αυτήν την εκνευριστικά αχρείαστη απαθανάτιση εξαιρετικών στιγμών μιας τέχνης που για συγκεκριμένους λόγους έχει το δικό της χώρο έκφρασης, και που για συγκεκριμένους λόγους που αυτός ο χώρος δεν είναι η κινηματογραφική οθόνη. Κι αφού στον παιάνα του στην κληρονομιά αυτής της σπουδαίας χορογράφου, δεν τον ενδιαφέρει να σου προσφέρει καμιά ματιά στο πώς ακριβώς γυρνούσαν τα γρανάζια της, πέρα απ’ το να βάζει τα μέλη του θιάσου της να επαναλαμβάνουν κουλαμάρες του στιλ «χόρευε για την αγάπη», η σταχυολόγηση που κάνει ο Wenders, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λειτουργήσει μονάχα σαν ορεκτικό, να σε ξεκουνήσει να πας να ζήσεις την αληθινή ένταση που ηλεκτρίζει την αίθουσα του χοροθεάτρου.

Απ’ την άλλη, πιο ελαστικός μπορείς να είσαι με τον Duncan Jones, γιο του David Bowie, που προσπαθεί ν’ ανοίξει τα φτερά του ταξιδεύοντας στην άλλη πλευρά του ωκεανού μετά το Moon, το δοκίμιό του στην κουλτούρα της κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας. Κι όταν με το ντεμπούτο σου έχεις κάνει ένα μικρό κλασικό αριστούργημα, μόνο με μια αξιοπρεπή φλόπα μπορείς να πετάξεις απ’ τους ώμους το βάρος των προσδοκιών που σου φορτώνει η επιτυχία σου. Παίζοντας πάλι με τις ιδέες της ταυτότητας, της πλαστής αίσθησης ελευθερίας και της κλειστοφοβίας της μενταλιτέ του ανθρώπου που έχει μάθει να ζει με αποστολές, στο Source Code βάζει τον Jake Gyllenhaal να επιστρέφει στα τελευταία οκτώ λεπτά μιας βομβιστικής ενέργειας ψάχνοντας τον βομβιστή. Και σκηνοθετεί ένα περιπετειώδες θρίλερ με sci-fi αρώματα και τηλεοπτικές αναφορές, που αδικεί σαφώς τις δυνατότητές του, αλλά δεν σε κοροϊδεύει μ’ αυτά που σου τάζει τουλάχιστον. Πατώντας σε σενάριο του γραφιά βιντεοσκουπιδιών όπως το Species III (2004), ο Jones προσπαθεί να εμβάλλει ένταση σε ένα στόρι που, ακόμη κι αν δεν μαντέψεις τα μυστικά του από μόνος σου, σού τα αποκαλύπτει πολύ νωρίς και μένει από καύσιμα κοντά στη μέση του. Κάπου εκεί ο Jones παίρνει το παιχνίδι τελείως στα χέρια του κι ανεβάζει ρυθμούς, όμως η ευκολία κι η προβλεψιμότητα της πλοκής του, δεν αφήνει το φινάλε του να απογειωθεί και ν’ αποφύγει τη σύγκρουση με τη μελούρα.

Σε άλλες πασχαλινές επιλογές, ο πολυνίκης σκηνοθέτης του Κουσκούς και Φρέσκο Ψάρι (2007), Abdelatiff Kechiche, επιστρέφει για να απλώσει στο τρίωρο έπος του Venus Noire την αληθινή ιστορία Αφρικανής που περιφερόταν ως θέαμα στην Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα; στο The Trip o Michael Winterbottom ακολουθεί τον Steve Coogan και τον Rob Brydon σε ένα σχετικά αυτοσχεδιαστικό γκουρμέ ταξίδι γευσιγνωσίας στις εξοχές της Αγγλίας, που σε ρίχνει πεινασμένο σε λήθαργο; οι αδερφοί Farelly δοκιμάζουν για άλλη μια φορά τα όρια της κρυάδας και του χιούμορ, με παντρεμένους που παίρνουν άδεια κερατώματος απ’ τις γυναίκες τους στο Hall Pass; και ο Winnie the Pooh, το χαζοχαρούμενο κίτρινο αρκουδάκι απ’ τη ζώνη των παιδικών, βάζει το χέρι του στο βάζο με το μέλι, στην ομότιτλη κινηματογραφική περιπέτειά του.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