Διπλάσια σε μέγεθος απ’ ότι ήταν πριν την κρίση αλλά ακόμη μισή σε μέγεθος απ’ ότι στην ΕΕ είναι η μερική απασχόληση στην Ελλάδα.
Οπως προκύπτει από την εβδομαδιαία ανάλυση του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία στην Ελλάδα, 1 στους 10 εργαζόμενους απασχολείται με μερική απασχόληση, ενώ στην ΕΕ-28 το ποσοστό της μερικής απασχόλησης είναι διπλάσιο (2 στους 10). Και στις δύο περιοχές οι μερικώς απασχολούμενοι δουλεύουν κατά μέσο όρο 20 ώρες εβδομαδιαίως.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, στην Ελλάδα της κρίσης η μερική απασχόληση αποτελεί μία διέξοδο για επιχειρήσεις που αγωνίζονται να επιβιώσουν σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία δραματικής πτώσης του τζίρου, και που η παραγωγική τους διάρθρωση επιτρέπει αντίστοιχο προγραμματισμό για τις θέσεις εργασίας.
Το θετικό είναι ότι διασώζονται θέσεις εργασίας που είναι πλέον αρκετές, έστω και με μειωμένη συμμετοχή στην παραγωγή που μπορεί όμως να βελτιωθεί στα πρώτα σημάδια της ανάκαμψης. Η δυσάρεστη εξέλιξη είναι ότι σε κάποιους τομείς της αγοράς, ιδιαίτερα στις λιγότερο οργανωμένες επιχειρήσεις, αναπτύσσονται παράλληλα πολλές φορές, πρακτικές της αδήλωτης ή μερικά αδήλωτης εργασίας.
Οπως τονίζει, η διόγκωση της μη πλήρους απασχόλησης στα χρόνια της κρίσης είναι εντυπωσιακή. Η πλήρης απασχόληση, από 79% των νέων συμβάσεων πρόσληψης το 2009 διαμορφώνεται σε 46% περίπου, σημειώνοντας μάλιστα ελαφρά αύξηση σε σχέση με το ιστορικά χαμηλό 44,5% το 2015. Η αναστροφή της πτωτικής τάσης το 2016 είναι οριακή, και οφείλεται κυρίως στη μείωση της εκ περιτροπής απασχόλησης, ¾ της οποίας οδήγησαν σε αύξηση της μερικής απασχόλησης και ¼ σε αύξηση της πλήρους απασχόλησης, καθώς η ανεργία αποκλιμακώνεται.
Σε κάθε περίπτωση, για τις νέες προσλήψεις η εκ περιτροπής απασχόληση, έχει αυξηθεί από το 4% στο 15% του συνόλου μεταξύ 2009 και 2016, αντιστοίχως, η μερική απασχόληση από το 17% στο 40%.
Κλάδοι με μικρότερη μερική απασχόληση είναι εκείνοι που συμμετέχει το Δημόσιο ή υπάρχει έντονος συνδικαλισμός ή όπου ο ανταγωνισμός είναι περιορισμένος.
Για παράδειγμα, στη δημόσια διοίκηση, μόνο το 0,9% του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε μερική απασχόληση στην Ελλάδα (με μέσο όρο 9,5%) ενώ στην ΕΕ-28 το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 13,5% (με μέσο όρο 20,4%).
Στον κλάδο ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης ανέρχονται σε 2% στην Ελλάδα και 5% στην ΕΕ-28. Και στην άλλη πλευρά του ανταγωνιστικού τόξου, στον τουρισμό και το εμπόριο π.χ., η μερική απασχόληση στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10,5% και 16,4% αντιστοίχως, ενώ στην ΕΕ-28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 33,2% και 23,7%.
Στη μεταποίηση, τα αντίστοιχα ποσοστά μερικής απασχόλησης είναι πολύ κοντά (6,1% στην Ελλάδα και 7,8% στην ΕΕ-28).
Αυτό καταδεικνύει ότι υπάρχουν μεν τεχνολογικοί περιορισμοί που επηρεάζουν τη χρήση της μερικής απασχόλησης, αλλά ότι στη χώρα μας η πρακτική αυτή ακόμη έχει πολύ δρόμο να διανύσει γιατί μέχρι πριν λίγα χρόνια τόσο οι εργοδότες όσο και οι εργαζόμενοι είχαν την πολυτέλεια να την αποφεύγουν, ενώ σήμερα έχουμε αρχίσει να συγκλίνουμε προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθώς υιοθετούνται πιο ελαστικά παραγωγικά μοντέλα, όπου αυτό είναι δυνατό.
Υπάρχουν, επίσης, δύο κλάδοι όπου εμφανίζονται μεγάλες διαφορές στη χρήση της μερικής απασχόλησης μεταξύ Ελλάδας και ΕΕ-28.
Ο πρώτος αφορά τις κατασκευές. Ενώ πριν την κρίση (2008), η συσχέτιση ήταν στη σωστή κατεύθυνση (2,4% στην Ελλάδα, 6,1% στην ΕΕ-28), σήμερα (2016) η συσχέτιση έχει πλήρως ανατραπεί (16,5% στην Ελλάδα, 8,1% στην ΕΕ-28).
Και αυτό είναι υποδηλωτικό της ολοσχερούς καταστροφής του κλάδου των κατασκευών στην Ελλάδα στη διάρκεια της κρίσης, με την μερική απασχόληση να είναι η υψηλότερη απ’ όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας, με την εξαίρεση του κλάδου τέχνες/διασκέδαση που είναι ακόμη υψηλότερη, λόγω της φύσεως της εργασίας στον κλάδο αυτό.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά στον κλάδο υγείας/κοινωνικών υπηρεσιών, όπου στην Ελλάδα η χρήση της μερικής απασχόλησης είναι 5,7% όταν στην ΕΕ είναι 32,8%. Προφανώς και εδώ υπάρχουν εσωτερικές δυσκαμψίες στην οργάνωση της παραγωγικής λειτουργίας.