Σε μετανάστευση των επιχειρήσεων αλλά και άνθηση της παραοικονομίας οδηγεί η υπεροφορλόγηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, οδηγώντας σε συρρίκνωση τη νόμιμη αγορά και κατά συνέπεια τα φορολογικά έσοδα, επισημαίνει ο ΣΕΒ σε ανάλυσή του.
Τα αλκοολούχα ποτά είναι ένα από τα πλέον ενδεικτικά παραδείγματα στα οποία οι φορολογικές υπερβολές έχουν οδηγήσει τελικά σε συρρίκνωση της νόμιμης αγοράς και την άνθηση της παραοικονομίας. Οπως επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές του ΣΕΒ, πρόκειται για έναν κλάδο που, κατά τον ΙΟΒΕ, εξασφάλιζε άμεσα και έμμεσα 50.000 θέσεις εργασίας και εισοδήματα στην αλυσίδα αξίας σχεδόν 500 εκατ. ευρώ το 2008, και στον οποίο πλέον η νόμιμη αγορά έχει συρρικνωθεί πάνω από 50% την ώρα που μια σειρά αυξήσεων των φόρων στα νόμιμα προϊόντα οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε υπερδιπλασιασμό του ΕΦΚ σε €2.550 ανά εκατόλιτρο, από €1.135 το 2008.
Λόγω του υπερδιπλασιασμού του φόρου που αντιστάθμισε τη συρρίκνωση της νόμιμης αγοράς, το κράτος ακόμα άμεσα διασφαλίζει ακόμα τα ίδια περίπου έσοδα σε ΕΦΚ (Δ10), αλλά τα έμμεσα έσοδα του από τους εργαζόμενους που έχουν μείνει άνεργοι και την επιχειρηματική δραστηριότητα που έχει διακοπεί έχουν μειωθεί, καθιστώντας έτσι το ισοζύγιο εσόδων των φορο-υπερβολών για το κράτος αρνητικό.
Για τη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα μόνο οι εξαγωγές δίνουν μια διέξοδο, αν και η βελτίωση των επιδόσεων κατά 30% την περίοδο 2009-2014 δεν αρκεί να αντισταθμίσει τη μεγάλη υποχώρηση της νόμιμης εγχώριας αγοράς. Την ίδια ώρα η κατανάλωση δεν έχει στην πραγματικότητα μειωθεί, απλά ένα μεγάλο ποσοστό έχει μετακινηθεί σε προϊόντα με χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση ή σε παράνομα προϊόντα που διαφεύγουν το φόρο.
Ένας κρίσιμος παράγοντας που επηρεάζει την ελαστικότητα με την οποία αντιδρά η επίσημη αγορά στις φορολογικές υπερβολές είναι η εύκολη πρόσβαση σε ένα υποκατάστατο με χαμηλότερη φορολογία ή σε ένα προϊόν που διατίθεται παράνομα. Ειδικά για τα παράνομα αγαθά, εκτός από το γεγονός ότι δεν καταβάλλεται κανένας φόρος, είτε είναι ειδικός φόρος κατανάλωσης, είτε ΦΠΑ, είτε εισοδήματος είτε ασφαλιστική εισφορά, τίθενται σοβαρά ζητήματα ποιότητας, καθώς τα παράνομα προϊόντα δεν περνάνε από κανέναν ποιοτικό έλεγχο και καθώς δεν γίνεται καμία καταγραφή στοιχείων που να επιτρέπουν ιχνηλασιμότητα.
Έτσι, το παράνομο προϊόν παρακάμπτει τον κρατικό έλεγχο όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην καταβολή των φόρων και εισφορών, αλλά και σε ό,τι αφορά τους μηχανισμούς προστασίας του καταναλωτή, με την κατασταλτική αλλά και προληπτική τους δράση. Συνεπώς, ο καταναλωτής παραμένει εντελώς απροστάτευτος στο ενδεχόμενο η κατανάλωση ενός χαμηλής ποιότητας και επικίνδυνου προϊόντος να προκαλέσει βλάβη στην υγεία του.
Καθώς η Ελλάδα, στα πλαίσια του γενικότερου φοροπρωταθλητισμού στον οποίο επιδίδεται, έχει πλέον από τους υψηλότερους φόρους και στα αλκοολούχα ποτά, δεν αποτελεί παράδοξο ότι οι αρχές, συνεπικουρούμενες από τις προσπάθειες αύξησης της αποτελεσματικότητας των ελέγχων σε κάθε επίπεδο από την Αστυνομία και το Λιμενικό έως τα Τελωνεία, εντοπίζουν όλο και μεγαλύτερες ποσότητες παράνομων αλκοολούχων.
