Την ανάγκη να υπάρξει μια άλλη Ευρώπη, που θα βοηθήσει ιδιαίτερα τους ευάλωτους στις αλλαγές των τελευταίων χρόνων, υπογραμμίζει με άρθρο-παρέμβασή του ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τζιάνι Πιτέλα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη γερμανική εφημερίδα «Die Welt».
«Οι περισσότεροι ψηφοφόροι ιδίως εκείνοι οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις αλλαγές των τελευταίων χρόνων, θέλουν μιαν άλλη Ευρώπη και πρέπει να τους την προσφέρουμε» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Πιτέλα και προτάσσει, απευθυνόμενος στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, τέσσερις αλλαγές:
Η πρώτη αλλαγή αφορά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως ένα εγχείρημα δημοκρατίας και ελευθερίας, όχι μόνον ως εγχείρημα ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Η δεύτερη έχει να κάνει με την οικονομική πολιτική: πρέπει να τεθεί ένα τέλος στον μονόπλευρο προσανατολισμό προς το σύμφωνο σταθερότητας και την φιλοσοφία του.
Η σταθερότητα και οι προσπάθειες ανάπτυξης πρέπει να βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση. Μια ισχυρή Ευρώπη θα πρέπει να να θέσει στο επίκεντρο τη μάχη κατά του κοινωνικού ντάμπινγκ (σ.σ. εκμετάλλευση του χαμηλότερου κόστους εργασίας σε μια χώρα (λόγω μειωμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), με σκοπό την προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εις βάρος άλλων χωρών) και να απαιτήσει υψηλότερα κοινωνικά κριτήρια ώστε να καταπολεμηθεί η φτώχεια και η ανασφάλεια.
Περαιτέρω, η Ευρώπη πρέπει να αγωνιστεί υπέρ της στροφής προς τη βιώσιμη κοινωνία και να ταχθεί υπέρ μιας καλύτερης σχέσης μεταξύ της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής περιβάλλοντος. Πέραν τούτου απαιτείται μια επιθετική στάση ώστε να καταστεί πιο ηθική η οικονομία μας.Τέταρτο, πρέπει να δρομολογηθεί ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα με νόμους, οι οποίοι να επιβάλουν τη φορολόγηση εκεί όπου πραγματοποιούνται τα κέρδη.
Αναλυτικά το άρθρο του επικεφαλής των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Τζιάνι Πιτέλα έχει ως εξής:
Ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς κάνει λάθος όταν λέει ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι νεκρή στη χώρα του.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι νεκρή. Πρέπει όμως να ανανεωθεί, χρειάζεται ένα νέο σχέδιο και σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Δεν βοηθά κανέναν να μπαίνει απλώς στο τραίνο προς τη νίκη χωρίς προηγουμένως να έχει αναλύσει τα αίτια μιας ήττας.
Αυτό το οποίο συμβαίνει σήμερα είναι ένας κοινωνικός και πολιτιστικός διχασμός μεταξύ των υποστηρικτών μιας ανοικτής, χωρίς αποκλεισμούς, κοινωνίας και εκείνων οι απαιτούν μια κλειστή, μη ανεκτική κοινωνία.
Αυτός ο διχασμός ακολουθεί με ακρίβεια τη διαίρεση μεταξύ των οικονομικά ισχυρότερων και των πιο αδύναμων, με τους πρώτους να υποστηρίζουν μιαν ανοικτή, προοδευτική κοινωνία και τους δεύτερους να έλκονται από μια συνεχώς αυξανόμενη αναθέρμανση της πολιτικής της (ιδιαίτερης) ταυτότητας. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτός ο διχασμός είναι το τοξικό αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης .
Ήδη εδώ και αρκετό καιρό τα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά για τις βασικές πολιτικές εναλλακτικές στην Ευρώπη έχουν γίνει μη διακριτά.
Ο εξτρεμισμός και ο συντηρητισμός πρέπει να καταπολεμηθούν, αλλά μια "νέα εκδοχή" του σοσιαλφιλελευθερισμού δεν αποτελεί πανάκεια.
Αντί να παραιτηθούμε από τις αξίες μας πρέπει να να τις ριζοσπαστικοποιήσουμε. Χρειαζόμαστε μιαν Αριστερά το λαού για να ξανακερδίσουμε τους εκλογείς της εργατικής τάξης.
