«Το χρέος είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, όχι πρωτίστως οικονομικά, αλλά πολιτικά και νοοτροπιακά.
Το δημόσιο χρέος μπορεί όμως από βάρος του παρελθόντος να καταστεί το κλειδί του μέλλοντος. Το παρεμποδίζουν αυτό οι μεταμορφώσεις και οι αντιστάσεις του δημοσιονομικού εθνικολαϊκισμού. Αυτές πληρώνουμε πανάκριβα δυόμισι χρόνια τώρα, με το κόστος να αυξάνεται γεωμετρικά», γράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του στην Καθημερινη της Κυριακής.
«Στο Eurogroup της 22.5.2017 τονίστηκε ότι όλα θα κινηθούν στο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup του Μαΐου 2016 που εξειδικεύτηκαν τεχνικά, ώς ένα βαθμό, το Νοέμβριο του 2016, με τη μορφή των λεγομένων βραχυπροθέσμων μέτρων, απόδοσης, σε απόλυτους αριθμούς, μόλις 45 δις το 2060.
Τονίστηκε επίσης ότι οι πρόσθετες παραμετρικές επεμβάσεις, εφόσον είναι αναγκαίες, θα εφαρμοστούν μετά τον Αύγουστο του 2018. Ο Klaus Regling υπογράμμισε ότι βάση όλης της συζήτησης είναι η παρέμβαση που έγινε το 2012 στο χρέος.
Στις 31.5, στο συνέδριο του Economist στη Φραγκφούρτη, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM παρουσίασε τους αριθμούς για το μέγεθος της αναδιάρθρωσης του 2012 και την προοπτική που αυτή έχει δημιουργήσει για συμπληρωματικά μέτρα.
Η κρίσιμη μικρή φράση ότι τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος «εάν είναι αναγκαία», αποτυπώνει τον εγκλωβισμό της χώρας. Το μεγάλο πρωθύστερο.
Η κυβέρνηση συμφώνησε ήδη σε πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον μέχρι και το 2022. Μετά και για δεκαετίες ολόκληρες, αυτά θα είναι μικρότερα αλλά υψηλά, καθώς η συζήτηση κινείται στη ζώνη μεταξύ 2% και 2,6% του ΑΕΠ.
Δέχθηκε συνεπώς η κυβέρνηση εκ προοιμίου τα εμπροσθοβαρή υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που λειτουργούν αντιαναπτυξιακά, με άλλοθι τη «νεοταξική» θεωρία των επιδοματικών αντιμέτρων την οποία προσδιόρισε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας με τη φόρμουλα: 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα, συν 1% υπερβάλλον του υψηλού πλεονάσματος, μείον 1% τα αντίμετρα, ίσον 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα.
Αντί να ακολουθηθεί η λογική σειρά: μεσομακροπρόθεσμο σχήμα για το χρέος μέσα από τις μελέτες βιωσιμότητας και στη συνέχεια συνδυασμός των παραμετρικών επεμβάσεων, ώστε να απαιτείται ένα αναπτυξιακά λογικό πρωτογενές πλεόνασμα, δεσμεύθηκε εκ προοιμίου η κυβέρνηση στην πιο σημαντική παράμετρο, αυτή που αφορά τον αριθμητή του κλάσματος «χρέος προς ΑΕΠ», αδιαφορώντας για τον παρονομαστή.
Δεσμεύθηκε ανεξαρτήτως ρυθμού ανάπτυξης. Και τώρα οι πιστωτές λένε στην κυβέρνηση «αφού επιτύχατε υπό συνθήκες ύφεσης (με ύφεση έκλεισε το 2016), πρωτογενή πλεονάσματα 4,2%, είστε σπουδαίοι, μπορείτε να επιτυγχάνετε επί μακρόν τέτοια πλεονάσματα που ασκούν σημαντική επιρροή στην προβολή της ονομαστικής τιμής του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ το 2060».
Αυτό διευκολύνει προφανώς όσους λένε ότι μπορεί και να μη χρειαστούν σοβαρές επεμβάσεις στο χρέος, στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος.
Τι πρέπει λοιπόν και τι μπορεί να γίνει έστω και τώρα, εν όψει της 15ης Ιουνίου, οπότε και ελπίζω να καταλήξουμε σε μία διευθέτηση;
Πρώτον, μία μελέτη βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα λαμβάνει υπόψη την τεχνογνωσία του Δ.Ν.Τ, αλλά θα έχει τη σφραγίδα του ESM, ο οποίος είναι ο πραγματικός δανειστής, αυτός που κάνει τους χειρισμούς στην αγορά τώρα για την εφαρμογή των βραχυπροθέσμων μέτρων, αυτός που καλείται να εφαρμόσει τα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα.
