Μήπως ήρθε η ώρα του αντιπροέδρου Μάικ Πενς να αναλάβει τα ηνία της χώρας;
Είναι μια πιθανότητα που αναδεικνύει ο αθρογράφος και στέλεχος του Independent Σον Ο’ Γκρέιντι, θεωρώντας σχεδόν αναπόφευκτη την πρόταση μομφής κατά του νυν ενοίκου του Λευκού Οίκου καθώς πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν την απομάκρυνση του Ντόναλντ Τραμπ από την προεδρία, όχι μόνον στον αμερικανικό Τύπο, ή στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, όπως εξάλλου θα ανέμενε κανείς, αλλά ακόμη και στην κυβερνητική παράταξη, όπου αρκετοί Ρεπουμπλικανοί σιγομουρμουρίζουν ότι θα ήταν καλύτερα να μάζευε μια ώρα αρχύτερα ο Πρόεδρος τα μπογαλάκια του και να έφευγε...
«Κάθε αντιπρόεδρος, όσο ταπεινός κι αν είναι γνωρίζει ότι απέχει μόλις μια ανάσα απ’ το ύπατο αξίωμα αν βρει κάποια τραγωδία τον πρόεδρο. Στην περίπτωση του Μάικ Πενς ίσως νιώθει ότι απέχει μόλις ένα τουίτ απ’ το να αναλάβει την προεδρία, τόσες ήταν οι ατυχίες, τα λάθη και ακόμη χειρότερα της διακυβέρνησης Τραμπ.
Την τελευταία φορά που αυτό συνέβη ήταν το 1974. Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε μπλέξει τόσο άσχημα με το Watergate ώστε αναγκάστηκε να φύγει, γιατί... δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει μια παραπομπή και αναγκαστική απομάκρυνσή του και προτίμησε να γλιτώσει τη χώρα από περαιτέρω άσκοπη αγωνία....», γράφει, επισημαίνοντας ότι είναι ήδη ορατά τα σημάδια της εσωκομματικής ανταρσίας, ότι ο Τραμπ δεν διαθέτει πολλούς υποστηρικτές στο Κογκρέσο, αν και η εκλογική του βάση στη χώρα δεν τον έχει -ακόμη- εγκαταλείψει κι ότι οι γερουσιαστές και τα μέλη του κογκρέσου ίσως καταλήξουν ότι έχουν πολλά περισσότερα να χάσουν αν μείνουν στο πλευρό του Τραμπ, παρά αν τον αντικαταστήσουν.
«Σε αντίθεση με τον Τραμπ ο Πενς είναι προσεκτικός, συντηρητικός και συμβατικός και “ένας από μας” για τη Ρεπουμπλικανική ελίτ», σχολιάζει.
Ο Ο’Γκρέιντι σχεδόν εύχεται να αποφασίσει ο Τραμπ ότι δεν θέλει να ρισκάρει μια πρόταση μομφής εναντίον του και μια πιθανή καταδίκη και να παραιτηθεί προτού συμβεί το αναπόφευκτο.
«Και μόνη η απειλή της παραπομπής θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετή για να γίνει Πρόεδρος ο Πενς. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως και με τον Τζέραλντ Φορντ, τον αντιπρόεδρο που διαδέχθηκε τον Νίξον, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσον ο Πρόεδρος Πενς θα πρέπει να απονείμει προεδρική χάρη στον προκάτοχό του για όποια εγκλήματα ή αδικήματα μπορεί να διαπράχθηκαν κατά τη θητεία του (ή και πριν απ’ αυτή)...»
Επιχειρηματολογώντας υπέρ της ανάθεσης της προεδρίας στον Μάικ Πενς ο βρετανός αρθρογράφος τονίζει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να ξεπεράσουν το σοκ μιας παραίτησης του Τραμπ, όπως ξεπέρασαν και το σκάνδαλο Watergate και τον Νίξον μολονότι ο απόηχος γίνεται αισθητός μέχρι σήμερα τόσο στις αλλόκοτες αιτιάσεις του Τραμπ ότι ο Ομπάμα είχε βάλει να τον παρακολουθούν, όσο και στις συχνές συγκρίσεις με την αποπομπή του Ειδικού Εισαγγελέα την εποχή του Watergate και την ανάμειξη του Λευκού Οίκου στο έργο της CIA και του FBI. Eπισημαίνει μάλιστα ότι ο Τζέραλντ Φορντ όχι μόνον κατάφερε να επουλώσει τις πληγές που άφησε το σκάνδαλο, αλλά και λίγο έλειψε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1976 απέναντι στον Τζίμι Κάρτερ.
Και καταλήγει: «Αναμφίβολα ο Πρόεδρος Πενς θα συνέχιζε το μεγαλύτερο μέρος της ατζέντας του Τραμπ, αλλά έχεις την αίσθηση ότι θα έβαζε σιωπηρά στο συρτάρι το Τείχος στο Μεξικό και κάποια άλλα εκκεντρικά πράγματα και σίγουρα δεν θα έστελνε δύστροπα tweets προτού πάρει τον πρωινό καφέ του. Αυτός και η υποψήφια Πρώτη Κυρία Κάρεν Πενς θα αποτελούσαν ένα πιο οικείο προεδρικό ζεύγος απ’ τους γκλαμουράτους Ντόναλντ και Ιβάνκα. Κι οι Ρεπουμπλικανοί θα προτιμούσαν ίσως – κι ενδεχομένως να ήταν και προς το συμφέρον της Αμερικής – να έχουν ως πρόεδρο έναν άνθρωπο που είπε σκοπίμως στο κόμμα του αποδεχόμενος το χρίσμα του: “Είμαι Χριστιανός, συντηρητικός και Ρεπουμπλικανός, με αυτή τη σειρά”.»