Ούτε μια πιθανότητα στο ένα εκατομμύριο, δεν δίνουν στο υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να είναι έτοιμο ως τον Ιούνιο το νέο σύστημα υπολογισμού της αξίας των ακινήτων με βάση τις τρέχουσες εμπορικές τιμές κι έτσι ως λύση διαφαίνεται μια ακόμα οριζόντια μείωση των Τιμών Ζώνης του 2007.
Το πρόβλημα ξεκινά από την ουσιαστική ανυπαρξία συμβολαίων, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η δημιουργία μιας αξιόπιστης βάσης δεδομένων, η οποία θα αποτελούσε το «εργαλείο» για το σύστημα εξομοίωσης αντικειμενικών- εμπορικών αξιών. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι από τις 150.000- 180.000 μεταβιβάσεις την περίοδο του 2007, έχουμε πέσει στις 10.000 κι αυτές με το ζόρι. Σύμφωνα με πληροφορίες, το πρόβλημα αυτό αναδύθηκε από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση της Ειδικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε πριν από περίπου ένα χρόνο και ακόμα και τώρα, μετά από 3-4 ακόμα συναντήσεις, δεν βρέθηκε τρόπος να ξεπεραστεί ο σκόπελος. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι το μνημονιακό χρονοδιάγραμμα, για τη λειτουργία από τον Ιούνιο του νέου συστήματος υπολογισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, πάει… περίπατο.
Για φέτος τα πράγματα ήταν ξεκαθαρισμένα εξαρχής, καθώς ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογιστεί και θα βεβαιωθεί με βάση τις αντικειμενικές αξίες του 2016, δηλαδή μετά από την αυθαίρετη εν πολλοίς οριζόντια μείωση των Τιμών Ζώνης του 2007, η οποία έγινε περισσότερο για να εφαρμοστεί κακήν κακώς η απόφαση του ΣτΕ, παρά για να διορθωθούν οι στρεβλώσεις που έχει προκαλέσει η βύθιση της κτηματαγοράς. Το ζητούμενο ήταν, λοιπόν, να ξεκαθαρίσει εγκαίρως το τοπίο για το 2018, κάτι που απ’ ότι φαίνεται δεν είναι δυνατόν κι έτσι με δεδομένο ότι σύστημα εξομοίωσης αντικειμενικών- εμπορικών τιμών δεν φαίνεται στον ορίζοντα, η λύση που προκρίνεται είναι μια ακόμα Υπουργική Απόφαση με οριζόντιες παρεμβάσεις στις Τιμές Ζώνης του 2007, όπως αυτές αναθεωρήθηκαν το 2016.
Αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι οι δύο αντίθετες απόψεις που στην πραγματικότητα συγκρούονται εντός της Επιτροπής. Η μια πλευρά, στην οποία βρίσκονται οι υπηρεσιακοί του υπουργείου Οικονομικών, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι συμβολαιογράφοι, επιμένουν ότι η εκτίμηση της αξίας των ακινήτων θα πρέπει να γίνεται με αντικειμενικό τρόπο, έτσι ώστε οι κανόνες του παιχνιδιού να είναι ξεκάθαροι και να αποφεύγονται τα παρατράγουδα του παρελθόντος, με τις αυθαίρετες εκτιμήσεις και τις εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας κεφαλαίου λόγω προσφυγών. Η άλλη πλευρά, μεταξύ αυτών εκπρόσωποι τραπεζών, μηχανικοί, μεσίτες, προτείνει την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων από ειδικούς πιστοποιημένους εμπειρογνώμονες, δηλαδή μοντέλο που εφαρμόζεται ήδη στους πλειστηριασμούς.
Πολέμιοι της πρότασης για την εμπλοκή εμπειρογνωμόνων υποστηρίζουν ότι ήδη παρατηρούνται ευτράπελα με διακυμάνσεις τιμών για το ίδιο ακίνητο, φέρνοντας ως παράδειγμα εμπορικό με αντικειμενική αξία 400.000 ευρώ, που βγήκε σε πλειστηριασμό στη Θεσσαλονίκη, με πρώτη εκτίμηση εμπορικής αξίας 250.000 ευρώ και δεύτερη εκτίμηση 600.000 ευρώ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο υπολογισμός της αξίας των ακινήτων αγγίζει πολλές ευαίσθητες «χορδές», όπως π.χ. το ύψος της εγγύησης που έχει εγγραφεί για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου, το ύψος της περιουσίας τραπεζών και λοιπών επιχειρήσεων κι ως εκ τούτου κάθε «στραβοτιμονιά» δεν θα περάσει απαρατήρητη.