H Ceija Stojka ήταν το πέμπτο από έξι παιδιά σε μια οικογένεια τσιγγάνων, εμπόρων αλόγων, τους Lovara-Roma, Ρομά της κεντρικής Ευρώπης.
Ζούσαν σε καραβάνια τους χειμώνες στη Βιέννη και τα καλοκαίρια ταξίδευαν στην επαρχία της Αυστρίας, όπου η οικογένεια είχε ρίζες 200 ετών.
Η Ceija Stojka εκτοπίστηκε από τους Ναζί το 1943, σε ηλικία δέκα ετών, μαζί με όλη την οικογένειά της καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Ρομά της Ευρώπης.
Μαζί με τη μητέρα της και 4 από τα 5 αδέλφια της επέζησε από το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Auschwitz, Ravensbruck, και Bergen-Belsen. Ο πατέρας της εκτοπίστηκε στο Νταχάου όπου και δολοφονήθηκε, το ίδιο και ο μικρότερος αδελφός της Ossi, ο οποίος πέθανε στο Αουσβιτς.
Η Stojka, η μητέρα της και τα αδέλφια της απελευθερώθηκαν από τους Βρετανούς από το Bergen-Belsen το 1945 και επέστρεψαν στη Βιέννη, μετά από δύο χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Ceija άρχισε το σχολείο σε ηλικία 12 ετών. Απέκτησε δύο παιδιά, τον μουσικό της τζαζ Jano και τον Hodja, με τον οποίο έμεινε μαζί στη Βιέννη ως τον θάνατό της.
Αυτοδίδακτη, άρχισε να ζωγραφίζει και να γράφει σε ηλικία 50 ετών για να καταγράψει την μαρτυρία της από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η τεχνική της θεωρείται ένα είδος λαϊκής τέχνης, με στοιχεία αφηρημένης τέχνης μεγάλων ζωγράφων του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Πέθανε σε ηλικία 79 ετών σε ένα νοσοκομείο της Βιέννης, ενώ πρόλαβε να γράψει ένα βιβλίο-σταθμό «Ονειρεύομαι ότι ζω;», το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Οι πίνακές της έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου: αφηγούνται την πρότερη χαρά της νομαδικής ζωής, και την φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
«Αν ο κόσμος δεν αλλάξει τώρα, αν ο κόσμος δεν ανοίξει τις πόρτες και τα παράθυρα, αν δεν χτίσει την ειρήνη -την πραγματική ειρήνη- ώστε τα δισέγγονά μου να έχουν μια ελπίδα να ζήσουν σε αυτό τον κόσμο, τότε εγώ είμαι ανίκανη να εξηγήσω γιατί επέζησα από το Αουσβιτς, το Bergen- Belsen και το Ravensbruck» γράφει η Ceija Stojka στο συγκλονιστικό βιβλίο της, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1988 και έγινε διάσημο στα γερμανικά με τον τίτλο «Wir leben im Verborgenen - Errinerungen einer Rom-Zigeunerin" («Ζούμε στην παρανομία. Αναμνήσεις μιας ρομ-τσιγγάνας»).
Στη συνέχεια έγραψε το βιβλίο Reisende auf dieser Welt (.Ταξιδιώτισσα αυτού του κόσμου») το 1992. Οι εκατοντάδες πίνακες που ζωγράφισε περιγράφουν κυρίως τα «Die Finsternis von Bergen-Belsen» («Τα σκοτάδια του Bergen-Belsen), δηλαδή τη ζωή στο εσωτερικό του στρατοπέδου συγκέντρωσης.
Τα έργα της διακρίνονται σε τέσσερις κύκλους:
1. Βιέννη, η σύλληψη, ο εκτοπισμός: πρόκειται για πίνακες όπου αναπαριστά την οικογένειά της να κρύβεται στη Βιέννη, πριν συλληφθεί από τους Ναζί.
2. Τα στρατόπεδα: πάνω από 200 πίνακες έχουν ζωγραφιστεί γι'αυτή την περίοδο και δούλευε ως λίγο καιρό πριν πεθάνει.
