Τον στήριξε ως υποψήφιο πρόεδρο, με άρθρο του στην γαλλική Le Monde και κάλεσε τους Γάλλους να τον ψηφίσουν εναντίον της Λεπέν. Τώρα τον «αδειάζει».
Δείτε το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών και τα επιχειρήματά του εναντίον του Εμανουέλ Μακρόν:
Η υποστήριξή μας ήταν ξεκάθαρη επειδή, όπως έγραφα στην Guardian, για την Αριστερά ο αγώνας εναντίον του νεοφασισμού και του ξεδιάντροπου ρατσισμού προηγείται πάντα, και χωρίς δεύτερη συζήτηση, του αγώνα κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ενδυναμώνουν την κρίση που τρέφει το τέρας του ξενοφοβικού φασισμού δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια δικαιολογία για πολιτική ίσων αποστάσεων απέναντι σε υποψηφίους όπως οι Μακρόν και Λεπέν.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, η υπόσχεσή μας στον Εμανουέλ Μακρόν ήταν:
«Σε στηρίζουμε εναντίον της Μαρίν Λεπέν με την ίδια ενέργεια που την επομένη των εκλογών θα διαδηλώνουμε εναντίον σου, κόντρα σε αντικοινωνικές πολιτικές που ενισχύουν την Εθνικιστική Διεθνή γενικά και τη Μαρίν Λεπέν πιο συγκεκριμένα».
Τώρα λοιπόν που, ευτυχώς, ο Εμανουέλ Μακρόν νίκησε την υποψήφια του νεοφασισμού, ήρθε η ώρα να αντιπαρατεθούμε μαζί του. Ιδού οι λόγοι που αρνούμαστε στον Εμανουέλ έστω και μια σύντομη περίοδο χάριτος:
Ελαστικοποίηση εργασίας
Στο προεκλογικό πρόγραμμα του Μακρόν υπήρχε ρητή δέσμευση για ελαστικοποίηση και απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας. Και δεν πρόκειται απλά για υπόσχεση. Επί υπουργίας του, ο Εμανουέλ έκανε μεγάλα βήματα προς την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, την αφαίρεση προστασίας των μόνιμων υπαλλήλων από την απόλυση, τον τερματισμό παροχής επιδομάτων ανεργίας σε όσους ανέργους αρνούνται επισφαλείς θέσεις εργασίας σε μεγάλη απόσταση από το σπίτι τους.
Στις μεταξύ μας μάλιστα συζητήσεις, μου κατέστησε σαφές ότι στόχος του, εφόσον εξασφάλιζε την προεδρία, ήταν να συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Με τις πολιτικές αυτές ο Εμανουέλ βάζει στο στόχαστρό του ένα πραγματικό, τεράστιο πρόβλημα, που η Αριστερά δεν έχει προσεγγίσει με το ενδιαφέρον που του πρέπει: τον διαχωρισμό της εργατικής τάξης μεταξύ προνομιούχων-μόνιμων και μη προνομιούχων-εποχικών μισθωτών.
Πράγματι, όταν η απόλυση ενός μόνιμου υπαλλήλου είναι δύσκολη και ακριβή υπόθεση, την ώρα που οι εργοδότες δικαιούνται να προσλαμβάνουν εποχικούς, μερικής απασχόλησης εργαζόμενους (με το αντίστοιχο ελληνικό «μπλοκάκι»), είναι φυσικό η εργατική τάξη να διασπάται μεταξύ των μόνιμων (των οποίων ο αριθμός φθίνει) και των άκρως εκμεταλλεύσιμων μη μόνιμων (που όλο και πληθαίνουν).
Καθώς μάλιστα τα συνδικάτα, εκ κατασκευής τους, κοιτάζουν τα συμφέροντα των μόνιμων-προνομιούχων, ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό της εργατικής τάξης νιώθει εγκαταλειμμένο τόσο από το κράτος όσο και από τα συνδικάτα.
