Βρέθηκε το πρώτο φιλμ στο οποίο εμφανίζεται ο Μαρσέλ Προυστ; Αυτό πιστεύει ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Λαβάλ, στο Κεμπέκ, Jean-Pierre Sirois-Trahan, ο οποίος δημοσιοποίησε την αποκάλυψή του στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης Revue d'études proustiennes (Classiques Garnier).
Συγκίνηση στους λάτρεις του Προυστ: Σε μια ταινία του 1904, η οποία βρίσκεται στο Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου της Γαλλίας, βλέπουμε επί πάνω από 1 λεπτό το γάμο της Élaine Greffulhe, κόρη της κόμησας Greffulhe (πρόσωπο που ενέπνευσε την Οριάν ντε Γκερμάντ στο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο») και του Armand de Guiche, ο οποίος υπήρξε φίλος του Μαρσέλ Προυστ.
Η ταινία ήταν παραγγελία των Greffulhe, και προοριζόταν πιθανότατα για τα προσωπικά τους αρχεία.
Η αποκάλυψη γίνεται στο 37ο δευτερόλεπτο της ταινίας. Ενας άνδρας μόνος, με γκρι ρεντιγκότα και καπέλο, κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά της εκκλησίας όπου έγινε η νυφική τελετή.
«Ολα συνομολογούν ότι πρόκειται για τον Προυστ. Η σιλουέτα και το προφίλ του μοιάζουν, παρότι είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις κάποιον με βεβαιότητα σε ταινία αυτού του τύπου, κυρίως όταν είναι γνωστός μόνο από τις φωτογραφίες όπου ποζάρει», αναφέρει ο καθηγητής.
Είναι αλήθεια ότι η εμφάνισή του είναι πολύ σύντομη. Αλλά εκτός από την σωματική ομοιότητα, πολλά γεγονότα συνηγορούν. Η παρουσία του συγγραφέα στον γάμο είναι επιβεβαιωμένη από τα γραπτά. Οι εικόνες δείχνουν έναν άνδρα μόνο και πράγματι ο Προυστ ήταν ένας από τους λίγους καλεσμένους που δεν συνοδευόταν.
Αλλη σοβαρή ένδειξη: το ντύσιμό του. «Τα ρούχα που φοράει, ελιτίστικα, δεν μοιάζουν με τα ρούχα των άλλων καλεσμένων και αντιστοιχούν στον τρόπο που ντυνόταν, σαν δανδής με αγγλικό στιλ», αναφέρει ο καθηγητής.
Ο Μαρσέλ Προυστ, στην ταινία, είναι ένας 30χρονος νεαρός άντρας, κοσμικός, ο οποίος κυκλοφορούσε στους αριστοκρατικούς κύκλους του Παρισιού γιατί ήταν ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς της Γαλλίας. Δεν ήταν ακόμη ο άνθρωπος που αδιαφορούσε για την εμφάνισή του και συνέγραψε ένα βιβλίο-ποταμό κλεισμένος στο δωμάτιό του.
«Ξέρουμε κάθε λεπτομέρεια για την ζωή του Μαρσέλ Προυστ. Γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι εκείνα τα χρόνια φορούσε καπέλο και γκρίζα κοστούμια. Θα προτιμούσαμε να κατέβαινε τα σκαλοπάτια λίγο πιο αργά! Αλλά θα δούμε καλύτερα όταν θα θέσουμε την ταινία στο ρελαντί», αναφέρει ο διευθυντής της επιθεώρησης Revue d'études proustiennes.
Ο κατεξοχήν ειδικός του Προυστ, Jean-Yves Tadié, διευθυντής της σειράς La Recherche στον εκδοτικό οίκο Pléiade, δεν κρύβει την ικανοποίησή του: «Πάντοτε πίστευα ότι θα τον δούμε κάποια μέρα σε μια ταινία επικαιρότητας. Το πρόσωπο, αυτός ο ειδικός τρόπος να ντύνεται, όλα αντιστοιχούν στον Προυστ. Βρίσκω αυτή την αποκάλυψη πολύ συγκινητική».
