Παρά τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, «παραμένουμε εντός του αρχικού σχεδιασμού» δήλωσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, σε ομιλία του στον Χολαργό.
Με θέμα: «Από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια, στη βιώσιμη ανάπτυξη και το τέλος της επιτροπείας» ο κ.Δραγασάκης σχολίασε «Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται, όσο κανείς άλλος, για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
«Εφόσον η δεύτερη αξιολόγηση κλείσει με μια συνολική συμφωνία, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, τον Απρίλιο ή λίγο μετά τη σύνοδο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, τότε τα επόμενα βήματα μπορούν να επιταχυνθούν με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές και την επιτάχυνση της ανάκαμψης το δεύτερο εξάμηνο του 2017», δήλωσε ο αντιπρόεδρος.
Επανέλαβε ότι «κάθε συζήτηση για τέταρτο μνημόνιο είναι άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη», διότι «το τέταρτο μνημόνιο ούτε προσφέρεται ούτε αντέχεται και ευτυχώς δεν χρειάζεται».
Ολόκληρη η ομιλία Δραγασάκη:
Πριν αναφερθώ στα θέματα της συγκυρίας θα ήθελα να κάνω μια μικρή αναφορά στις αφετηρίες αυτής της βασανιστικής πορείας της κοινωνίας και του λαού μας, στις αιτίες δηλαδή της κρίσης και της χρεοκοπίας από την οποία αγωνιζόμαστε να βγούμε.
Διότι προϋπόθεση για να βγούμε από την κρίση είναι να γνωρίζουμε τις αιτίες της.
Ποια η αιτία της χρεοκοπίας
Μια βασική διαπίστωση που πρέπει να κάνουμε είναι ότι η αιτία που χρεοκόπησε το κράτος και στη συνέχεια η χώρα δεν ήταν η έλλειψη πόρων αλλά η άνιση και σπάταλη χρήση τους. Δεν ήταν τα ελλείμματα αλλά οι αιτίες που τα δημιούργησαν.
Στα χρόνια πριν από την κρίση υπήρξε αφθονία πόρων.
Η είσοδος στο ευρώ επέτρεψε το φτηνό δανεισμό. Κράτος, τράπεζες και επιχειρήσεις δανείστηκαν μέσα σε μια δωδεκαετία (1996-2007) πάνω από 300 δισ. ευρώ. Από τα ευρωπαϊκά Ταμεία εισέρευσαν στη χώρα επιπλέον περισσότερα από 60 δισ. ευρώ. Ενώ στη διάθεση των τραπεζών τέθηκαν καταθέσεις που την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 100 δισ. ευρώ. Όπως πιστοποιεί και ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (κ. Καραμούζης), σ’ αυτήν τη χαμένη δεκαετία, όπως εύστοχα την αποκαλεί, στη χώρα και στο οικονομικό σύστημα εισέρευσαν πρωτοφανή ποσά της τάξης των 400-500 δισ. ευρώ. Όμως «οι σημαντικοί αυτοί πόροι και το εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού δεν αξιοποιήθηκαν για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τη δημιουργία μιας σύγχρονης ανταγωνιστικής οικονομίας». Αυτά λέει ένας από τους τραπεζίτες που έζησαν από τα μέσα τη φάση αυτή. Όμως δεν είναι μόνο αυτό.
Από το 1993 ως το 2007 για σχεδόν 15 χρόνια η οικονομία ήταν σε ανοδική τροχιά. Το εθνικό εισόδημα αύξανε χρόνο με το χρόνο με σχετικά υψηλούς ρυθμούς. Όμως η κατανομή του παραγόμενου πλούτου γινόταν άνισα. Και τα έσοδα του κράτους λόγω της άνισης φορολογίας και της φοροδιαφυγής ήταν αναντίστοιχα των αναγκών. Οι κυβερνήσεις της εποχής προτιμούσαν να δανείζονται και να χρεώνουν το κράτος και το λαό με δυσβάσταχτα χρέη παρά να φορολογούν αναλογικά τον πλούτο και να πατάσσουν τη φοροδιαφυγή.
Από την άλλη μεριά, οι κυβερνήσεις της εποχής ήταν «εύκολες» στις δαπάνες και τις σπατάλες.
