Με δύναμη ξεκίνησε η θεατρική μεταφορά της «Νίκης» του Χρήστου Χωμενίδη από τον Σταμάτη Φασουλή στο Θέατρον του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού - Ελληνικός Κόσμος.
Δέκα λεπτά πριν από τις επτά, χθες, βράδυ Κυριακής, και με την πλατεία του θεάτρου γεμάτη, χτύπησε το τρίτο κουδούνι και η πολυαναμενόμενη «Νίκη» άνοιξε στο κοινό.
«Μαμά, μαμά…» ακούστηκε η παιδική φωνή της επτάχρονης θεατρικής Νίκης, να τρέχει στη σκηνή, ενώ τρεις στρατιώτες τη σημάδευαν με τα όπλα τους… «Όχι δεν με τρομάζει πια…»: Η φωνή της Φιλαρέτης Κομνηνού, της Νίκης – αφηγήτριας της ζωής της και της παράστασης, διαπέρασε το κοινό… «Ούτε όνειρο, ούτε εφιάλτης…».
Πάνω στην άδεια σκηνή, με τους κινούμενους τοίχους (λειτουργικό το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά) και τα λίγα αντικείμενα να στήνουν κάθε φορά μια ολόκληρη εποχή, η παράσταση άρχισε να ξεδιπλώνεται. Είχε προηγηθεί η πολλή δουλειά για τη διασκευή του μυθιστορήματος, με την υπογραφή του Σταμάτη Φασουλή και του Γιώργου Λύρα. Για να ακολουθήσει η σκηνοθετική ανάπλαση της ιστορίας μιας οικογένειας που, έτσι όπως τα έφερε η μοίρα, πήγε χέρι-χέρι με την Ιστορία της Ελλάδας.
Με τη σφραγίδα του Σταμάτη Φασουλή, του μόνου, ίσως, σκηνοθέτη που έχει τη δνατότητα και την ποιητικότητα να μεταφέρει κομμάτια ιστορίας στη σκηνή, όπως το έχει ήδη κάνει παλιότερα με το «Βίρα τις άγκυρες» και πιο πρόσφατα με το «Τρίτο Στεφάνι», η παράσταση κύλησε μπροστά στα μάτια των θεατών, σαν ζωή. Κι όταν έπεσε η αυλαία, τέσσερις ώρες, μετά κι αφού μεσολάβησε ημίωρο διάλειμμα, το κοινό -ένα κοινό χιλίων ανθρώπων!- ξέσπασε σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα, με πολλά μπράβο.
Πώς το κατάφερε αυτό; Με το καθοριστικό εύρημα να φέρει στη σκηνή τη Νίκη, αφού έχει πεθάνει, και να διηγηθεί τη ζωή της. Να συναντήσει τον εαυτό της στα επτά, στα δέκα επτά, στα τριάντα.. Να συναντήσει τους γονείς της, τα αδέλφια της, τον έρωτά της. Να συνομιλήσει με την οικογένειά της αλλά και με την ιστορία.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ανάμεσα στην αφήγηση και το συναίσθημα έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία. Aπέφυγε το μελό, όπως και όλη η παράσταση, χωρίς ωστόσο να στερήσει τη συγκίνηση. Αλλά δεν ήταν η μόνη: Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, στον ρόλο της γιαγιάς Σεβαστής και ο Στέλιος Μάινας ως Αντώνης Αρμάος _ή καλύτερα Βασίλης Νεφελούδης , ο παππούς του Χρήστου Χωμενίδη, απέδωσαν με δύναμη τους ρόλους τους. Με ένα δυνατό φινάλε, ο Σταμάτης Φασουλής έκλεισε τη «Νίκη» με φως….
Εντυπωσιακά τα πεντακόσια (ίσως;) κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη που αποτύπωσαν ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα και καθοριστική η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, με το μοτίβο της έναρξης να σηματοδοτεί συγχρόνως την επανάσταση και την αγάπη.
Από τις αρχές, σχεδόν του 1900, με τη Μικρασιατική Καταστροφή να καθορίζει τους ήρωες και τις εμπειρίες τους, η ιστορία της «Νίκης» περνά από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, στις εξορίες, τις φυλακές και τις κακουχίες, με τον Νίκο (Ζαχαριάδη) να κυριαρχεί στο ιστορικό κομμάτι της παράστασης. Παράλληλα μια Αθήνα που υποφέρει και διχάζεται, μια Αθήνα που προσπαθεί να ξανασηκωθεί και να ζήσει. Μια Αθήνα που ερωτεύεται, παντρεύεται, προδίδει και προδίδεται.
Η πρεμιέρα της Κυριακής, δεν είχε ούτε επίσημους καλεσμένους ούτε επώνυμους. Ανάμεσα στο κοινό των χιλίων θεατών ήταν λίγοι φίλοι και συγγενείς του 28μελούς θιάσου, όπως τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και τη Βίκυ Σταυροπούλου, της οποίας η κόρη, η Δανάη Μπάρκα έπαιζε στην παράσταση. Κυρίως όμως είχε τον συγγραφέα: Φορώντας κοστούμι και κρατώντας το χέρι τη κόρης του, της Νίκης, ο Χρήστος Χωμενίδης έφτασε στην πρεμιέρα ήδη συγκινημένος. Οι τελευταίες πρόβες, τις οποίες και είχε παρακολουθήσει, όχι απλώς τον είχαν καθησυχάσει αλλά τον είχαν ενθουσιάσει. Δεν είναι και λίγο να βλέπεις τη ζωή της οικογένειάς σου, έτσι όπως στην έχει αφηγηθεί η μάνα σου και όπως την έχεις εσύ ο ίδιος αποτυπώσει στο χαρτί, να ανεβαίνει στη σκηνή και να γίνεται παράσταση.
Τι κι αν είχαν ήδη εκτοξευθεί το απόγευμα της Κυριακής οι μολότοφ στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ και οι δρόμοι γύρω από την Κουμουνδούρου είχαν κλείσει. Τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει την πρεμιέρα της «Νίκης». Γιατί η «Νίκη» φάνηκε ήδη πως νίκησε…