3. Οράματα της φρίκης: στη μνήμη ξανάρχονται τα συρματοπλέγματα, τα πτώματα, ο καπνός, οι SS, ο άνεμος, το χιόνι, τα κοράκια. Συχνά γράφει πάνω στους πίνακες τα αισθήματα που είχε ως παιδί των στρατοπέδων, τις εντολές των φρουρών, τους σύντομους διαλόγους που είχε με τη μητέρα της, αλλά και πιο μεγάλα κείμενα, στην πλάτη των έργων.
4. Η επιστροφή στη ζωή: αφήνει τα έργα της να πλημμυρίσουν από χρώματα, από τη ύπαρξη στον ελεύθερο αέρα και από την μοναδικότητα της ζωής μιας Ρομά.
Μια φωτογραφία, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο την δείχνει με χαρούμενο βλέμμα, κόκκινα χείλη, πανέμορφη. Πουλάει χαλιά σε πανηγύρια.
Ελαβε πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Bruno-Kreisky για τα βιβλία της, το 1993. Ως τον θάνατό της, η Ceija Stojka φοβόταν ότι η Ευρώπη θα ξεχάσει το παρελθόν της και σύντομα οι φούρνοι του Αουσβιτς θα μπορούσαν να ξεκινήσουν και πάλι το μακάβριο και φρικιαστικό έργο τους, μέσα στη γενική αδιαφορία. Ηταν ο φόβος μιας καλλιεργημένης γυναίκας, η οποία παρακολουθούσε την ευρωπαϊκή νομοθεσία απέναντι στους Ρομά αλλά και την αναζωπύρωση του ρατσισμού εναντίον των Ρομά σε ολόκληρη την Γηραιά Ηπειρο.
Το έργο αυτής της ζωγράφου και συγγραφέως, μιας αυστριακής Ρομά, αποτελεί σήμερα σταθμό για τις διώξεις που υπέστησαν οι τσιγγάνοι από τους Ναζί.
Οι πίνακές της ανακαλύφθηκαν κατά τύχη από έναν γάλλο συλλέκτη. Μια μέρα του 2012, ο γάλλος μαικήνας και συλλέκτης έργων τέχνης Antoine de Galbert, βρίσκεται σε ένα διαμέρισμα εργατικών κατοικιών. Το διαμέρισμα είναι γεμάτο από πίνακες και σχέδια, εκατοντάδες. Τα έργα κατακλύζουν τον χώρο, βρίσκονται παντού, γύρω από το κρεβάτι. Σχεδόν κλείνουν την είσοδο, σχηματίζουν έναν λαβύρινθο. Ο χώρος έχει μόνο έργα τέχνης.
Κοντά στην κουζίνα, η Nuna, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, 55 ετών και ο σύζυγός της Hodja, 68 ετών, ζουν εκεί πολύ φτωχικά. Ολοι αυτοί οι πίνακες τους είναι βάρος, ειδικά για τον Hodja: είναι οι πίνακες της μητέρας του, Ceija (προφέρεται Tchaïa). Ο Hodja την θυμάται, λίγο πριν πεθάνει, το 2013, όταν την ικέτευε: «Δεν έχεις το δικαίωμα να πεθάνεις. Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνο μου». Και εκείνη, ετοιμοθάνατη, δικαιολογιόταν: «Σου ζωγράφισα πίνακες, χίλιους περίπου, σου τους αφήνω».
«Εμένα οι πίνακες δεν με ενδιέφεραν ποτέ, ποτέ δεν τους κοίταξα» λέει ο Hodja. Οι πίνακες εκτέθηκαν αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Η Ceija Stojka ήταν 10 ετών όταν έζησε αυτή την συγκλονιστική και φρικιαστική ιστορία στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου εκτός από τους Εβραίους οι Ναζί είχαν στοιβάξει και τους τσιγγάνους.
«Φανταστείτε μια επιφάνεια σαν ένα τραπέζι, γεμάτο πτώματα, το ένα πάνω στο άλλο, παντού. Το βουνό με τα πτώματα είναι τόσο ψηλό που μπορείς να σκαρφαλώσεις. Τα πτώματα που είναι κάτω κάτω είναι βυθισμένα σε μια ανθρώπινη λάσπη» γράφει στο βιβλίο της.
