Μπορούν τα πράγματα να πάνε καλύτερα για μια κυβέρνηση; Τα οικονομικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα στην Ολλανία, έναν μήνα πριν τις εκλογές, είναι εξαιρετικά.
Η οικονομική παραγωγή αυξήθηκε πέρυσι κατά 2,1% -υψηλό εννιαετίας- και επίδοση καλύτερη απ’ αυτές που κατέγραψαν η Γαλλία κι η Γερμανία. Το τελευταίο τρίμηνο του έτους μάλιστα έφτασε το 2,3%. Ο δείκτης ανεργίας υποχώρησε απ’ το 5,8% στο 5,5%, οι εξαγωγές αυξήθηκαν, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι υψηλότερη από ποτέ, χρήμα κυκλοφορεί στην αγορά, ενώ του χρόνου η κυβέρνηση υπολογίζει σ’ έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, εκπληρώνοντας όλα τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Ο Ολλανδός υπουργός Οικονομίας Χενκ Καμπ έκανε λόγο για μια «σταθερή ανάπτυξη» χωρίς να καταφύγει σε θριαμβολογίες. «Τα πράγματα πάνε τώρα καλύτερα σ’ εμάς απ’ ό,τι στους γείτονές μας», λέει. «Αλλά περάσαμε πολλά». Κι είναι αλήθεια ότι μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 η Ολλανδία βρέθηκε σε μια δίνη πολυετούς ύφεσης. Κατάφερε όμως χάρις στις δραστικές περικοπές δαπανών -όπως λένε οι θιασώτες της λιτότητας- ή παρά τη σκληρή εξοικονόμηση -όπως λένε οι αντίπαλοί τους- στις κοινωνικές δαπάνες να βγει απ’ το τούνελ. Ο κυβερνών συνασπισμός των συντηρητικών Φιλελευθέρων του πρωθυπουργού Ρούτε και των Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να καυχάται για την επιτυχία.
Όμως αυτό ελάχιστα θα τους ωφελήσει στις εκλογές. Από τη μία πλευρά η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει γίνει ακόμη αισθητή σε πολλά νοικοκυριά κι απ’ την άλλη, όπως λέει ο κοινωνιολόγος Πάουλ Σνάμπελ, οι πολίτες έχουν κι άλλες έγνοιες.
«Αισθάνονται ότι απειλούνται απ’ τους μετανάστες, απ’ την παγκοσμιοποίηση, ασκούν δριμεία κριτική στην Ευ6ρώπη», λέει.
Και προφανώς γοητεύονται απ’ τα κηρύγματα εκείνων που θίγουν ακριβώς αυτά τα θέματα, πρωτίστως δε του Γκέερτ Βίλντερς και του κόμματος Ελευθερίας, που μπορεί να αναδειχθούν πρώτη δύναμη στη νέα βουλή σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Κι ενώ το VVD του Ρούτε κονταροχτυπιέται μαζί τους, οι κυβερνητικοί εταίροι Σοσιαλδημοκράτες που ενέκριναν ευθαρσώς τα προγράμματα λιτότητα, απειλούνται με εκλογικό καταποντισμό.
Ο Σνάμπελ κάνει λόγο για ένα «παράδοξο της ευτυχίας». Οι Ολλανδοί στην πραγματικότητα δεν έχουν σοβαρά προβλήματα. Το 80% δηλώνουν «ευτυχισμένοι έως πολύ ευτυχισμένοι» στην προσωπική τους ζωή και μόνον το 3% λένε ότι είναι δυστυχισμένοι. Εξ’ ου κι η έβδομη θέση που καταλαμβάνει η χώρα στον παγκόσμιο δείκτη ετυχίας (World Happiness Index). Ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα βρίσκονται στην τέταρτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., ως προς τις εξαγωγές στη δεύτερη, ως προς την ανταγωνιστικότητα στην τέταρτη καλύτερη θέση παγκοσμίως, ως προς την ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην τρίτη. Λες κι είναι «η νοτιότερη χώρα της Σκανδιναυίας», όπως λέει ο Σνάμπελ. Κι όμως, πολλοί Ολλανδοί έχουν την αίσθηση ότι από κοινωνικής άποψης τα πράγματα δεν πάνε προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι απ’ αυτή τη δυσαρέσκεια είναι που τρέφονται τα κόμματα διαμαρτυρίας.