Πρέπει να τονιστεί επίσης, ότι ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η γειτνίαση με χώρες με σημαντικά χαμηλότερη φορολογία ενισχύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι συνοριακοί έλεγχοι τόσο ως αποτέλεσμα της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων εντός της ΕΕ, αλλά και συγκεκριμένων αδυναμιών της νομοθεσίας περί λαθρεμπορίου. Μια τέτοια αδυναμία εντοπίζεται ειδικά στις περιπτώσεις που συνοριακοί έλεγχοι αποκαλύπτουν παράνομα αλκοολούχα, για τα οποία υπάρχει η δυνατότητα να πληρωθούν στη συνέχεια ο φόρος και το πρόστιμο και αυτά να αποδεσμευτούν για νόμιμη διάθεση πλέον στην αγορά.
Πέρα από τις επιπτώσεις στα κρατικά έσοδα, καθώς το κράτος μπορεί να έχει διατηρήσει τα έσοδα του από ΕΦΚ αλλά έχει χάσει τους φόρους και τις εισφορές εργαζομένων από τις νόμιμες επιχειρήσεις που έχουν συρρικνωθεί ή κλείσει, και πέρα από το ζήτημα της μειωμένης προστασίας των καταναλωτών, αυτή η κατάσταση προκαλεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των επιχειρήσεων που πληρώνουν κανονικά τους φόρους και που απασχολούν νόμιμα εργαζόμενους.
Ειδικά στην Ελλάδα, υπάρχει ένας ακόμα λόγος γιγάντωσης του φαινομένου συρρίκνωσης της νόμιμης και ανάπτυξης της παράνομης αγοράς. Πρόκειται για την κατάχρηση του θεσμού των διήμερων αμβυκούχων (δηλαδή μικροπαραγωγών που δικαιούνται από το νόμο ως συνέχεια της παράδοσης και για ορισμένα διήμερα να αποστάξουν πολύ μικρές ποσότητες για καταρχήν ίδια χρήση αλλά και περιορισμένη διακίνηση) οι οποίοι παράγουν και εμπορεύονται ως χύμα προϊόν μεγάλες, και πέρα των νόμιμων προβλέψεων, ποσότητες τσίπουρου, με πολύ μειωμένη φορολογία.
Συγκεκριμένα, ενώ η Ελλάδα έχει πλέον από τους υψηλότερους φόρους στα αλκοολούχα ποτά, προβλέπει πολύ μειωμένη φορολογία για την παραγωγή των διήμερων αμβυκούχων οι οποίοι πληρώνουν φόρο μόνο €140/100 λίτρα αιθυλικής αλκοόλης, αντί των €2.550/100 λίτρα που πληρώνουν οι λοιποί παραγωγοί και εισαγωγείς.
Η αδυναμία των αρχών να προβούν σε εξονυχιστικούς ελέγχους, λόγω ελλείψεων ανθρωπίνων και άλλων πόρων αλλά και οργανωτικών και θεσμικών αδυναμιών, οδηγεί σε σημαντική απώλεια φορολογητέας ύλης.
Τελικά αυτή κατάσταση ζημιώνει τους σωστούς επαγγελματίες του κλάδου, ανεξαρτήτως μεγέθους. Δεν χάνεται μόνο μερίδιο αγοράς από τους μεγαλύτερους παραγωγούς τσίπουρου και ούζου, οι οποίοι βλέπουν την επίσημη αγορά να εξαφανίζεται και να στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην αγορά χύμα προϊόντος διήμερων παραγωγών ή καταχρηστικά ονομαζόμενου «τσίπουρου» .
Επιπλέον, το παράνομο αυτό προϊόν διακινείται χωρίς παραστατικά και χωρίς ποιοτικό έλεγχο, δημιουργώντας έτσι και νομική βάση σε όσους δυνητικά θέλουν κάποια μέρα να αμφισβητήσουν την προστασία των προστατευόμενων γεωγραφικών ενδείξεων «τσίπουρο» και «τσικουδιά». Ζημιά υφίστανται όμως και οι μικροί παραγωγοί, και οι συνεργαζόμενοι με αυτούς επαγγελματίες, που έχουν το μεράκι και την ικανότητα να προσφέρουν ένα παραδοσιακό προϊόν με ποιότητα. Για αυτούς η ευρύτατη χρήση του ανώνυμου παράνομου προϊόντος διαμορφώνει μια αγορά στην οποία όσοι προσφέρουν νόμιμα μικρές ποσότητες ενός υψηλής ποιότητας προϊόντος ουσιαστικά δεν έχουν καμία εμπορική τύχη.
Έτσι όσοι πλουτίζουν εις βάρος του έντιμου φορολογούμενου και του ανυποψίαστου καταναλωτή διακινώντας μεγάλες ποσότητες λαθραίου και ποιοτικά αμφίβολου προϊόντος ασκούν επίσης έναν αθέμιτο ανταγωνισμό που στερεί τις δυνατότητες ανάπτυξης από το νόμιμο μικροπαραγωγό.