Αλλά αυτοί οι νεκροί δεν φόβιζαν την μικρή Ceija. «Πάντα καθόμουν ανάμεσα στους νεκρούς, ήταν το μόνο ήσυχο μέρος. Μας προστάτευαν από τον αέρα. Η μαμά μου ήξερε πού ήμουν. Οταν ήταν κουρασμένη ερχόταν και με έπαιρνε από το χέρι. Για να κοιμηθώ μάζευε πάντα τη λεπτή σκόνη, την έβαζε πίσω από τα πόδια της».
Αυτό το κοριτσάκι που μεγάλωσε ανάμεσα σε βουνά νεκρών, μίλησε πολλές φορές, αργότερα, όταν έγινε διάσημη, για την φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων.
«Οι νεκροί ήταν οι προστάτες μας και ήταν ανθρώπινα όντα. Ανθρωποι που είχαμε γνωρίσει. Αλλά ακόμη και όσους δεν είχαμε γνωρίσει μας έλεγαν ότι ήταν δικοί μας άνθρωποι. Οτι ήταν δικοί μας και δεν είμαστε μόνοι. Δεν είμασταν μόνοι γιατί υπήρχαν τόσες ψυχές που πετούσαν γύρω μας».
Τα βιβλία και οι πίνακες της τσιγγάνας καλλιτέχνιδας αφηγούνται αυτό που είναι αδύνατο να αντέξει κανείς. Το συγκλονιστικό είναι ότι το μικρό κορίτσι και τη μητέρα του, όσο ζούσαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, η ανθρωπιά δεν τις εγκατέλειψε ποτέ, παρότι οι Ναζί δολοφόνησαν τον πατέρα της και τον αδελφό της.
«Είναι περίεργο αλλά εγώ λυπόμουνα τους Ναζί. Κι αυτοί άνθρωποι ήταν, εξάλλου. Και στη δική τους καρδιά αίμα κυλούσε, όπως και στη δική μας. Μόνο που στη δική μας κυλούσε λίγο πιο γρήγορα γιατί φοβόμασταν συνεχώς», γράφει στο βιβλίο της.
Η Ceija απέκρυψε όσα της συνέβησαν, όπως και πολλοί Ρομά που είχαν την ίδια αποτρόπαιη μοίρα. Εφερε στην επιφάνεια τις φρικιαστικές της εμπειρίες όταν ήταν πια μεγάλης ηλικίας, αλλά κατόρθωσε να αποτυπώσει τα βαθιά ίχνη που έμειναν στην ψυχή της με τα μάτια 10χρονου κοριτσιού.
Αντλώντας υποστήριξη από πολλούς μη-Ναζί Γερμανούς που έτρεφαν βαθιά προκατάληψη κατά των Ρομά, οι Ναζί έκριναν ότι οι Ρομά ήταν «φυλετικά κατώτεροι». Η μοίρα των Ρομά ήταν υπό μία έννοια παράλληλη με αυτήν των Εβραίων. Υπό το ναζιστικό καθεστώς, οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν τους Ρομά σε αυθαίρετους εγκλεισμούς, καταναγκαστική εργασία και μαζικές δολοφονίες. Οι γερμανικές αρχές δολοφόνησαν δεκάδες χιλιάδες Ρομά στα υπό γερμανική κατοχή εδάφη της Σοβιετικής Ένωσης και της Σερβίας και χιλιάδες ακόμη στα κέντρα εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου, Κέλμνο, Μπέλζεκ, Σόμπιμπορ και Τρεμπλίνκα. Τα SS και η αστυνομία φυλάκισαν Ρομά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν, Σαξενχάουζεν, Μπούχενβαλτ, Νταχάου, Μάτχαουζεν και Ράβενσμπρουκ. Τόσο στο αποκαλούμενο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ όσο και στην αποκαλούμενη Generalgouvernement, οι γερμανικές πολιτικές αρχές διοικούσαν διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, στα οποία φυλάκιζαν Ρομά.
Δεν είναι γνωστό πόσοι ακριβώς Ρομά έχασαν τη ζωή τους στο Ολοκαύτωμα. Μολονότι τα ακριβή νούμερα ή ποσοστά δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν, οι ιστορικοί εκτιμούν ότι οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους σκότωσαν περίπου το 25% των Ευρωπαίων Ρομά. Από το ένα εκατομμύριο Ρομά που θεωρείται ότι ζούσαν στην Ευρώπη πριν τον πόλεμο, οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους στον Άξονα σκότωσαν περί τους 220.000.