«Μέσα πάμε καλά ή σχεδόν καλά. Έξω όμως;». Αυτό ήταν λίγο ως πολύ το κλίμα των πολύωρων διαβουλεύσεων στο 48ωρο της παρουσίας στην Αθήνα της σιδηράς κυρίας του SSM, Ντανιέλ Νουί.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σενάριο των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση δεν τέθηκε επί τάπητος ούτε λεπτό, όχι γιατί δεν εξετάζεται αλλά γιατί ουδείς θέλει να συζητήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όπως αναφέρουν πηγές με άμεση γνώση των όσων συζητήθηκαν κεκλεισμένων των θυρών με τους εκπροσώπους των συστημικών τραπεζών, η Ν. Νουί εστίασε σε τρία στοιχεία, τα οποία επιτρέπουν μια σχετική αισιοδοξία για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αν δεν υπάρξουν ανατροπές στο μέτωπο της αξιολόγησης.
Το πρώτο είναι ότι με τις αλλαγές διοικήσεων και τη στελέχωση των τραπεζών με έμπειρους τεχνοκράτες, φαίνεται ότι κόβεται ο ομφάλιος λώρος με πρακτικές του παρελθόντος. Το δεύτερο είναι ότι οι τράπεζες έχουν συγκροτήσει και στελεχώσει ειδικές εσωτερικές μονάδες για τα “κόκκινα” δάνεια, κάτι που διευκολύνει στην επίτευξη των στόχων για μείωση τους κατά 41 δισ ευρώ μέσα στην τριετία. Το τρίτο και σημαντικότερο είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι υπερεπαρκώς ανακεφαλαιοποιημένες. Κάπου εδώ τελειώνουν, όμως, τα καλά νέα.
Κατ’ αρχάς, στις συζητήσεις που έγιναν με τους εκπροσώπους των τραπεζών αλλά και στην Τράπεζα της Ελλάδας, η Ν. Νουί αναφέρθηκε στη νομική εμπλοκή που υπάρχει στο πλαίσιο για τη διευθέτηση των “κόκκινων” δανείων, στις διατάξεις που θα επιτρέπουν στα στελέχη των τραπεζών το χειρισμό αυτών των δύσκολων υποθέσεων χωρίς το... μπαμπούλα του Εισαγγελέα και των κατηγοριών περί απιστίας (εκτός των περιπτώσεων δόλου και βαρειάς αμέλειας), καθώς και στις διαδικασίες για το “κυνήγι” των αποκαλούμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, “φωτογραφίζοντας” εν πολλοίς την αδυναμία πλειστηριασμών ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις. Είναι, άλλωστε, “γραμμή” του SSM αλλά και της ΕΚΤ, ότι η γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των “κόκκινων” δανείων, θα βοηθήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Το άλλο θέμα που δεν συζητήθηκε με τη Ν. Νουί αλλά απασχολεί έντονα τα υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη- και όχι μόνο- είναι οι επιπτώσεις από την παράταση της αβεβαιότητας. Οι αυξανόμενες εκροές καταθέσεων, που αγγίζουν τα 3 δισ ευρώ από την αρχή του έτους, έχουν προκαλέσει έντονη νευρικότητα, όχι γιατί ερμηνεύονται- τουλάχιστον όχι στην παρούσα φάση- ως νέα φυγή κεφαλαίων, αλλά γιατί προκαλούν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας στις τράπεζες. Αρμόδιες πηγές επισημαίνουν ότι για κάθε 1 δισ ευρώ που φεύγει από τις ελληνικές τράπεζες, απαιτούνται 3 ή και 4 μήνες για να επιστρέψει στη θέση του, δείγμα όχι μόνο της νευρικότητας αλλά και του “στεγνώματος” της αγοράς, που εξαντλεί τα τελευταία της αποθέματα.
Συζήτηση για το κακό σενάριο, δηλαδή για μια παράταση των διαπραγματεύσεων ως το παρά 1’, δεν θέλει να κάνει κανείς, καθώς η επιστροφή στα ίδια- όπως λένε χαρακτηριστικά τραπεζικές πηγές “φωτογραφίζοντας” την εξάρτηση από τον ELA- θα είναι καταστροφική. Ωστόσο, με φόντο το τέλμα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, ήδη γίνονται υπολογισμοί για τη ζημιά στην πραγματική οικονομία, με τις εκτιμήσεις αρμόδιων πηγών να δείχνουν ότι έχοντας χάσει το πρώτο τρίμηνο του έτους, το στοίχημα είναι να κρατηθεί η πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ έχοντας μπροστά το “2”. Σημειωτέον ότι οι προβλέψεις του Προγράμματος και ο δημοσιονομικός σχεδιασμός για πλεόνασμα 1,75% στηρίζονται στην παραδοχή ότι φέτος το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,7%.