Επιδίωξη είναι από το βήμα που έκανε ήδη το ΔΝΤ να χρησιμοποιεί ως κριτήριο το ύψος των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών, να πάμε στην ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία και να δούμε, επί του πεδίου, χρονιά-χρονιά, ποιο είναι το ύψος των τόκων και των χρεολυσίων του μεσομακροπρόθεσμου χρέους, δηλαδή του χρέους με διάρκειά άνω του ενός έτους που πρακτικά απορρέει από τα ομόλογα και τα δάνεια. Να το δούμε αυτό με βάση τον πραγματικό ρυθμό αναχρηματοδότησης των δανείων του επίσημου τομέα με δανεισμό από την αγορά, με ένα πιθανολογούμενο επιτόκιο δανεισμού που θα επηρεάζεται θετικά από την υποστήριξη της Ελλάδας μέσω προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Το επίπεδο των πραγματικών χρημοτοδοτικών αναγκών είναι σαφώς χαμηλότερο από το όριο του 15-20% του ΑΕΠ, εφόσον διαχωριστεί το βραχυπρόθεσμο από το μεσομακροπρόθεσμο χρέος. Το βραχυπρόθεσμο χρέος (κυρίως έντοκα γραμμάτια και ρέπος), κατά το μέτρο που δεν είναι τεχνητά διογκωμένο, ανακυκλώνεται ούτως ή άλλως.
Οι παραδοχές πάντως οποιασδήποτε μελέτης βιωσιμότητας ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης και ονομαστικής διόγκωσης του ΑΕΠ που είναι καθοριστική παράμετρος, όταν υπερβαίνουν τον ορίζοντα της δεκαετίας είναι τελείως υποθετικές και επισφαλείς.
Δεύτερον, μεσοπρόθεσμη εξομάλυνση της καμπύλης των τόκων.
Η κυβέρνηση δέχθηκε ήδη πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% μέχρι το 2022, αλλά το 2022 έχουμε λογιστική εκτίναξη των τόκων στα 18 δισ., ενώ φέτος είναι 5.5 δισ. Αυτό συμβαίνει γιατί σωρεύονται λογιστικά οι τόκοι της περιόδου χάριτος 2012-2022, και εκτινάσσονται το 2022, 2023, 2024 και 2026.
Μιλούν συνεχώς για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 και το πιο επείγον μέτρο, το οφθαλμοφανές, που είναι η λογιστική εκτίναξη των τόκων τις χρονιές αυτές, δεν αντιμετωπίζεται, ενώ το 2012 εθεωρείτο προφανές ότι αυτό θα διευθετηθεί.
Τρίτον, η ορθή προβολή των χρηματοδοτικών αναγκών για τόκους και χρεολύσια θα μας επιτρέψει να συζητήσουμε σοβαρά με τους πιστωτές και αυτό που η Τράπεζα της Ελλάδος ( άρθρο Ι. Στουρνάρα, στην Καθημερινή της Κυριακής 28.5.17) προτείνει: «την μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του EFSF κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον» κάτι που προφανώς επηρεάζει τη σταθμισμένη μέση διάρκεια και το σταθμισμένο μέσο κόστος των δανείων αυτών και μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα στο βαθμό που δεν επηρεάζει τα οικονομικά στοιχεία του EFSF / ESM και κυρίως των κρατών - μετόχων του.
Τέταρτον, παρέμβαση στο σύνολο των επισήμων δανείων. Έως τώρα συζητάμε μόνο για το δάνειο του EFSF του 2012. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα αφορούν μόνον αυτό. Δεν μιλάμε για το πρώτο δάνειο που ήταν διακυβερνητικό, το λεγόμενο Greek Loan Facility (GLF), ούτε για το τρίτο δάνειο του ESM. Μεγαλύτερη σημασία από το να αγοράσει ο ESM/EFSF το δάνειο του ΔΝΤ, έχει να περιέλθει στον ESM το δάνειο GLF, το οποίο έχει την ιδιορρυθμία ότι ακουμπά στους προϋπολογισμούς και τα δημοσιονομικά στοιχεία των κρατών-μελών, διότι δεν παρεμβάλλεται ενδιάμεσος φορέας.
Αυτές οι παρεμβάσεις θα επιτρέψουν μία σοβαρή διαπραγμάτευση για το πρωτογενές πλεόνασμα και την «ανταλλαγή» δημοσιονομικού χώρου αναπνοής, με μεταρρυθμίσεις που βοηθούν την αναπτυξιακή εκτίναξη.
Χρειάζεται συνολική εθνική πολιτική εξόδου από την κρίση και επανόδου στην κανονικότητα και την ισοτιμία μιας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Θεμέλιο της πολιτικής αυτής είναι μία ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης του δημοσίου χρέους.
(AΠΕ-ΜΠΕ)