Επί περίπου 6 ώρες η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα αναζητούσε σημεία σύγκλισης με τους ξένους τεχνοκράτες, προκειμένου να καταγραφεί ουσιαστική πρόοδος στο Eurogroup της Δευτέρας, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μάλλον το αναμενόμενο: μηδέν.
«Καμία πρόοδος. Είναι όπως τα ξέρετε», σημείωσε χαρακτηριστικά μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας, απαντώντας σε ερώτηση για το αν υπήρξε κάποια σύγκλιση στο πεδίο των εργασιακών και του ασφαλιστικού. Άλλος κυβερνητικός αξιωματούχος ανέφερε ότι η τηλεδιάσκεψη ξεκίνησε με πλήρη συνείδηση του ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πρόοδος στα μεγάλα θέματα, συμπληρώνοντας ότι οι δύο πλευρές έχουν προχωρήσει στα θέματα του Υπερταμείου Αποκρατικοποιήσεων, στις ιδιωτικοποιήσεις και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. «Κλείσαμε αυτά που θέλαμε» δήλωσε χαρακτηριστικά αλλά η ουσία είναι ότι οι «καυτές πατάτες» της διαπραγμάτευσης εξακολουθούν να… ζεματάνε και η προοπτική των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων είναι ορατή.
Πέρα από τις εκκρεμότητες στα εργασιακά (κατάργηση της προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων, επαναφορά του lock out, αυστηρότερες προϋποθέσεις προκήρυξης των απεργιών, καμία επαναφορά στο προηγούμενο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων) και στις περικοπές των συντάξεων (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς μια κι έξω), μεγάλες είναι οι διαφορές και στο περιβόητο «πακέτο» των αντίμετρων, το οποίο επίσης η ελληνική πλευρά θέλει να το βάλει σε πολιτική διαπραγμάτευση με τους εταίρους. Μεταξύ των θετικών μέτρων που θέλει να περάσει η ελληνική πλευρά είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ, αλλά όπως παραδέχθηκε ο ίδιος κυβερνητικός αξιωματούχος υπάρχει ακόμα συζήτηση για το πόση μπορεί να είναι αυτή η μείωση.
Όσον αφορά στο θέμα των ενεργειακών, όπου κι εκεί διαπιστώθηκε απόκλιση λόγω του ότι οι δανειστές επιμένουν σε πώληση μονάδων της ΔΕΗ στο πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, μετά από το τέλος της μαραθώνιας τηλεδιάσκεψης κυβερνητικές πηγές ανέφεραν ότι αυτό το θέμα έχει μια ιδιαιτερότητα μετά από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την εμπλοκή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν δημιουργεί πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις και στην επιδίωξη τεχνικής συμφωνίας.