Η νεοφιλελεύθερη «λύση» που ασπάζεται ο Μακρόν χαϊδεύει κάποια αυτιά (ιδίως των εργοδοτών), αλλά με μαθηματική ακρίβεια γιγαντώνει το πρόβλημα αντί να το περιορίζει. Συγκεκριμένα, ο Εμανουέλ προτείνει δύο παράλληλες παρεμβάσεις:
(Α) Δραστική μείωση του κόστους των απολύσεων για τους εργοδότες, και
(Β) Αύξηση των επιδομάτων μετεκπαίδευσης και επανένταξης των απολυμένων.
Η κεντρική ιδέα εδώ είναι ότι, αν το κόστος απόλυσης μειωθεί, οι εργοδότες έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να μετατρέψουν τις επισφαλείς, εποχικές θέσεις εργασίας σε μόνιμες ενώ, παράλληλα, όσοι απολυθούν θα βοηθηθούν να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους και να βρουν νέες θέσεις εργασίας.
Το μοντέλο αυτό είχε εφαρμοστεί με επιτυχία σε χώρες όπως η Δανία τη δεκαετία του 1990. Ομως, σήμερα, σε χώρες όπως η Γαλλία, η αποτυχία του είναι εξασφαλισμένη. Αυτό που θα συμβεί είναι η ραγδαία αύξηση της επισφαλούς εργασίας με παράλληλη κατάρρευση των μόνιμων θέσεων εργασίας. Ο λόγος απλός:
Η επιτυχία του δανέζικου/σκανδιναβικού μοντέλου που προκρίνει ο Μακρόν (και με το οποίο συμφωνεί ενθουσιωδώς το Βερολίνο) σημαίνει γενική αύξηση των μόνιμων θέσεων εργασίας (δηλαδή ότι ο αριθμός των απολυμένων θα είναι μικρότερος από τον αριθμό των νέων μόνιμων θέσεων).
Αυτό απαιτεί ένα αισιόδοξο οικονομικό περιβάλλον όπου οι επενδύσεις αυξάνονται επειδή οι εργοδότες περιμένουν αύξηση στη συνολική ζήτηση των προϊόντων τους.
Ομως, στο σημερινό ευρωζωνικό -και γαλλικό- σκηνικό όπου οι επενδύσεις βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδό τους από το 1950 (ως ποσοστό των συνολικών εισοδημάτων), η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που υπόσχεται ο Μακρόν θα φέρει μόνο ένα αποτέλεσμα:
την περαιτέρω αύξηση του ποσοστού των επισφαλών, εποχικών θέσεων εργασίας και τη μεταφορά του κόστους ασφάλισης της εργασίας στους μισθωτούς (μοντέλο Uber).
Λιτότητα και φορολογία του πλούτου
Η πεποίθησή μου ότι η απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας που υπόσχεται ο Μακρόν απλά θα ανακατανείμει τη μιζέρια μεταξύ των Γάλλων εργαζομένων, χωρίς να φέρει καμία σοβαρή αύξηση των επενδύσεων, ενισχύεται από την έτερη υπόσχεση του νέου προέδρου: ότι θα μειώσει δραστικά, μέσω πολιτικών λιτότητας, το κρατικό έλλειμμα του 3,5% επί του ΑΕΠ της Γαλλίας.
Από μόνη της αυτή η εξαγγελία, σε μια χώρα όπου οι κρατικές συναλλαγές φτάνουν στο 57% του ΑΕΠ και σε μια Ευρώπη που αναμένει εντός ολίγου το τέλος της εκτύπωσης χρήματος από την ΕΚΤ (του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» που βρίσκεται στα τελευταία του, λόγω πληθωριστικών πιέσεων στη Γερμανία), σημαίνει ένα πράγμα: μείωση της συνολικής ζήτησης, αύξηση της φτώχειας, έξαρση του φαινομένου της επισφαλούς μισθωτής εργασίας.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο Εμανουέλ Μακρόν υποσχέθηκε επιπλέον σημαντική μείωση του φόρου επί της ακίνητης περιουσίας καθώς και των επιδοτήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ολα αυτά τα μέτρα μαζί συνεργούν σε μια σταθερή αναδιανομή ενός στάσιμου εισοδήματος από εκείνους που οι ζωές τους θα γίνονται όλο και πιο επισφαλείς προς τους πλούσιους ιδιοκτήτες γης και κεφαλαίου.
