Σπάνια έχει αλλάξει μια πολιτική τόσο δραστικά και τόσο απρόσμενα κι εξίσου σπάνια οι αποφάσεις έγιναν τόσο γρήγορα πράξεις.
Όταν ανέλαβε τα ηνία των ΗΠΑ ο Πρόεδρος Τραμπ ο Μπασάρ Αλ Άσαντ θεωρείτο ένας χρήσιμος σύμμαχος στον αγώνα κατά του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους». Οι κουβέντες για αλλαγή καθεστώτος στο Λευκό Οίκο είχαν σταματήσει.
Αλλά η φρικτή επίθεση με τα χημικά όπλα τα άλλαξε όλα αυτά. Μέσα σε δύο ημέρες η Ουάσιγκτον αναθεώρησε την άποψή της για τον Σύρο πρόεδρο, επέλεξε τους στόχους και χτύπησε.
Εκείνο που δεν γνωρίζουμε μέχρι στιγμής είναι κατά πόσον πρόκειται για μια μεμονωμένη κίνηση αντιποίνων ή την έναρξη μιας παρατεταμένης εκστρατείας κατά του καθεστώτος.
Οι ευκαιρίες που ανοίγονται για τον Τραμπ
Όπως και νά ‘χει η εξαπόλυση στρατιωτικού πλήγματος μόλις 77 μέρες απ’ την ανάληψη της εξουσίας δίνει στον Τραμπ μια ευκαιρία να αλλάξει την αντίληψη περί σύγχυσης και αταξίας στην κυβέρνησή του.
Η επίθεση θα διαμορφώσει επίσης το πλαίσιο της συνάντησης την ερχόμενη εβδομάδα μεταξύ του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Ρεξ Τίλερσον και του Βλαντιμίρ Πούτιν – το πρώτο τετ-α-τετ μεταξύ του Ρώσου προέδρου και ενός μέλους της κυβέρνησης Τραμπ.
Πριν το πλήγμα στη βάση Αλ Σαριάτ το θέμα που αναμενόταν να κυριαρχήσει στη συνάντηση αυτή ήταν οι έρευνες για τις ρωσικές κυβερνοεπιθέσεις και η ανάμειξη στις προεδρικές εκλογές υπέρ του Τραμπ.
Αλλά η πυραυλική επίθεση δίνει την ευκαιρία στην κυβέρνηση Τραμπ να απαιτήσει απ’ τον Πούτιν είτε να συγκρατήσει είτε να απομακρύνει τον Μπασάρ αλ Άσαντ απ’ την εξουσία, ειδάλλως ο Τραμπ θα επεκτείνει την περιορισμένη αμερικανική στρατιωτική δράση και μάλιστα γρήγορα, αν δεν συνεργαστεί το Κρεμλίνο.
Πολλοί απ’ τους συνεργάτες του Μπαράκ Ομπάμα, μεταξύ των οποίων κι ο υφυπουργός Εξωτερικών Άντονι Τζ. Μπλίνκεν, ζητούσαν απ’ τον τότε πρόεδρο να αναλάβει ανάλογη δράση κατά των δυνάμεων του Άσαντ το καλοκαίρι του ‘13, όταν ο Ομπάμ είχε χαράξει κόκκινη γραμμή αναφορικά με τη χρήση των χημικών όπλων του Σύρου ηγέτη.
Αλλά αντί να αναλάβει τη δράση που είχε απειλήσει ο Ομπάμα. πίεσε με τη βοήθεια της Μόσχας τον Άσαντ να αποδεχθεί τη μεταφορά εκτός Συρίας του χημικού του οπλοστασίου -όχι ολόκληρου, όπως αποδείχθηκε-.
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ είχε χαρακτηρίσει εκείνη την απόφαση του Ομπάμα σύμβολο αμερικανικής αδυναμίας που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Υπ’ αυτή την έννοια η χθεσινή του κίνηση ήταν τρόπον τινά προδιαγεγραμμένη.