Αυτή η κινούμενη εικόνα που διαρκεί λίγο περισσότερο από ένα λεπτό μας βάζει στον κόσμο των αριστοκρατών από τους οποίους ο Προυστ επινόησε τους Γκερμάντ. Και ειδικά την κόμησα Greffulhe. «Στις φωτογραφίες της εποχής, η κόμησα δείχνει ευάλωτη και μελαγχολική. Οταν την βλέπουμε σε κίνηση καταλαβαίνουμε πόσο κυρίαρχη προσωπικότητα ήταν -και έτσι την περιγράφει ο Προυστ», αναφέρει ο Jean-Pierre Sirois-Trahan.
«Είναι περίεργο που δεν ψάξαμε ποτέ να βρούμε τον Προυστ στα αρχεία των Greffulhe, θα έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα! Αναλογιστείτε πόσες αποκαλύψεις μένουν να γίνουν, ακόμη και για έναν συγγραφέα που πιστεύαμε ότι γνωρίζαμε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του» καταλήγει ο Jean-Yves Tadié.
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»
Ο Γάλλος συγγραφέας, δοκιμιογράφος και κριτικός Μαρσέλ Προυστ [Marcel Proust, Παρίσι, 10 Ιουλίου 1871 – 18 Νοεμβρίου 1922] καταγόταν από εύπορη οικογένεια και από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Σε ηλικία 9 χρόνων αρρώστησε από άσθμα, πράγμα που σημάδεψε όλη του τη ζωή. Τα έργα του διακατέχονται από την αγάπη του για την εβραϊκής καταγωγής μητέρα του, που τον επηρέασε σημαντικά στη συγγραφή του, αλλά και από την ομοφυλόφιλη σεξουαλική του ταυτότητα. Σπούδασε στο λύκειο Κοντορσέ και στη σχολή Πολιτικών Επιστημών. Όσο χρόνο φοιτούσε δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά. Το πρώτο επίσημο έργο του εκδόθηκε το 1896 με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: με παίρνει ο ύπνος... ». Έτσι ξεκινά το επικό έργο του Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», καθώς ο σημαντικότερος μεταφραστής στα ελληνικά, (του ογκώδους έργου που υπερβαίνει τις 3.000 σελίδες), Παύλος Ζάννας, θέλησε να τιμήσει τον Γιώργο Σεφέρη, αφήνοντας την πρώτη πρόταση όπως ακριβώς την απέδωσε στο δικό του ημιτελές μεταφραστικό εγχείρημα, ο Νομπελίστας ποιητής μας.
Ο Μαρσέλ Προυστ ταύτισε τη ζωή του με το έργο του, ενώ από το μέσα του 1890 άρχισε να προετοιμάζεται για το μεγαλύτερο ίσως μυθιστόρημα του 20ου αιώνα.
Ύστερα από μια περίοδο έντονης κοσμικής ζωής στα σαλόνια του Παρισιού, απομονώθηκε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» από το 1909-1912 και από τότε το διόρθωνε συνεχώς και το επέκτεινε φθάνοντας στους επτά τόμους: «Από τη μεριά του Σουάν», «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», «Η μεριά του Γκερμάντ», «Σόδομα και Γόμορρα», «Η φυλακισμένη», «Η εξαφάνιση της Αλμπερτίν» και «Ο ξανακερδισμένος χρόνος». Όταν εμφανίσθηκε ο πρώτος τόμος το 1913 δεν έτυχε κάποιας ενθουσιώδους υποδοχής.
Ο δεύτερος τόμος το 1919 κέρδισε το Βραβείο Γκονκούρ. Ακολούθησαν και οι άλλοι τόμοι όμως ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να δει και τους τελευταίους τυπωμένους, αφού πέθανε πολύ νέος από πνευμονία. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1927 με την έκδοση του έβδομου τόμου, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του.