Ευρωζώνη
Καλά, αυτά δεν τα γνωρίζει ο Μακρόν; Από τις μεταξύ μας συζητήσεις έχω την εντύπωση ότι τα γνωρίζει και πως, αντίθετα με άλλους πολιτικούς, διαθέτει την ικανότητα να τα κατανοεί κιόλας.
Τότε γιατί; Νομίζω ότι προχωρά προς την κατεύθυνση αυτή για έναν λόγο: Για να πείσει το Βερολίνο να προχωρήσει στην ομοσπονδοποίηση της ευρωζώνης – με την έκδοση κοινού χρέους (ευρωομόλογο), τη δημιουργία κοινού ταμείου ανεργίας, σοβαρών κοινών επενδυτικών προγραμμάτων.
Θεωρεί ότι μόνο αν το Παρίσι δείξει δείγματα γραφής, μόνο αν μειώσει τα ελλείμματα και «ελαστικοποιήσει» την αγορά εργασίας (με σοβαρό κόστος για τη γαλλική εργατική τάξη), θα μπορέσει να πείσει την Ανγκελα Μέρκελ ή τον Μάρτιν Σουλτς να πάνε στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή και να προτείνουν ομοσπονδοποίηση της ευρωζώνης στη βάση του επιχειρήματος ότι η Γαλλία επιτέλους δέχεται να μεταρρυθμιστεί προς την κατεύθυνση που απαιτεί το Βερολίνο. Εδώ έγκειται το μέγα λάθος του Εμανουέλ!
Ηδη, από την επομένη κιόλας της εκλογής του, εισέπραξε ένα μεγαλειώδες ΟΧΙ ως προς τις ιδέες του για την ευρωζώνη, τόσο από την Ανγκελα Μέρκελ όσο και από τον Μάρτιν Σουλτς, οι οποίοι συντονισμένα του είπαν:
Εχουμε τον ESM, δεν χρειάζονται νέοι κοινοί θεσμοί (με εξαίρεση κάποια διακοσμητικά επενδυτικά προγράμματα και όμορφα λόγια για μεγαλύτερη ευρωζωνική συνεννόηση, συζήτηση κ.λπ.).
Με άλλα λόγια, του μήνυσαν πως αν η Γαλλία ή η Ιταλία έχουν ανάγκη τα γερμανικά πλεονάσματα (για να ενισχυθούν οι επενδύσεις, η εργασία, οι τράπεζές τους), τότε μία λύση υπάρχει: η τρόικα στο... Παρίσι. (Σημ. Αυτό δεν σημαίνει πρόγραμμα του ESM;)
Συνοπτικά, σε περιβάλλον υποτονικών επενδύσεων, όσο κι αν στραφεί εναντίον των Γάλλων εργαζομένων ο Εμανουέλ Μακρόν (μέσα από τις πολιτικές απορρύθμισης και λιτότητας), το Βερολίνο δεν θα του δώσει τίποτα.
Και τι θα κάνει τότε; Χωρίς τη διάθεση να ασκήσει βέτο στην Ε.Ε. και στο Eurogroup, τα ωραία του σχέδια για την ευρωζώνη θα ξεχαστούν, όπως του Ολάντ προηγουμένως, και το μόνο που θα μείνει είναι ο θυμός και η απόγνωση που τρέφουν η λιτότητα, η μείωση των φόρων για τους πλούσιους και η απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας.
Οπως, λοιπόν, σου υποσχεθήκαμε, Εμανουέλ, με την ίδια αποφασιστικότητα που σταθήκαμε στο πλάι σου εναντίον του νεοφασισμού πριν από την περασμένη Κυριακή, από σήμερα στεκόμαστε απέναντί σου, εναντίον των πολιτικών σου που, τελικά, αποτελούν για τον νεοφασισμό ό,τι το διοξείδιο του άνθρακα για την κλιματική αλλαγή.