Οι πλούσιοι της Γερμανίας γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί της φτωχότεροι, σύμφωνα με μια κυβερνητική έκθεση το περιεχόμενο της οποίας περιήλθε σε γνώση του πρακτορείου ειδήσεων Ρόιτερς.
Η έκθεση αμαυρώνει τη διεθνή δημόσια εικόνα μιας πλούσιας χώρας όπου υπάρχει ισότητα στην πρόσβαση σε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και θέσεις απασχόλησης είναι διαθέσιμες σχεδόν στους πάντες.
Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, από το 1995 ως το 2015 το 40% του εργατικού δυναμικού με τις χαμηλότερες αμοιβές είδε το ακαθάριστο ωρομίσθιό του να μειώνεται από 4 ως 7% σε πραγματικές τιμές. Όμως το 60% που έχει υψηλότερες αμοιβές είδε πραγματικές αυξήσεις από 1 ως 10% την ίδια περίοδο.
Η έκθεση, την οποία εκπόνησε το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, χρειάζεται την έγκριση των υπολοίπων υπουργείων πριν από την επίσημη δημοσιοποίησή της.
Οι πρόσφυγες –η Γερμανία υποδέχθηκε 890.000 το 2015– έχουν συμπεριληφθεί στην έκθεση και το υπουργείο αναφέρει πως πιστεύει ότι συνέβαλαν στην αύξηση του ποσοστού της φτώχειας. Το υπουργείο προσθέτει όμως ότι δεν είναι σε θέση να ποσοτικοποιήσει τις επιπτώσεις που έχει η άφιξη προσφύγων στη φτώχεια καθώς τα δεδομένα είναι ανεπαρκή.
Αντίθετα, ήταν σε θέση να τεκμηριώσει πως η μαζική έλευση προσφύγων αύξησε τον αριθμό των ανθρώπων που ζητούν επαγγελματική κατάρτιση, κάτι καλό για μια οικονομία η οποία υφίσταται ελλείψεις εργατικού δυναμικού στους περισσότερους, αν όχι σε όλους τους κλάδους.
Η έκθεση επικαλείται μια μελέτη που διεξήχθη το 2015 από το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας της Κολονίας, η οποία κατέληγε στο ότι αν θεωρηθεί ότι οι πρόσφυγες αποτελούν περίπου το 1% του πληθυσμού της Γερμανίας (82 εκατομμύρια) και εάν όλοι τους έχουν εισοδήματα κάτω από το όριο του κινδύνου της φτώχειας, αυτό θα συνέβαλε να αυξηθεί κατά 0,7% ο συνολικός δείκτης της φτώχειας.
Το υπουργείο Εργασίας έχει αναλάβει το κεντροαριστερό κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), το οποίο είναι μεν ο ήσσων εταίρος της κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού με τους συντηρητικούς υπό την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, αλλά προσπαθεί να θέσει το ζήτημα των ανισοτήτων στο επίκεντρο της εκστρατείας ενόψει των ομοσπονδιακών βουλευτικών εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου.
Σήμερα, ένα ποσοστό που υπολογίζεται ότι ανέρχεται από το 15 ως το 21% των παιδιών στη Γερμανία είναι αντιμέτωπα με την απειλή της φτώχειας, κατά την ίδια πηγή.
Ο Μάρτιν Σουλτς, ο υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία, τον οποίο κάποια ΜΜΕ αποκαλούν Ρομπέν των Δασών, αναζωογόνησε το κόμμα του υποσχόμενος να πάρει πίσω τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που είχαν θεσπιστεί από τον άλλοτε καγκελάριο των Σοσιαλδημοκρατών Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2003 και θεωρείται γενικά πως έπληξαν τους φτωχότερους.
Ωστόσο οικονομολόγοι πιστώνουν σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις ότι έβγαλαν τη Γερμανία από το πολυετές τέλμα στο οποίο βρισκόταν και την έκαναν ανταγωνιστικότερη.
Η οικονομία της Γερμανίας αναπτύσσεται κάθε χρόνο μετά το 2010 και πέρυσι ο ρυθμός της ανάπτυξής της ανήλθε στο 1,9% του ΑΕΠ.
Οι συντηρητικοί της Μέρκελ απέφυγαν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο για την έκθεση επειδή δεν έχει δημοσιοποιηθεί επίσημα ακόμη. Αναμένεται ότι θα προβάλουν ενστάσεις σε ορισμένα από τα συμπεράσματά της.
Ο Σουλτς αναμένεται να αντιμετωπίσει σθεναρή αντίσταση από τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και από μερίδα του ίδιου του κόμματός εάν αποπειραθεί να πάρει πίσω τις μεταρρυθμίσεις όπως υπόσχεται.
Οι Γερμανοί εμφανίζονται διχασμένοι σε αυτό το ζήτημα. Μια δημοσκόπηση της DeutschlandTrend κατέδειξε πως το 44% των πολιτών θεωρούν ότι υπάρχουν ανισότητες στην κοινωνία. Το ποσοστό τους ανερχόταν στο 50% πριν από έναν μήνα.
«Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι οι μισθοί είναι αξιοπρεπείς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στον κλάδο των υπηρεσιών, αλλά και στον τομέα της φροντίδας και της περίθαλψης», επισήμανε η γενική γραμματέας του SPD, η Καταρίνα Μπάρλεϊ. «Αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα προκειμένου να μειωθεί το χάσμα μεταξύ των μισθών και οι κοινωνικές διαιρέσεις».
Μια μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Λάιμπνιτς RWI που δημοσιοποιήθηκε αυτόν τον μήνα κατέδειξε πως ο ένας στους οκτώ από τα 7,5 εκατομμύρια των Γερμανών που εργάζονται σε θέσεις με χαμηλές αμοιβές –που είναι γνωστές ως «μίνι δουλειές» στη Γερμανία– εισπράττει ένα ποσό χαμηλότερο από τον κατώτερο μισθό των 8,50 ευρώ την ώρα.