Οι κίνδυνοι που απορρέουν
Αλλά πέραν απ ‘τις ευκαιρίες που ανοίγονται για τον Τραμπ, από το χθεσινό πλήγμα απορρέουν και κίνδυνοι για τις επόμενες εβδομάδες, όταν καταλαγιάσει η ικανοποίηση που ο Άσαντ πλήρωσε κάποιο τίμημα για τις ωμότητες των δυνάμεών του.
- Κι ο πρώτος κίνδυνος είναι να αποτύχει το τέχνασμά του με τον Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να προτιμούσε να εκλεγεί ο Τραμπ κι όχι η Χίλαρι Κλίντον, αλλά είναι μάλλον απίθανο να μπει σε μια συμφωνία που θα απειλήσει τη ρωσική επιρροή στη Συρία, το κύριο πάτημά του στη Μέση Ανατολή. Μην ξεχνούμε ότι στη Λατάκεια της Συρίας βρίσκεται η βασικότερη στρατιωτική βάση της Ρωσίας εκτός των συνόρων της.
- Ένας δεύτερος κίνδυνος για τον Τραμπ είναι μήπως εστιάζοντας στον Άσαντ, βάλει στην άκρη τον βασικό του στόχο στην περιοχή, δηλαδή την εξουδετέρωση του «Ισλαμικού Κράτους». Γιατί εάν καταρρεύσει η Συρία, μπορεί να γίνει άντρο Ισλαμιστών τρομοκρατών – δηλαδή ακριβώς αυτό που απεύχεται και προσπαθεί να αποτρέψει ο Αμερικανός πρόεδρος.
Βέβαια, είναι άγνωστο κατά πόσον οι τζιχαντιστές, που υφίσταντο αλλεπάλληλες ήττες στα πεδία των μαχών προτού παραλάβει ο Τραμπ τη σκυτάλη απ’ τον Ομπάμα, είναι σήμερα σε θέση να εκμεταλλευτούν μια ακόμη πιο κατακερματισμένη Συρία. Αλλά στην Ουάσιγκτον έχουν μάθει πλέον καλά το μάθημα -βάσει της εμπειρίας της προηγούμενης δεκαετίας απ’ το Ιράκ- ότι όποτε δημιουργείται κενό εξουσίας στην περιοχή αυτή, οι Ισλαμιστές εξτρεμιστές θα το εκμεταλλευτούν-υπό οιαδήποτε σημαία κι αν μάχονται-.
- Ο τρίτος κίνδυνος είναι ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει επεξεργαστεί κάποιο βιώσιμο σχέδιο για την ειρήνευση στη Συρία. Οι υπό αμερικανική καθοδήγηση διαπραγματεύσεις για την επίτευξη κάποιας μορφής ειρηνευτικής συμφωνίας έχουν καταρρεύσει. ΚΙ ο νέος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, δεν έχει δείξει ως τώρα διάθεση να αρχίσει νέο γύρο διαβουλεύσεων.
Σίγουρα ο λόγος που έκανε τον Τραμπ να διατάξει στρατιωτική δράση για πρώτη φορά στην προεδρία του δεν είναι αυτός που ο ίδιος θα ήθελε. Προεκλογικά είχε απορρίψει την ιδέα επεμβάσεων για ανθρωπιστικούς λόγους, ενώ στους Τάιμς της Νέας Υόρκης είχε πει ότι αδυνατούσε να προσδιορίσει τις συνθήκες που θα τον έβαζαν σε πειρασμό να χρησιμοποιήσει τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις για να υπερασπιστεί έναν ξένο λαό από έναν ωμό δικτάτορα. Απλώς δεν κόλλαγε με το όραμά του να υπερασπιστεί «πρώτα την Αμερική».
Αλλά όπως και πολλοί απ’ τους προκατόχους του ο Τραμπ δεν επέλεξε τις περιστάσεις που τον οδήγησαν να διατάξει για πρώτη φορά μια τέτοια στρατιωτική κίνηση. Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ενέργεια αυτή θα αποδειχθεί κάτι περισσότερο από μια συμβολική επίδειξη δύναμης.