Τότε ήταν που γινόταν το «πάρτυ» με τα εξοπλιστικά και τις μίζες. Τώρα έστω και με καθυστέρηση αυτά βγαίνουν στη φόρα. Ερευνώνται. Πάνε στη δικαιοσύνη. Και οι υπεύθυνοι λογοδοτούν.
Τότε ήταν που γινόταν το πάρτυ με τις υπερτιμολογήσεις των δημοσίων έργων. Τώρα τα καρτέλ εργολάβων ξεσκεπάζονται, οι υπεύθυνοι δικάζονται και τα πρόστιμα πληρώνονται. Τότε ήταν το πάρτυ με τα φάρμακα που έκανε να έχουμε ένα από τα πιο δαπανηρά συστήματα Υγείας και να γονατίζουν από τα υπέρογκα έξοδα κράτος, ασφαλιστικά Ταμεία και ασθενείς. Τώρα οι φάκελοι ανοίγουν, τα σκάνδαλα ερευνώνται και οι υπεύθυνοι οδηγούνται στη δικαιοσύνη.
Τότε ήταν το όργιο με τα δάνεια χωρίς εγγυήσεις προς τα κυβερνητικά κόμματα και προς επιχειρήσεις ΜΜΕ που αυξάνονταν διαρκώς ακόμη και όταν είχε γίνει φανερό πως θα μείνουν απλήρωτα.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν διαρκή ελλείμματα, τα χρέη και τελικά η χρεοκοπία.
Ποιος ο χαρακτήρας της κρίσης
Η κρίση που ζούμε δεν ήταν μόνο δημοσιονομική. Ούτε ήταν μόνο κρίση δημόσιου χρέους. Και οι δυο αυτές εκδηλώσεις της κρίσης είναι έκφραση βαθύτερων αίτιων. Ο πυρήνας της κρίσης ήταν το σύστημα εξουσίας, το μοντέλο διακυβέρνησης και το υπόδειγμα ενός κρατικοδίαιτου και παρασιτικού καπιταλισμού που αν και προϋπήρχε, γιγαντώθηκε στην ύστερη φάση της μεταπολίτευσης.
Εκείνο δηλαδή που οδήγησε στην κρίση δεν ήταν οι δήθεν παροχές στα λαϊκά στρώματα, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι απολογητές του χρεοκοπημένου υποδείγματος. Εκείνο που ευθύνεται για την κρίση ήταν ένα υπόδειγμα ρηχής και άναρχης ανάπτυξης. Ένας τρόπος διανομής του πλούτου και αξιοποίησης των διαθεσίμων πόρων άνισος και σπάταλος. Ένα κλειστό σύστημα, ένα καρτέλ δικομματικής εξουσίας που είχε υπό τον αποκλειστικό έλεγχό του το κράτος, τους ευρωπαϊκούς πόρους, τις τράπεζες, τα ΜΜΕ και άλλους μηχανισμούς της πολιτικής, της επικοινωνιακής και της οικονομικής εξουσίας.
Ήταν ένα πολυδαίδαλο σύστημα που εξασφάλιζε εύκολο και προκλητικό πλουτισμό για τις κυρίαρχες τάξεις και επιλεκτικά για ανώτερα μεσαία στρώματα, χωρίς να δημιουργείται ταυτόχρονα μια σύγχρονη παραγωγική βάση και μια βιώσιμη και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία. Είναι το ίδιο σύστημα το οποίο και σήμερα αντιδρά σε κάθε αλλαγή που ξηλώνει τα ερείσματα του, καταργεί τα προνόμια του, πλήττει τη δύναμη του.
Πως θα βγούμε λοιπόν από αυτή τη κρίση; Πως και πότε θα απαλλαγούμε από τα μνημόνια και την επιτροπεία; Γιατί η Ελλάδα είναι η μόνη από τις χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο και παραμένει σ αυτά;
Το ερώτημα αυτό συνδέεται με ένα ζήτημα που ενδεχομένως θα καταγραφεί στη παγκόσμια ιστορία. Και αυτό είναι ότι το φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε, τα Μνημόνια δηλαδή, το πρώτο και το δεύτερο, όχι μόνο δεν αντιμετώπισε, αλλά προκάλεσε μετάσταση και πολλαπλασιασμό της κρίσης.
