Αύξηση των εργατικών ατυχημάτων καταγράφεται από το 2013 και μετά ως απόρροια της οικονομικής κρίσης ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2017, παρατηρείται μία αύξηση του 15% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
«Ειδικά, από το 2013 και μετά», όπως διαπιστώνουν, «τα εργατικά ατυχήματα στη χώρα μας καταγράφουν αύξηση, γεγονός που συνδέεται χρονικά με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αλλά και τη μείωση των κονδυλίων για τη λήψη μέτρων ασφάλειας από πλευράς των επιχειρήσεων, σε μία προσπάθεια περιστολής του λειτουργικού κόστους τους.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Επιθεωρητών Εργασίας (Π.Ο.Σ.ΕΠ.Ε.) Κλεάνθης Χατζηνικολαΐδης, τα οποία περιλαμβάνουν συγκεκριμένους αριθμούς για τα εργατικά ατυχήματα που συνέβησαν, κυρίως, από το 2010 μέχρι σήμερα, αναδεικνύοντας, παράλληλα, τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα-κλάδους, αλλά και τους συνήθεις τραυματισμούς.
«Aν θεωρήσουμε ότι το 2010 είναι η χρονιά αφετηρίας με την υπαγωγή μας στο μνημόνιο, τα εργατικά ατυχήματα που δηλώθηκαν στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), ήταν 5.721. Το 2016, ο αντίστοιχος αριθμός εργατικών ατυχημάτων ανήλθε στα 6.500» σημειώνει ο κ. Χατζηνικολαΐδης.
«Αυτό που έχει ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι, από το 2013 και μετά, έχουμε μία σταθερή αύξηση των εργατικών ατυχημάτων για κάθε έτος γύρω στο 10%. Ενώ στα έτη 2011 και 2012 παρατηρήθηκε μείωση των δηλωθέντων εργατικών ατυχημάτων, από το 2013 και μετά, παρατηρείται αύξηση» παρατηρεί ο κ. Χατζηνικολαΐδης.
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι πως γίνεται τα έτη 2011 και 2012 να έχουμε μείωση των εργατικών ατυχημάτων και μετά να εμφανίζεται κάθε χρόνο η αύξηση του 10%.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολαΐδη, η εξήγηση είναι απλή και επικεντρώνεται κυρίως σε δύο αιτίες: «Η πρώτη αιτία σχετίζεται με το γεγονός ότι, μέχρι το 2008 έστω και το 2009, οι επιχειρήσεις, στο πλαίσιο των επενδύσεών τους για εκσυγχρονισμό, επένδυαν σε νέο εξοπλισμό, που πληρούσε και τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές περί μέτρων ασφάλειας της εργασίας και, γενικώς, συντηρούσαν με μεγαλύτερη επιμέλεια το όποιο σύστημα ασφάλειας της εργασίας εφάρμοζαν.
Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με τη μείωση της οικοδομής. Είχε και αυτή τη συμμετοχή της στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων και, κυρίως, αυτών που αφορά τις πτώσεις από ύψος. Με βάση τα παραπάνω, αυτή η θετική επίπτωση αποτυπώθηκε και στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων.
Από το 2010 και μετά, η μείωση σε επενδύσεις και εκσυγχρονισμό είχε ως επίπτωση, μεταξύ άλλων και στην αύξηση των εργατικών ατυχημάτων και, ειδικότερα, τα έτη 2013 έως και 2016, παρόλο που είχαμε κατακόρυφη πτώση της οικοδομής και μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 30% περίπου, άρα και της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Γενικά, έχουμε παρατηρήσει ότι, με το ξεκίνημα της κρίσης, από τα πρώτα έξοδα που περιόρισαν οι επιχειρήσεις, ήταν αυτά που αφορούσαν τη λήψη μέτρων ασφάλειας της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και των επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό εργασίας».
Ανάλογη πορεία, όπως επισημαίνει, ακολουθούν και τα θανατηφόρα ατυχήματα. Συγκεκριμένα, «το 2013, τα θανατηφόρα ατυχήματα ήταν 65, το 2014: 63, το 2015: 67 και το 2016: 73. Μία αύξηση 10% περίπου κάθε χρόνο, αν εξαιρέσουμε μία ανεπαίσθητη πτώση το 2014» προσθέτει.
Υπογραμμίζει δε ότι τα αίτια των θανατηφόρων ατυχημάτων, ως έναν βαθμό, διαφοροποιούνται από τα αίτια των δηλωθέντων ατυχημάτων και οι τρεις κυριότερες αιτίες είναι πτώση από ύψος, ηλεκτρικό ρεύμα και παθολογικά αίτια.
«Σήμερα, που μιλάμε, ήδη, για το πρώτο τρίμηνο του 2017, παρατηρείται μία αύξηση 15%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 στα δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα.
Ειδικότερα, το 2016, είχαμε, στο πρώτο τρίμηνο, 1.421 δηλωθέντα εργατικά ατυχήματα σε όλη τη χώρα, ενώ, για το 2017, ανήλθαν στα 1.608. Βλέποντας την εξέλιξη των εργατικών ατυχημάτων, εκτίμησή μου είναι ότι, για το 2017, θα ξεπεράσουμε τα 7.000 δηλωθέντα ατυχήματα. Είναι μεγάλος ο αριθμός αυτός» σχολιάζει.