Την πορεία του ασφαλιστικού, όχι μόνον ως το 2009, αλλά και στα έξι χρόνια της κρίσης που ακολούθησαν, διάστημα στο οποίο «τα ελλείμματα του ασφαλιστικού, ξεπέρασαν και την αύξηση του χρέους», περιγράφει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Γιαννίτσης υποστηρίζει ότι «το ασφαλιστικό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Τα ελλείμματά του (γύρω στα 120 δισ. ευρώ) μεταξύ 2000 και 2009 αντιστοιχούσαν στο 80% του πρόσθετου χρέους που δημιουργήθηκε», ενώ «στο διάστημα 2010-2015 η συμμετοχή του ασφαλιστικού στην αύξηση του χρέους ήταν κάπου 120%».
Εξηγεί δε, ότι η δαπάνη για το ασφαλιστικό, μετά το 2010 διευρύνθηκε, ασχέτως αν μειώθηκε η δαπάνη κατ' άτομο διότι δεν έγιναν ουσιαστικές αλλαγές, εισήλθαν 800.000 νέοι συνταξιούχοι και μειώθηκαν τα εισοδήματα από εργασία με τις περικοπές των μισθών και την ανεργία.
Ο πρώην υπουργός στη συνέντευξή του στο «Πρακτορείο» αναφέρεται στη «φτώχεια» και τις «ανισότητες», όπως διαμορφώνονται στην περίοδο μετά το 2009, τις οποίες περιγράφει στο νέο του βιβλίο. «Οταν πέφτουν τα εισοδήματα, ακόμη κι αν η σχέση ανισότητας παραμένει ίδια μεταξύ τους, ουσιαστικά η ανισότητα αυξάνεται», υπογραμμίζει. Για τη φτώχεια, λέει ότι «υπάρχει μια μέση μείωση του εισοδήματος του μέσου πολίτη κατά 40%, συνυπολογίζοντας μείωση εισοδήματος, αύξηση φόρων και μείωση κοινωνικών παροχών. Οι πιο φτωχοί είναι τα παιδιά και οι νέοι ως 30 ετών, ενώ οι γυναίκες κατάφεραν να μπουν στην αγορά εργασίας, έστω με κατώτερους όρους για να αντισταθμίσουν το χαμένο οικογενειακό εισόδημα. Το ένα τρίτο από το 1,6 εκατομμύριο των φτωχών, είναι νεόπτωχοι, γέννημα θρέμμα της κρίσης, οι οποίοι προέρχονται, σε μεγάλο βαθμό, από μεσαία και ανώτερα στρώματα», λέει ο κ. Γιαννίτσης.
Επισημαίνει, εξάλλου, ότι «τα μόνα μεγέθη που αυξήθηκαν στα χρόνια της κρίσης ήταν οι συντάξεις και το αγροτικό εισόδημα». Επιπλέον ο κ. Γιαννίτσης, θεωρεί ότι «η πολιτική συναίνεση οδηγεί στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή», ενώ αντιθέτως πιστεύει ότι «υπάρχει μια τεράστια συναίνεση μεταξύ πολιτικών κομμάτων για το πελατειακό κράτος και για όλα αυτά που μας σπρώχνουν προς τα κάτω».
Ο πρώην υπουργός, στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, αναδεικνύει την αντίφαση και το δύσκολο του εγχειρήματος «να ζητάμε από το κράτος να ακολουθήσει πολιτικές και πρακτικές που θα ξεπεράσουν την κρίση, ερχόμενο σε σύγκρουση με τα συμφέροντά του», προσθέτοντας ότι αυτό είναι εφικτό «αν γίνει μια μεγάλη πολιτική υπέρβαση». «Αυτό που χρειαζόμαστε», καταλήγει, «είναι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις, με ισχυρή βούληση και ισχυρή πολιτική ηγεσία».