Αθώα κρίθηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, δημοτική υπάλληλος που κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και συγκεκριμένα ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Πρόκειται για υπάλληλο του δήμου Θεσσαλονίκης, το όνομα της οποίας είχε εμπλακεί αρχικά στην υπεξαίρεση «μαμούθ» που αποκαλύφθηκε στα δημοτικά ταμεία, αλλά απηλλάγη -στη συνέχεια- με βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρέθηκαν τραπεζικές καταθέσεις, το ύψος των οποίων υπερέβαινε τις 200.000 ευρώ και οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «αδικαιολόγητες» με βάση τα εισοδήματα που δήλωνε κατά την περίοδο 1999-2008, το διάστημα δηλαδή της υπεξαίρεσης στον δήμο Θεσσαλονίκης.
Η ίδια, που κατά την αποκάλυψη του οικονομικού σκανδάλου υπηρετούσε ως προϊσταμένη στο τμήμα εκκαθάρισης και δαπανών του κεντρικού δήμου, απολογούμενη αρνήθηκε την κατηγορία που της αποδόθηκε. Δικαιολόγησε τις καταθέσεις, λέγοντας ότι αυτές προέρχονταν από προγενέστερες επενδυτικές κινήσεις του συζύγου της, όπως επίσης από δανεισμό που είχε λάβει, αλλά κι από κέρδη στο Εθνικό Λαχείο. Ξεκαθάρισε δε, ότι ουδεμία υπαλληλική σχέση είχε με τον φυσικό υπεξαιρέτη, πρώην δημοτικό υπάλληλο, Παναγιώτη Σαξώνη.
Από τον υπερασπιστή της εξάλλου, χαρακτηρίστηκαν ως πλασματικές οι πορισματικές εκθέσεις της οικονομικής επιθεωρήτριας, αναφορικά με χρηματιστηριακές συναλλαγές ύψους 12,5 εκατ. ευρώ, που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, είχε πραγματοποιήσει. Τονίστηκε δε, ότι τα επενδεδυμένα χρηματιστηριακά κεφάλαια δεν ξεπερνούσαν τις 260.000 ευρώ.
Οι ισχυρισμοί αυτοί έγιναν δεκτοί από το δικαστήριο, που αποφάσισε την αθώωσή της. Την απαλλαγή της δημοτικής υπαλλήλου λόγω αμφιβολιών είχε ζητήσει νωρίτερα και η εισαγγελέας της έδρας.