Η κρίση επεκτάθηκε σε τομείς που αρχικά δεν είχαν πληγεί, όπως το τραπεζικό σύστημα, προκαλώντας παντού εστίες και φαύλους κύκλους αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων. Οι συνέπειες για την οικονομία και τη κοινωνία ήταν καταστροφικές. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: 25% σωρευτική μείωση του εθνικού εισοδήματος, 27% η ανεργία, 40% μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ο λόγος λοιπόν που η χώρα ακόμη βρίσκεται στα Μνημόνια, η μόνη μεταξύ εκείνων των κρατών που χρειάστηκαν στήριξη, είναι ότι στην Ελλάδα βιώσαμε μια διπλή κρίση. Από τη μία την κρίση που προκάλεσαν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι το 2010 από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και από την άλλη η δευτερογενής, η παράγωγη κρίση που επέφεραν οι πολιτικές του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου.
ΕΡΩΤΗΜΑ: αυτό δεν συνέβη και στις άλλες χώρες που είχαν μνημόνια;
Παντού υπήρξε λιτότητα, ύφεση, ανεργία. Όμως η διάρκεια και η ένταση που πήραν σε μας τα δεινά αυτά δεν υπήρξε πουθενά αλλού, ούτε στην Κύπρο, ούτε στην Πορτογαλία, ούτε στην Ιρλανδία.
Πως θα γίνει όμως η μετάβαση από τη χρεοκοπία και τα Μνημόνια στη βιώσιμη ανάπτυξη και το τέλος της επιτροπείας;
Για να βγούμε λοιπόν από αυτή την πολλαπλή κρίση πρέπει να τα αλλάξουμε όλα.
Το παραγωγικό σύστημα διότι δεν είναι ούτε παραγωγικό ούτε βιώσιμο, αλλά ούτε δίκαιο.
Το κράτος διότι όπως λειτουργεί ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς είναι διαποτισμένο από μια γραφειοκρατική αντιαναπτυξιακή και αντιεπενδυτική κουλτούρα και συχνά από μια εχθρότητα προς τον πολίτη, παρά τις φιλότιμες μερικές φορές προσπάθειες των δημοσίων λειτουργών.
Τον τρόπο διακυβέρνησης διότι όπως λειτουργεί σήμερα αφήνει έξω από το σύστημα διακυβέρνησης την κοινωνία, τις προτάσεις, την αξιολόγηση και τον έλεγχο των πολιτών.
Πώς θα προχωρήσουμε λοιπόν; πως θα συνδυάσουμε τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις με στόχους που τους υπερβούν ή και είναι σε αντίθεση με αυτές;
Κρίσιμοι κρίκοι αυτής της μετάβασης είναι:
Η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και συνολικά του Προγράμματος αποτελεί ένα κρίσιμο κρίκο. Διότι η έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος στο οποίο έχουμε δεσμευθεί, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο, προϋπόθεση για την ανάκτηση της πολιτικής αυτονομίας. Θα αναφερθώ στη συνέχεια στη πορεία και τις προοπτικές της διαπραγμάτευσης.
Δεύτερος κρίσιμος κρίκος είναι η ελάφρυνση του χρέους. Διότι ακόμη κι αν μπορέσουμε να βγούμε στις αγορές χωρίς ρύθμιση του χρέους η έξοδος αυτή δεν θα είναι διατηρήσιμη, όπως έγινε και το 2014 με την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Εξέδωσαν ένα ομόλογο αλλά το επόμενο δεν μπόρεσε καν να διατεθεί. Εμείς θέλουμε η έξοδος στις αγορές να είναι διατηρήσιμη και με ανεκτό επιτόκιο.
Η λύση που τώρα διεκδικούμε το ξέρουμε ότι δεν θα ήταν η ριζική λύση που θα επιθυμούσαμε και αυτή η ριζική λύση παραμένει στόχος για διεκδίκηση. Μπορεί όμως να εξασφαλίσει την πρόσβαση στις αγορές δανεισμού και να μας φέρει σε μια θέση συγκρίσιμη με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με δυνατότητα να αγωνιστούμε από κοινού για κοινή πανευρωπαϊκή επίλυση του προβλήματος.