Πρωθυπουργός απ’ το 2010 ο Ρούτε λειτούργησε απλώς ως διαχειριστής κρίσεων κι άδραξε την ευκαιρία για να κόψει πολύ «λίπος» απ’ το πλουσιοπάροχο, όπως το θεωρούν πολλοί συντηρητικοί, κράτος πρόνοιας. Επί των ημερών του η ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί, όπως κι η συμμετοχή των ασθενών. Από την άλλη καταργήθηκαν φοιτητικά επιδόματα καθώς και διάφορες επιδοτήσεις στον τομέα του πολιτισμού. Ευτυχώς για την ολλανδική κυβέρνηση η μηχανή της οικονομίας -παγκοσμίως και στην Ευρώπη- άρχισε να ζεσταίνεται, κι έτσι κατάφερε να ξεπεράσει τη σοβαρή κρίση της αγοράς ακινήτων. Στο Άμστερνταμ σπάνια βλέπει κανείς πωλητήρια στα σπίτια. Οι τιμές των ακινήτων δεν έχουν, βέβαια, πιάσει ακόμη τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά έχουν πάρει εδώ και μήνες την ανιούσα.
Ο Βίλντερς τάζει λαγούς με πετραχήλια
Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια στην Ολλανδία μια κυβέρνηση μπορεί να μοιράσει λεφτά στον κόσμο. Το εύρος των προτάσεων είναι σαφώς μεγαλύτερο απ’ ό,τι το 2012 όταν κυριαρχούσε ως σύνθημα η λιτότητα, λέει η Λάουρα φαν Γκέεστ του Centraal Planbureau (CPB). Το οικονομικό αυτό ινστιτούτο ακτινοσκοπεί πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση τα προγράμματα των κομμάτων όσον αφορά στην πιθανή επίδρασή τους στην αγοραστική δύναμη και την οικονομία. Όποιος ψηφίσει σοσιαλιστές ή σοσιαλδημοκράτες θα δει να πέφτουν τα ποσοστά της ανεργίας και να μειώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, αλλά να αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες: οι σοσιαλδημοκράτες θα ξόδευαν 20 δισ ευρώ παραπάνω...
Το PVV του Βίλντερς δεν μπήκε κάτω απ’ το μικροσκόπιο του CPB. Kι έτσι ο λαϊκιστής ηγέτης μπόρεσε στο εκλογικό του πρόγραμμα, που καταλαμβάνει μία (!) σελίδα όλη κι όλη, να τάξει λαγούς με πετραχήλια στους ψηφοφόρους. Η Ολλανδία, είπε ο Βίλντερς, θα εξοικονομήσει πάνω από 7 δισ ευρώ από την «απο-ισλαμοποίησή» της, δηλαδή την απαγόρευση εισόδου σε μουσουλμάνους μετανάστες και το κλείσιμο κέντρων υποδοχής αιτούντων άσυλο. Δέκα δισ ευρώ θα εξοικονομηθούν, λέει, απ’ τις περικοπές των εισφορών στην αναπτυξιακή βοήθεια προς τρίτες χώρες, καθώς και από την κατάργηση διάφορων «αριστερών χόμπι», όπως λέει ο Βίλντερς.
Μ’ αυτά τα 17 δισ ευρώ ο ακροδεξιός πολιτικός θέλει να κάνει αγαθοεργίες: να ρίξει στα 65 την ηλικία συνταξιοδότησης, να αυξήσει τις συντάξεις, να καταργήσει τη συμμετοχή των ασθενών σε φάρμακα και εξετάσεις. Από οικονομική και κοινωνική άποψη το πρόγραμμά του θα μπορούσε ως εκ τούτου να χαρακτηριστεί μάλλον «αριστερό», πόσω μάλλον που εισηγείται και μειώσεις στα ενοίκια κατοικιών.
Το ερώτημα, ωστόσο, πόσο ρεαλιστικά είναι τα σχέδια αυτά φαίνεται ότι δεν απασχολεί ιδιαίτερα τον Βίλντερς. Κι αυτό ισχύει και για ένα απ’ τα σημαντικότερα σημεία του προγράμματός του: την έξοδο της χώρας απ’ την ευρωζώνη και την Ε.Ε. Η Ολλανδία, όπως κι η Γερμανία, ζει απ’ τις εξαγωγές και το 72% εξ’ αυτών πηγαίνει σε χώρες της Ε.Ε. Ο Βίλντερς δεν είναι υπέρ του προστατευτισμού, παλαιότερα μάλιστα ήταν υπέρ της ελεύθερης οικονομίας. Πριν ιδρύσει το κόμμα του το 2005, είχε εργαστεί για το VVD. Θεωρεί ότι η Ολλανδία ακόμη και μετά την έξοδό της απ’ την Ε.Ε. θα πρέπει να διατηρήσει την πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά, χωρίς ωστόσο να αποδέχεται την ελεύθερη μετακίνηση προσώπων, ιδίως ανατολικοευρωπαίων, τους οποίους είχε στοχοποιήσει στο παρελθόν. Ήδη πριν από χρόνια ο Βίλντερς είχε ζητήσει τη γνωμοδότηση ενός βρετανικού ινστιτούτου ότι το Nexit (N-etherlands Exit) θα ωφελήσει και δεν θα βλάψει την Ολλανδία. Το αν θα πείσει μ’ όλα αυτά τους συμπατριώτες τους, θα φανεί στις εκλογές της 15ης Μαρτίου...