Με αμείωτη ένταση συνεχίζονται και σήμερα τα δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο για την παταγώδη αποτυχία των συνομιλιών των 7 ισχυροτέρων ηγετών στη Σύνοδο της Σικελίας.
Με μια ιστορική φράση, όπως σημειώνουν, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ έβγαλε τα συμπεράσματα του αγεφύρωτου χάσματος που χωρίζει πλέον τις ΗΠΑ από την Ευρώπη.
«Η Ιστορία θα συγκρατήσει ότι κάτω από μια τέντα με μπύρες, στο Μόναχο, ενώπιον 2.500 οπαδών του συντηρητικού κόμματος της Βαυαρίας CDU, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ πρόφερε μια από τις σημαντικότερες φράσεις της εξωτερικής πολιτικής, η οποία απασχόλησε και κυριάρχησε στον διεθνή Τύπο», γράφει σήμερα η Le Monde.
«Οι καιροί κατά τους οποίους μπορούσαμε απολύτως να στηριζόμαστε στους άλλους εν μέρει παρήλθαν. Το έζησα αυτές τις τελευταίες ημέρες. Εμείς, οι Ευρωπαίοι, πρέπει πραγματικά να πάρουμε στα χέρια μας την δική μας μοίρα», είπε.
Αυτές οι λέξεις εκρίθηκαν ως μια πραγματιστική διαπίστωση, σχεδόν πικρή, μιας νέας κατάστασης: Η Ανγκελα Μέρκελ κρίνει ότι είναι πλέον δύσκολο να υπολογίσουμε στη βοήθεια του παραδοσιακού συμμάχου, των ΗΠΑ, ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά το Brexit, σε θέματα διεθνούς συνεργασίας.
«Βέβαια, πρέπει να παραμείνουμε φίλοι με τις ΗΠΑ, με το Ηνωμένο Βασίλειο, και καλοί φίλοι, όπου αυτό είναι δυνατόν, καθώς και με τη Ρωσία. Αλλά θα πρέπει να το ξέρουμε: πρέπει να πολεμήσουμε μόνοι μας, ως Ευρωπαίοι, για το μέλλον μας και για τη μοίρα μας», επέμεινε η καγκελάριος, προκαλώντας βροχή χειροκροτημάτων.
Διέκοψε μάλιστα τα χειροκροτήματα για να ευχηθεί τύχη στον Εμανουέλ Μακρόν: «Εκεί όπου η Γερμανία μπορεί να βοηθήσει, θα βοηθήσει, γιατί η Γερμανία δεν μπορεί να πηγαίνει καλά παρά μόνο αν η Ευρώπη πηγαίνει καλά», επεσήμανε.
Η Σύνοδος των G7 στην Ταορμίνα της Σικελίας, η οποία ολοκληρώθηκε χωρίς συγκεκριμένο αποτέλεσμα, εκρίθη καταστροφική από τα μέλη της γερμανικής αποστολής. Για τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και το Κλίμα, η Ανγκελα Μέρκελ αναγνώρισε ότι οι συζητήσεις έγιναν με τρόπο «πολύ απογοητευτικό».
«Αυτό που ζήσαμε στην Σύνοδο δεν αντιστοιχεί σε αυτό που περιμέναμε από έναν αμερικανό πρόεδρο, ούτε σε θέματα αρχής ούτε ως τις δυνατότητες της Αμερικής», δήλωσε ο Jürgen Hardt, βουλευτής του CDU και συντονιστής στο υπουργείο Εξωτερικών για τις διατλαντικές σχέσεις, ο οποίος κρίνει ότι «ο αμερικανός πρόεδρος έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να αναβαθμίσει την εξουσία κατεύθυνσης στον κόσμο».