Πρέπει να ελέγξουμε την παγκοσμιοποίηση αντί να ελεγχόμαστε από αυτήν. Η αποκοπή από την βιομηχανική μας βάση δεν είναι αναπόφευκτη.
Το να αποζημιώνονται οι εργάτες οι οποίοι έχουν χάσει τη δουλειά τους δεν είναι αρκετό.
Χρειαζόμαστε μια αποτελεσματική βιομηχανική πολιτική υπό την καθοδήγηση του κράτους, η οποία να είναι συμβατή με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και ικανή να κατευθύνει την βιομηχανική στρατηγική μεμονωμένων κρατών μελών της Ευρώπης.
Πρέπει να εμποδίσουμε την μετεγκατάσταση της παραγωγής και την αποβιομηχάνιση, όχι μόνο να αμβλύνουμε τις συνέπειές τους.
Οι περισσότεροι εκλογείς, ιδίως εκείνοι οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις αλλαγές των τελευταίων χρόνων, θέλουν μιαν άλλη Ευρώπη και πρέπει να τους την προσφέρουμε.
Η πρώτη αλλαγή αφορά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως ένα εγχείρημα δημοκρατίας και ελευθερίας, όχι μόνον ως εγχείρημα ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς. Γι αυτό είναι καιρός να λάβουμε μιαν αυστηρότερη στάση απέναντι στην ουγγρική και πολωνική κυβέρνηση, οι οποίες αποδυναμώνουν τα θεμέλια της Ευρώπης. Το άρθρο 7 της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει κυρώσεις κατά των χωρών οι οποίες παραβιάζουν τις ευρωπαϊκές αξίες πρέπει να ενεργοποιηθεί. Απαιτείται περισσότερη ευθύνη από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ): η αντιφατικότητά του σε ότι αφορά την Ουγγαρία είναι ανεπίτρεπτη.
Είναι καιρός το ΕΛΚ να αποβάλει από τις τάξεις του τον Ορμπαν.
Η δεύτερη αλλαγή έχει να κάνει με την οικονομική μας πολιτική: πρέπει να τεθεί ένα τέλος στον μονόπλευρο προσανατολισμό προς το σύμφωνο σταθερότητας και την φιλοσοφία του.
Η σταθερότητα και οι προσπάθειες ανάπτυξης πρέπει να βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση. Μια ισχυρή Ευρώπη θα πρέπει να να θέσει στο επίκεντρο τη μάχη κατά του κοινωνικού dumping (σ.σ. εκμετάλλευση του χαμηλότερου κόστους εργασίας σε μια χώρα (λόγω μειωμένων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), με σκοπό την προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εις βάρος άλλων χωρών) και να απαιτήσει υψηλότερα κοινωνικά κριτήρια ώστε να καταπολεμηθεί η φτώχεια και η ανασφάλεια.
Περαιτέρω, η Ευρώπη πρέπει να αγωνιστεί υπέρ της στροφής προς τη βιώσιμη κοινωνία και να ταχθεί υπέρ μιας καλύτερης σχέσης μεταξύ της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής περιβάλλοντος.
Πέραν τούτου απαιτείται μια επιθετική στάση ώστε να καταστεί πιο ηθική η οικονομία μας.
Πρέπει να δρομολογηθεί ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα με νόμους, οι οποίοι να επιβάλουν τη φορολόγηση εκεί όπου πραγματοποιούνται τα κέρδη.
Ο καιρός της ευρωπαϊκής ανασφάλειας και της αμφιταλάντευσης έχει παρέλθει.
Κηρύξαμε το τέλος της εποχής των συνασπισμών μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και του Σοσιαλσδημοκρατικού Κόμματος της Ευρώπης, ώστε να εισαγάγουμε ξανά μια δυναμική παρότρυνση για συζητήσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ απόψεων και ιδεωδών στον ευρωπαϊκό πολιτικό διάλογο.
Πρέπει να δείξουμε στους πολίτες μας ότι πραγματικά πιστεύουμε ό,τι λέμε. Η αξιοπιστία είναι αποφασιστική για το μέλλον της Αριστεράς.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)