Σε ηλικία 88 ετών απεβίωσε ο Γκεβόρκ Βαρτανιάν, ο άνθρωπος-θρύλος που ματαίωσε την όχι πολύ γνωστή απόπειρα των χιτλερικών να απαγάγουν τους Τσόρτσιλ, Ρούζβελτ και Στάλιν κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης της Τεχεράνης το 1943.
Ο Βαρτανιάν, αρμενικής καταγωγής, ήταν εν ενεργεία ως το 2000 και πολύ λίγα έχουν γίνει γνωστά για την δράση του. Το 1984 τιμήθηκε για τη δράση του με το μεγαλύτερο παράσημο της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Κατατάχθηκε στην αντικατασκοπεία το 1930 και αργότερα «τοποθετήθηκε» στην Τεχεράνη από όπου «παρακολουθούσε τις εξελίξεις» σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, σε συνεργασία με την σύζυγο του Γκοάρ, επίσης πράκτορα.
Το 1943, στα πλαίσια της Διάσκεψης μεταξύ Στάλιν, Ρούσβελτ ο Βαρτανιάν έμαθε από μεθυσμένο Γερμανό «έμπορο» πως οι Γερμανοί είχαν πληροφορηθεί ότι «κάποιος σπουδαίος, ίσως ο Στάλιν, ίσως και ο Ρούζβελτ» επρόκειτο να φθάσει στην Τεχεράνη. Έτσι, το Βερολίνο σχεδίαζε την αποστολή ειδικής ομάδας από επίλεκτους Ες-Ες με στόχο την απαγωγή και τη δολοφονία των ηγετών των Συμμαχικών δυνάμεων.
Το κωδικό όνομα της επιχείρησης ήταν «Μακρύ Άλμα» και η ομάδα των Ες-Ες έφτασε στην Περσία ως ζωέμποροι με σκοπό να οργανώσουν την ενέδρα. Ο Βαρτανιάν έθεσε υπό συνεχή παρακολούθηση την ομάδα και σύντομα κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα που αποστέλλονταν στο Βερολίνο. Όπως προέκυψε από τις υποκλοπές, οι Ναζί σχεδίαζαν την αποστολή και δεύτερης ομάδας στην Τεχεράνη υπό τον διαβόητο Ότο Σκορτσένι, διοικητή τάγματος των Ες-Ες.
Υστερα από αρκετούς δισταγμούς, ο Βαρταριάν αποφάσισε να μη ρισκάρει και συνέλαβε όλη την ομάδα. Ευτυχώς για τους Συμμάχους το Βερολίνο δεν διακινδύνευσε επανάληψη της αποστολής δολοφονίας.
Η υπόθεση της διάσκεψης των Τριών Μεγάλων στην Τεχεράνη ήταν η μεγαλύτερη και η σχετικά γνωστή επιτυχία του Γκεβόρκ Βαρτανιάν. Το 1980 μια γαλλο-σοβιετική συμπαραγωγή, η «Απόπειρα δολοφονίας» με πρωταγωνιστή τον Αλέν Ντελόν, έφερε στη δημοσιότητα την θρυλική επιχείρηση. Μάλιστα ο ίδιος ο Βαρτανιάν σε δηλώσεις του πολλά χρόνια αργότερα επιβεβαίωσε τα κύρια στοιχεία του έργου προσθέτοντας ότι «δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί η αγωνία του, το ρίσκο που αναλάμβανε».