Ο τρίτος κρίσιμος κρίκος είναι να μπορέσουμε διαμορφώσουμε και να εφαρμόσουμε μια νέα αναπτυξιακή στρατηγική η όποια θα μας επιτρέψει να πετύχουμε την ανασυγκρότηση της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας δραστικά και έγκαιρα έτσι ώστε να αντιστρέψουμε τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις και να αντιμετωπίσουμε το οξύ κοινωνικό πρόβλημα της χώρας τόσο στη διάσταση της απασχόλησης όσο και σ εκείνο της κοινωνικής ασφάλισης. Για να κατανοηθεί η κρισιμότητα του θέματος επισημαίνω ότι, όπως ίσως σας είναι γνωστό, ορισμένοι παράγοντες του ΔΝΤ υποστήριξαν πρόσφατα ότι θα χρειαστούμε πάνω από 20 χρόνια για να φέρουμε την ανεργία και την οικονομία στα πριν τη κρίση επίπεδα. Αυτό θα ήταν καταστροφικό.
Διότι αν επιβεβαιωνόταν η εκτίμηση αυτή, θα συνεχιζόταν η εκροή νέων στο εξωτερικό. Η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού θα επιδείνωνε τόσο το κοινωνικό όσο και το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας. Με την αναπτυξιακή στρατηγική που επεξεργάζεται η κυβέρνηση θέλουμε να μειώσουμε την ανεργία από το 23% που είναι σήμερα κάτω από το 13% σε πέντε χρόνια και να δημιουργήσουμε συνθήκες όχι μονό ανακοπής της εκροής αλλά και επιστροφής των νέων που έχουν φύγει.
Ο τέταρτος κρίσιμος κρίκος είναι η ικανότητα μας να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε όλες εκείνες τις αλλαγές στο κράτος, την οικονομία, τους θεσμούς που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση των άμεσων οξυτάτων προβλήματα και για τη μετάβαση στο νέο παραγωγικό και κοινωνικό υπόδειγμα που θέλουμε να δημιουργήσουμε.
Ο πέμπτος και πιο κρίσιμος ίσως κρίκος αυτής της διαδικασίας είναι η δυνατότητα και η ικανότητα της ίδιας της κοινωνίας να αναδείξει εκείνα τα κοινωνικά υποκείμενα, και εκείνες τις μορφές κοινωνικού κινήματος που θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτή τη διαδικασία μετασχηματισμού και να την οδηγήσουν σε ακόμη πιο προωθημένο και ριζοσπαστικό κοινωνικό περιεχόμενο. Και μαζί μ’ αυτό η ικανότητα και η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσει τους δεσμούς του με την κοινωνία, να εμπνεύσει, να οργανώσει και να εκφράσει πολιτικά την ενεργοποίηση της κοινωνίας και τη συμμέτοχη της στο έργο της ανασυγκρότησης.
Γιατί μεταρρυθμίσεις; Ποιες και με ποιο κοινωνικό πρόσημο;
Λίγα λόγια ειδικά για τις μεταρρυθμίσεις επειδή γίνεται πολλή παραπλανητική δημαγωγία και λαϊκισμός από τη ΝΔ. Ο όρος βέβαια «μεταρρύθμιση» είναι κακοποιημένος και στη συνείδηση του κόσμου έχει ταυτιστεί με περικοπές και λιτότητα. Χρειάζεται επομένως μια ανανοηματοδότησή του.
Όμως εκείνο που έχει πρακτική πολιτική σημασία είναι το εξής. Το πραγματικό δίλημμα δεν είναι «ναι ή όχι στις μεταρρυθμίσεις», αλλά «ναι ή όχι σε ποιές μεταρρυθμίσεις»; Με ποιό κοινωνικό πρόσημο; Με ποιά κατανομή βαρών και κερδών; Για την υλοποίηση ποιού σχεδίου και την επίτευξη ποιού σκοπού;
Η κυβέρνηση μαζί με τις μεταρρυθμίσεις που αποτελούν μνημονιακές δεσμεύσεις προσπαθεί να προωθεί τρεις ομάδες αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που απαντούν σε συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας:
α) Παρά τους ασφυκτικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς η κυβέρνηση προωθεί κατά προτεραιότητα μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις, με σαφές κοινωνικό πρόσημο και στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και συνοχής, την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης και των διακρίσεων. Η θεσμοθέτηση του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, η πρόσβαση στο σύστημα Υγείας των ανασφάλιστων πολιτών, οι στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η επιμονή στην επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες συναφείς πρωτοβουλίες της κυβέρνησης κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση.
β) Μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις που αφορούν σε ιστορικά ελλείμματα και αναχρονισμούς που επιδεινώνουν το κοινωνικό και το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας. Αν και πρόκειται ουσιαστικά για αστικούς εκσυγχρονισμούς κατεστημένα συμφέροντα και αντιδραστικές κοινωνικές συμμαχίες εμποδίζουν την επίλυση τους.
Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις που παρατηρούμε. Εδώ αναφέρομαι στη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου, τη συγκρότηση πλήρους περιουσιολογίου, την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, τον επανακαθορισμό των σχέσεων κράτους εκκλησίας, τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης και της διοίκησης, τη δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών και θεσμών καταπολέμησης της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής.
γ) Τέλος, μεταρρυθμίσεις και δημιουργία νέων θεσμών για τη μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα όπως ο μηχανισμός του εξωδικαστικού διακανονισμού των χρεών, η διαμόρφωση εναλλακτικών θεσμών χρηματοδότησης, η κοινωνική οικονομία, κλαδικές και τομεακές πολιτικές και άλλα εργαλεία σχεδιασμού και προώθησης της βιωσιμότητας και της δικαιοσύνης στο πεδίο της αναπτυξιακής διαδικασίας
Ξανακερδίζοντας την αυτονομία της χώρας
Θα ολοκληρώσω με τα θέματα της διαπραγμάτευσης και της δεύτερης αξιολόγησης.
Πολύ λόγος γίνεται για την καθυστέρηση στη διαδικασία της αξιολόγησης και στις αρνητικές συνέπειες αν αυτή παραταθεί.
Να μου επιτραπεί να πω ότι η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται όσο κανείς άλλος για την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Παράλληλα, έχει διακηρύξει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί παράλογες απαιτήσεις, που αν υιοθετούντο θα διαιώνιζαν το φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ήδη καταπονημένη κοινωνία.
Σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες η χώρα δεν έχει ανάγκη ούτε από «Πόντιους Πιλάτους» ούτε από «ουδέτερους θεατές-σχολιαστές».
Σε κάθε περίπτωση, παρά τις καθυστερήσεις που παραμένουμε εντός του αρχικού σχεδιασμού. Εφόσον η δεύτερη αξιολόγηση κλείσει με μια συνολική συμφωνία, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, τον Απρίλιο ή λίγο μετά τη σύνοδο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, τότε τα επόμενα βήματα μπορούν να επιταχυνθούν με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη δοκιμαστική έξοδο στις αγορές και την επιτάχυνση της ανάκαμψης το β’ εξάμηνο το 2017 .
Ωστόσο όπως δείχνει και η διαδικασία της δεύτερης αξιολόγησης, η πορεία αυτή πρέπει να θωρακιστεί και ο χρόνος που έχει απομείνει να αξιοποιηθεί με τρόπο παραγωγικό.
Η πορεία πρέπει να θωρακισθεί διότι όπως δείχνουν οι διαμάχες σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση, ενώ εμείς ορθά επικαλούμαστε το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, υπάρχουν δυνάμεις εκτός αλλά και εντός της Ευρώπης που θέλουν να απαλλαγούν από αυτό.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε να επιστρέψουμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή αυτής της κανονικότητας και τη μετατόπιση των εξελίξεων προς τα δεξιά.
Ενώ εμείς επιδιώκουμε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας, υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την αποδυνάμωση ή και την κατάργησή τους σε όλη την Ευρώπη. Και δυστυχώς με τις δυνάμεις αυτές συμπράττουν και εγχώριες δυνάμεις.