Κοσμολογικό ποίημα, Δαντικό και Σαιξπηρικό ταυτοχρόνως χαρακτηρίζει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ο Χάρολντ Μπλουμ στον «Δυτικό κανόνα» θεωρώντας το ως μεγαλύτερο επίτευγμα ακόμη και από τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. «Κανείς μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί την πληθώρα και τη ζωντάνια των χαρακτήρων του», αποφαίνεται. Και ένας σπουδαίος πεζογράφος, ο Γκράχαμ Γκριν, έλεγε ότι, καθώς ο Τολστόι υπήρξε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, ο Προυστ ήταν αντίστοιχα ο μεγαλύτερος του 20ού.
Η κόμησα-μούσα
Τον Ιούνιο του 2016 το εμβληματικό Μουσείο Γκαλιερά στο Παρίσι εντυπωσίασε τον κόσμο της μόδας υπενθυμίζοντας ένα fashion icon χαμένο στο χρόνο εκθέτοντας πενήντα κομμάτια από την γκαρνταρόμπα της Élizabeth de Caraman-Chimay, κόμισσας Γκρεφίλ (comtesse Greffulhe, 1860-1952). Ηταν μια από τις πλέον “επιδραστικές” αριστοκράτισσες του Παρισιού της Μπελ Επόκ.
Η αριστοκρατική καταγωγή της χάνεται μέσα στο χρόνο. Πατέρας της ήταν ο Joseph de Riquet de Caraman, 18ος πρίγκιπας του Chimay (1836-1892) και η μητέρα της ήταν γόνος του οίκου των Montesquiou-Fézensac. Εγγονή της Thérésa Cabarrus που φυλακίστηκε από τον Ροβεσπιέρο για την αριστοκρατική καταγωγή της, η Ελίζαμπεθ παντρεύτηκε το 1881 τον πλούσιο κόμη Γκρεφίλ, της βελγικής οικογένειας τραπεζιτών.
Από το σαλόνι της στο μέγαρο της Rue d’ Astorg όπου και υποδεχόταν την αφρόκρεμα του πνεύματος και των τεχνών φορώντας συνήθως κάτι σε πράσινο ή μπλε (δύο χρώματα που αναδείκνυαν τα πυρόξανθα μαλλιά της, πίστευε η ίδια) η κόμισσα Γκρεφίλ προώθησε δημιουργούς όπως ο Ροντέν και ο Μορώ και είναι εκείνη που χρηματοδότησε τη Μαρία Κουρί για το Ινστιτούτο Ραδίου. Πολιτικοποιημένη και κομψή, η κόμισσα Γκρεφίλ ήταν μια γυναίκα πρότυπο για το στιλ και τη φιλοσοφία ζωής της.
Μούσα άπειρων λέγεται ότι είναι και η μούσα του Μαρσέλ Προυστ καθώς σε αυτήν οφείλει πολύτιμα στοιχεία της δούκισσας του Γκερμάντ από το λογοτεχνικό αριστούργημα «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
«Είμαι πολύ άρρωστος για να σας γράψω μια μακροσκελή επιστολή, αλλά παίρνω το θάρρος να σας υπενθυμίσω το αίτημά μου για μια φωτογραφία σας. Κακώς πιστεύετε πως μια φωτογραφία ακινητοποιεί και παγώνει την ομορφιά μιας γυναίκας. Είναι υπέροχο να παγώνει στον χρόνο ή, μάλλον, να διαιωνίζεται μια εκθαμβωτική στιγμή. Η φωτογραφία γίνεται η απόδειξη της αιώνιας νεότητας. Θα ήθελα να προσθέσω ότι μια φωτογραφία σας που είδα στο σπίτι του Robert de Montesquiou μου φάνηκε ακόμα πιο όμορφη και από το πορτρέτο του Laszlo» έγραψε ο Μαρσέλ Προυστ σε σύντομο σημείωμα του ζητώντας ένα πορτρέτο της πριν πεθάνει.