Τραμπ, το άλλο πρόσωπο της Αμερικής
Την Πέμπτη, 25 Μαίου, με την ευκαιρία μιας μεγάλης εκδήλωσης που διοργανώθηκε στο Βερολίνο στο πλαίσιο της Kirchentag – Ημέρα της προτεσταντικής γερμανικής Εκκλησίας- η κ. Μέρκελ εγκωμίασε τον Μπαράκ Ομπάμα, ενώπιον πολλών δεκάδων χιλιάδων ατόμων, στη διάρκεια συζήτησης για τις αξίες της δημοκρατίας.
Αλλά μερικές ώρες αργότερα, η καγκελάριος ερχόταν αντιμέτωπη με ένα τελείως διαφορετικό πρόσψπο της Αμερικής. Στα θέματα του Κλίματος και των μεταναστών, οι συζητήσεις κατέληξαν σε μια διαπίστωση διαφωνίας. Στο ΝΑΤΟ, μάλιστα, ο αμερικανός πρόεδρος έκανε κήρυγμα στους συμμάχους του και δεν δέχτηκε να επαναλάβει την δέσμευσή του στο Αρθρο 5 που ορίζει ότι οι ΗΠΑ θα βοηθήσουν τους συμμάχους σε περίπτωση εξωτερικής απειλής.
Ωστόσο, η Ανγκελα Μέρκελ έκανε τα πάντα για να κατακτήσει τον Ντόναλντ Τραμπ: τον επισκέφθηκε στην Ουάσινγκτον, στα μέσα Μαρτίου 2017 και στη συνέχεια κάλεσε την κόρη του, Ιβάνκα Τραμπ, να συμμετάσχει δίπλα της σε μια συζήτηση στο Βερολίνο για τον ρόλο των γυναικών στην οικονομία, στα πλαίσιο των G20, παρουσία της Κριστίν Λαγκάρντ.
Αλλά, χωρίς αποτέλεσμα. Στην Σύνοδο των G7 της Σικελίας, ο Τραμπ τάβαλε ακόμη μια φορά, δημόσια, με τα εμπορικά πλεονάσματα των Γερμανών, τα οποία αποκάλεσε «κακό, πολύ κακό» (« bad, very bad »).
Η απογοήτευση της Ανγκελα Μέρκελ μετά την Σύνοδο της Ταορμίνα σηματοδοτεί μια κρίσιμη στροφή στις γερμανο-αμερικανικές σχέσεις. Η γερμανική Δεξιά είχε πάντα στην καρδιά της εξωτερικής της πολιτικής την συμμαχία με τις ΗΠΑ.
Η γερμανο-αμερικανική συμμαχία είναι βαθιά χαραγμένη, με ιστορικά γεγονότα, στο πνεύμα των Γερμανών. Ο «αμερικανός φίλος» είναι αυτός με το Σχέδιο Μάρσαλ, με την αερογέφυρα (1948-1949) ή με την υπεράσπιση των ελευθεριών την οποία ενσάρκωσε, κυριολεκτικά, η ομιλία του Τζον Κένεντι στο Βερολίνο το 1963 (« Ich bin ein Berliner »-Είμαι ένας Βερολινέζος). Αυτή η Αμερική μοιάζει πλέον πολύ μακρινή, στα μάτια της Ανγκελα Μέρκελ.
Οι συνέπειες της ρήξης
Οι συνέπειες είναι πολλαπλές. Σε αμυντικό επίπεδο, η καγκελάριος επιμένει σε αυτό που είναι προφανές εδώ και πολλά χρόνια: η Ευρωπαϊκή Ενωση -και ειδικά η Γερμανία- πρέπει να επενδύσει περισσότερα για την άμυνά της και να μην υπολογίζει πλέον μόνο στην αμερικανική στρατιωτική βοήθεια για να διασφαλίσει την άμυνά της.
Αλλά υπάρχει και κάτι πιο σοβαρό: Η «κοινότητα αξιών» αμφισβητείται πλέον ανοιχτά μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Και ποτέ μια διαφωνία μεταξύ Βερολίνου και Ουάσινγκτον, σε θέματα ουσίας αλλά και τύπων, δεν ήταν τόσο προφανής.