Αυτό δείχνει ότι για μια ακόμα φορά η χώρα μας γίνεται πεδίο ευρύτερων αντιπαραθέσεων που αφορούν το μέλλον όχι μόνο της χώρας μας αλλά και όλης της Ευρώπης. Γεγονός που από τη μια μας δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, από την άλλη δημιουργεί και δυνατότητες ευρύτερων συμμαχιών και συμπράξεων, δυνατότητες τις οποίες η χώρα πρέπει για πολλούς λόγους να αξιοποιεί και η σημερινή κυβέρνηση να διευρύνει όπως και να επιχειρεί.
Οι προτεραιότητες και οι στόχοι της κυβέρνησης είναι σαφείς.
Η ακραία αβεβαιότητα που τείνει να επικρατήσει στις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες εξελίξεις καθώς και οι συνθήκες αστάθειας που επικρατούν στην ευρύτερη περιοχή καθιστούν κορυφαία εθνική προτεραιότητα τον τερματισμό το συντομότερο δυνατό της ειδικής επιτροπείας που έχει επιβληθεί στη χώρα. Κάθε συζήτηση για 4ο μνημόνιο είναι άστοχη και μπορεί να καταστεί επικίνδυνη. Διότι το 4ο μνημόνιο ούτε προσφέρεται ούτε αντέχεται και ευτυχώς δεν χρειάζεται.
Εξίσου άστοχη, αν όχι κακόβουλη, είναι η καταστροφολογία που εγχώρια κέντρα αναζωπυρώνουν τελευταία. Καταστροφολογία που διαψεύστηκε εμφατικά αρκετές φορές στο παρελθόν και θα διαψευστεί και φέτος.
Κεντρικός στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι η έγκαιρη ολοκλήρωση του Προγράμματος το καλοκαίρι του 2018 και ο τερματισμός του καθεστώτος της επιτροπείας. Βεβαίως, η χώρα θα παραμένει και τότε αντιμέτωπη με τους περιορισμούς του ευρωπαϊκού πλαισίου όμως θα διαθέτει τους αναγκαίους βαθμούς αυτονομίας ώστε υπό συνθήκες δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας να είναι σε θέση να σχεδιάζει το μέλλον της και να ανταποκριθεί στις όποιες προκλήσεις.
Επιτάχυνση, διάλογος και κοινή δράση
Το επόμενο διάστημα έχουμε δυο καθήκοντα.
Το πρώτο είναι η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου ώστε να μείνουμε μέσα στους στόχους που έχουμε θέσει.
Το δεύτερο είναι ο διάλογος με την κοινωνία με στόχο την ενίσχυση και τη διεύρυνση της κοινωνικής συμμαχίας για την ανασυγκρότηση της χώρας.
Μπροστά μας έχουμε τρεις μεγάλες πρωτοβουλίες που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε και γι’ αυτό το σκοπό.
Η πρώτη είναι η κατάρτιση της νέας Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής για τη Δίκαιη και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Οκτώ χρόνια μετά την κρίση η χώρα δεν διαθέτει ακόμη αναπτυξιακό σχέδιο και αναπτυξιακή στρατηγική. Η πρόταση της κυβέρνησης αποσκοπεί στο άνοιγμα ενός μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου ο όποιος θα αναπτυχθεί σε όλη τη χώρα στη βάση συγκεκριμένων προτάσεων οι οποίες θα είναι ανοιχτές για εμπλουτισμό.
Η δεύτερη είναι η διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Η τρίτη είναι η ενεργή συμμέτοχη στη συζήτηση συμβολή για το μέλλον της Ευρώπης και η δράση για τη δημοκρατία και την αλληλεγγύη σε όλη την Ευρώπη, για την κοινωνική Ευρώπη.
Στα πεδία αυτά αναδεικνύονται τα κομβικά διλήμματα και οι μεγάλες αντιπαραθέσεις της επόμενης περιόδου για την χώρα και την Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ευρεία κοινωνική συμμαχία που θέλει να εκφράσει με τις εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει μπορεί και πρέπει να οργανώσει και να ανταποκριθεί στις ανάγκες αυτού του διαλόγου και να τον μετατρέψει σε μια ευκαιρία για ένα μεγάλο άνοιγμα στην κοινωνία για ενίσχυση και διεύρυνση των κοινωνικών του αναφορών και συμμαχιών διότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε και θα αποτελεί το βασικό κορμό του μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού που θα φέρει σε πέρας τη μετάβαση από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια στη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη.