Οι τελευταίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα θα είναι το κλειδί ώστε να κερδίσει μια ελάφρυνση του χρέους που θα απελευθερώσει από τα χρόνια των συγκρατημένων επενδύσεων και τελικά θα βάλει τέλος στην οικονομική κρίση;
Ή η λιτότητα θα συντρίψει την οικονομία και θα οδηγήσει την κυβέρνηση σε ένα επιπλέον πρόγραμμα διάσωσης; Το παραπάνω δίλημμα θέτει σε δημοσίευμά του το Bloomberg, με αφορμή την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή. Συνεχίζοντας, εξηγεί ότι μετά από τα στοιχεία που έδειξαν ότι η οικονομία διολίσθησε σε ύφεση το πρώτο τρίμηνο, οι βουλευτές την Πέμπτη ενέκριναν τα τελευταία οικονομικά μέτρα που ζητούν οι πιστωτές, για να διατηρήσουν τα δάνεια διάσωσης και να εκταμιευθεί η επόμενη δόση.
«Ο κίνδυνος», όπως τονίζει το Bloomberg, «είναι ότι εάν οι προσπάθειες για την επίτευξη φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων πνίξουν την οικονομία τόσο πολύ, τότε ο στόχος θα χαθεί το επόμενο έτος, οι περικοπές συντάξεων και οι φορολογικές αυξήσεις θα σφίξουν περαιτέρω τη θηλιά».
«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι», δήλωσε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ στην Αθήνα στο πρακτορείο. «Είναι περίπου στο ίδιο σημείο με τρία χρόνια πριν και ενώ πολλές από τις δυνάμεις που δημιούργησαν μια αρνητική δυναμική από την αρχή της κρίσης είναι τώρα πιο αδύναμες, δεν είναι σίγουρο ότι η οικονομία θα εισέλθει σε μια φάση βιώσιμης ανάπτυξης», πρόσθεσε.
Αν η Ελλάδα λάβει μια αρκετά ισχυρή δέσμευση για την ελάφρυνση του χρέους από τους πιστωτές της της ευρωζώνης, τότε αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και να επιτρέψει να γίνουν επενδύσεις πραγματική οικονομία Μια τέτοιου είδους συμφωνία θα συζητηθεί στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα.
Οι ελληνικές αγορές σημείωσαν ράλι αυτό το μήνα μετά την επίτευξη προκαταρκτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας, ευρωζώνης και ΔΝΤ, γράφει το Bloomberg τονίζοντας ωστόσο ότι «η αβεβαιότητα μέχρι την επίτευξη αυτής της συμφωνίας ευθύνεται για την εκ νέου διολίσθηση της χώρας σε ύφεση και την υποβάθμιση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη του 2017 σε 1,8% από 2,7% προηγουμένως».
Το σημείο καμπής
Με βάση το αισιόδοξο σενάριο, μια συμφωνία για το χρέος που θα ικανοποιεί το ΔΝΤ διευκολύνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα και τον ΟΔΔΗΧ στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να βγει επιτυχώς στις αγορές. Αυτό θα πυροδοτήσει ροή ξένων επενδύσεων από όσους κυνηγούν αποδόσεις σε μια χώρα όπου η κεντρική τράπεζα δηλώνει ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν είναι σχεδόν 10% χαμηλότερο από το δυνητικό.
«Η συμφωνία με τους πιστωτές συνεπάγεται ορισμένα υφεσιακά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων» τα επόμενα χρόνια, δήλωσε ο Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος της Eurobank Εργασίας και συνέχισε: «Αυτός ο αρνητικός αντίκτυπος θα αντισταθμιστεί περισσότερο από ένα καλύτερο οικονομικό και οικονομικό κλίμα, από τη συμμετοχή στο QE και από τη βιώσιμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους».
Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει τα δημοσιονομικά της πλεονάσματα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό, τι ήλπιζε η κυβέρνηση. Ο υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας και πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, πρότεινε την Πέμπτη ότι πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ για 5 χρόνια από το 2018, κάτι που το ΔΝΤ αμφισβητεί λέγοντας πως θα έχει μεγάλο κόστος για την οικονομία, εάν τελικά επιτευχθεί.
Το Bloomberg ενημερώνει και για τα αντίμετρα, τονίζοντας όμως ότι αυτά θα ισχύσουν μόνο στην περίπτωση που η Ελλάδα πιάσει τους στόχους του προϋπολογισμού.
Όσον αφορά στην ελληνική κυβέρνηση τονίζει ότι αυτή υποστηρίζει πως οι στόχοi θα επιτευχθούν, παραπέμποντας στις υπεραποδόσεις της περυσινής χρονιάς όπου εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% έναντι στόχου 0,5% του ΑΕΠ και ως απόδειξη ότι το ΔΝΤ είναι πολύ απαισιόδοξο.
Από την πλευρά του πάντως ο Ηλίας Λέκκος, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, δεν πείθεται, σημειώνει το δημοσίευμα συνεχίζοντας με δήλωσή στην οποία αναφέρει: «Δεν υπάρχει προηγούμενο για μη πετρελαιοπαραγωγική χώρα να εμφανίζει συστηματικά για μία περίοδο πολλών ετών πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ». Όπως σημείωσε: «Κάτι τέτοιο ή δεν θα επιτευχθεί ή θα επιτευχτεί με κόστος μια τεράστια ύφεση».