Ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε για το πρώτο ταξίδι του εκτός ΗΠΑ την Μέση Ανατολή. Τίποτα δεν ισχύει πλέον στην περιοχή από όσα ξέραμε στην εποχή Ομπάμα, αναλύει η Le Monde, σε ένα εξαιρετικό άρθρο.
Γράφει ενδεικτικά:
«Στον στρατηγικό πόλεμο που παίζεται στην Μέση Ανατολή -στη Συρία, στην Υεμένη, στο Ιράκ, ακόμη και στον Λίβανο- η Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε στρατόπεδο: οι ΗΠΑ βρίσκονται στο πλευρό των σουνιτών Αράβων συμμάχων τους, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Δεν αναζητούν πλέον τον διάλογο με το Ιράν, την σιιτική ανερχόμενη δύναμη της περιοχής. Αντίθετα, ο κ. Τραμπ έδειξε με το δάχτυλο, την Κυριακή 21 Μαίου, το Ιράν ως αντίπαλο, εξίσου σημαντικό με τους σουνίτες εξτρεμιστές της Αλ Κάιντα και της οργάνωσης του ισλαμικού κράτους. Πρόκειται για στροφή.
Ο Μπαράκ Ομπάμα ήλπιζε ότι η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα με το Ιράν, τον Ιούλιο του 2015, θα οδηγούσε το Ιράν σε πιο λογικές θέσεις στην περιοχή, ειδικά στη Συρία. Δεν συνέβη όμως αυτό. Το Ιράν έμεινε ο προστάτης του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Ασαντ, ο νονός του σιιτικού κινήματος της Χεσμπολάχ καθώς και η δύναμη που πλαισιώνει τις ισχυρές παραστρατιωτικές δυνάμεις των σιιτών του Ιράκ. Το Ιράν συνέχισε να αναπτύσσει τα βαλιστικά του όπλα και πυραύλους και να ασκεί επεκτατική πολιτική στη Μέση Ανατολή.
Μιλώντας την Κυριακή στο Ριάντ, στην Σαουδική Αραβία, ενώπιον πολλών Αράβων αρχηγών κρατών, ο Ντόναλντ Τραμπ εκφώνησε μια ομιλία που περίμεναν. Η παρένθεση Ομπάμα έκλεισε: τέλος η προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ Ουάσινγκτον και Ιράν. Οι ΗΠΑ επιστρέφουν στην παραδοσιακή τους συμμαχία με το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, επικεφαλής του αραβικού σουνιτικού κόσμου. Σχεδιάζουν μάλιστα να μεταμορφώσουν το βασίλειο σε έναν στρατιωτικό, τοπικό γίγαντα, γεγονός που θα ωφελήσει την αμερικανική αμυντική βιομηχανία, η οποία θα βάλει στην τσέπη, τα επόμενα χρόνια, περίπου 110 δις ευρώ από συμβόλαια με την Σαουδική Αραβία.
Ξεχνιέται, έτσι, και η άποψη της διοίκησης Ομπάμα για τις άμεσες ευθύνες -ιδεολογικές και οικονομικές- των Σαούντ και των αράβων συμμάχων τους στον Κόλπο στην εξάπλωση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στην περιοχή, σε όλη την δυτική Αφρική, ακόμη και στην Ευρώπη. Το μόνο που είπε ο πρόεδρος Τραμπ ήταν η αναγκαιότητα οι άραβες ηγέτες να ελέγχουν τους μυστικούς διαδρόμους του χρήματος (των τζιχαντιστών) καθώς και τις απόψεις των καθοδηγητών τους. Ο βασικός εχθρός είναι το Ιράν, το οποίο, όπως είπε ο κ. Τραμπ «χρηματοδοτεί, οπλίζει και εκπαιδεύει τους τρομοκράτες (…) οι οποίοι εξαπλώνουν το χάος και την καταστροφή σε όλη την περιοχή».
Το μέρος που τα είπε και η στιγμή, μετρούν. Ο κ. Τραμπ μίλησε στο Ριάντ, την επομένη των προεδρικών εκλογών του Ιράν και την προηγούμενη ημέρα της επίσκεψής του στο Ισραήλ. Ενίσχυσε την Σαουδική μοναρχία, την πιο δικτατορική και την πιο καθυστερημένη της περιοχής. Σύμπτωση: η πλειοψηφία των Ιρανών (57%), σε ελεύθερες εκλογές, εξέλεξαν έναν πρόεδρο που είναι υπέρ του «ανοιχτού» Ιράν, του Χασάν Ροχανί.
Αλλά ο αμερικανός πρόεδρος, λίγες ώρες πριν προσγειωθεί στα Ιεροσόλυμα, καθησύχασε και την στρατηγική γραμμή του Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί βλέπουν τα πράγματα όπως οι σουνίτες Αραβες: ο τζιχαντισμός τύπου ισλαμικό κράτος ή Αλ Κάιντα δεν είναι μια υπαρξιακή απειλή. Ο πραγματικός κίνδυνος είναι η επεκτατικότητα του Ιράν.
Ο κ. Τραμπ εγγράφει, κατά συνέπεια, την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή όπως στον ψυχρό πόλεμο: από τη μια οι σουνίτες Αραβες, οι Ισραηλινοί και οι Αμερικανοί. Και από την άλλη οι Ιρανοί, η Συρία και η Ρωσία.
Αυτό μπορεί να είναι ο πρόλογος για μια γενική διαπραγμάτευση αλλά μπορεί να σημαίνει και ατελείωτη συνέχιση των πολέμων στην περιοχή».