Μπορεί να έχει χυθεί πολύ μελάνι και να έχουν ακουστεί πολλά για τα περιβόητα αντίμετρα, πριν καλά- καλά τεθούν σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ωστόσο οι πληροφορίες από το στρατόπεδο των δανειστών αναφέρουν ότι η πρώτη αντίδραση δεν ήταν ιδιαιτέρως “θερμή”. Τουναντίον.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ΕΝΦΙΑ, του φόρου που έχει στοιχειώσει δύο κυβερνήσεις ως τώρα και μοιάζει αμετακίνητος, σχεδόν παντοδύναμος. Οι διαρροές από το κυβερνητικό στρατόπεδο σχεδόν την ίδια ημέρα με τις ανακοινώσεις του Eurogroup, ανέφεραν ότι εξετάζεται η αντικατάσταση του από ένα φόρο που θα μοιάζει με το ΦΑΠ, θα συνεκτιμάται η εισοδηματική κατάσταση των ιδιοκτητών και θα φέρει 35- 40% μικρότερα βάρη από τον ΕΝΦΙΑ. Ο σχεδιασμός αυτός συναντά τρία εμπόδια. Κατ’ αρχάς, η απώλεια περίπου 1 δισ ευρώ συνεπάγεται ότι το πλεόνασμα του 2019 δεν θα είναι 3,5% αλλά τουλάχιστον 4,3%, καθώς όπως ξεκαθάρισε ο Γ. Ντάισελμπλουμ, πρώτα θα μετρηθεί η απόδοση των σκληρών μέτρων που θα λάβει η κυβέρνηση (επί τη βάσει του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2018) κι αν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος σε βιώσιμα επίπεδα (δημοσιονομική τροχιά είναι ο όρος που χρησιμοποίησε), τότε θα ενεργοποιούνται και τα όποια αντίμετρα.
Πέραν τούτου, υπάρχουν σοβαρά τεχνικά εμπόδια για την υλοποίηση του σχεδιασμού της κυβέρνησης, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι θα πρέπει να συνυπολογίζονται διάφοροι συντελεστές προσαύξησης ή απομείωσης του φόρου με βάση τα εισοδήματα, ενώ η πρόβλεψη αφορολογήτου συνεπάγεται και αναγκαστική μεταφορά μεγαλύτερων βαρών σε υψηλότερα κλιμάκια. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ορθώνεται το τρίτο και ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο. Οι ξένοι τεχνοκράτες θεωρούν ότι η επιτυχία του ΕΝΦΙΑ στηρίζεται στη σχετικά απλή δομή του και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απέρριψαν και πέρσι τις κυβερνητικές εισηγήσεις για επανασχεδιασμό του, υπό το φόβο εισπρακτικής του αποτυχίας. Συν τοις άλλοις, οι ξένοι τεχνοκράτες επιμένουν ότι ο φόρος πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη βάση, με την κατάργηση των περισσότερων από τις απαλλαγές του και με την ουσιαστική φορολόγηση των εκτός σχεδίου ακινήτων, που σήμερα επιβαρύνονται ελάχιστα, έτσι ώστε η εισπραξιμότητα του να ανέβει.
Οι ενστάσεις των δανειστών δεν περιορίζονται, όμως, στα σχέδια για ριζικές αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ, καθώς όπως αναφέρουν ευρωπαϊκές πηγές, η συνταγή στην οποία προσανατολίζεται η κυβέρνηση π.χ. με μειώσεις έμμεσων φόρων, δεν θεωρείται αναπτυξιακού χαρακτήρα, όπως υποτίθεται ότι πρέπει να είναι τα αντίμετρα για τη μείωση αφορολογήτου- συντάξεων. Αντί αυτών, οι δανειστές και ειδικά το ΔΝΤ, επιμένουν αφενός στην ανάγκη μείωσης του μη μισθολογικού κόστους (μείωση εισφορών) και στη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις προκειμένου να αυτά να λειτουργήσουν ως κίνητρα για επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης, αφετέρου συστήνουν την ορθολογικότερη κατανομή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, θεωρώντας ότι η υπέρμετρη φορολόγηση μεσαίων και υψηλότερων εισοδημάτων “ροκανίζει” τις φοροδοτικές αντοχές του συστήματος και λειτουργεί ως κίνητρο φοροδιαφυγής.