Την παραίτησή του από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ υπέβαλε ο Μάικλ Φλιν.
Η παραίτησή του ήρθε μετά το ζήτημα που προέκυψε σχετικά με τις επαφές που είχε με Ρώσους αξιωματούχους, πριν από την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων του Τραμπ, όπως αναφέρει αξιωματούχος του Λευκού Οίκου.
Προσωρινά τα καθήκοντα του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας θα αναλάβει ο συνταξιούχος στρατηγός, Κιθ Κέλογκ, που έχει ηγετική θέση στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Τα ύποπτα τηλεφωνήματα
Ο Μάικλ Φλιν είχε χάσει έδαφος όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον Ρώσο πρέσβη στην Ουάσινγκτον Sergey Kislyak, πριν ο Τραμπ ορκιστεί πρόεδρος.
Ο κ. Φλιν κατηγορείται ότι είπε ψέματα για το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας και δεν είχε άλλη επιλογή από την παραίτηση. Ποτέ στο παρελθόν ένας αξιωματούχος τέτοιου επιπέδου δεν αναγκάστηκε να παραιτηθεί σε τέτοιο κλίμα και τόσο γρήγορα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Στις 29 Δεκεμβρίου, μετά την ανακοίνωση των κυρώσεων από την διοίκηση του Μπαράκ Ομπάμπα, ο οποίος πήρε μέτρα για να «τιμωρήσει» τη Ρωσία επειδή αναμείχθηκε στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ο κ. Φλιν τηλεφωνήθηκε με τον ρώσο πρέσβη. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι η Ρωσία δεν απάντησε στην απομάκρυνση των ρώσων διπλωματών με παρόμοια μέτρα, όπως συνηθίζεται.
Ο κ. Φλιν παραβίασε τον αμερικανικό νόμο παρεμβαίνοντας σε μια διαφορά που υπήρχε μετακύ των ΗΠΑ και μιας ξένης χώρας; Είχε υποσχεθεί στον ρώσο πρέσβη ότι το κλίμα θα άλλαζε όταν ο Ντόναλντ Τραμπ θα ορκιζόταν πρόεδρος; Η εφημερίδα Washington Post, ρώτησε στις 8 Φεβρουαρίου τον κ. Φλιν και εκείνος παραδέχτηκε ότι η τηλεφωνική του συνομιλία με τον ρώσο πρέσβη αφορούσε απλώς τις κυρώσεις. Δυστυχώς για τον πρώην στρατηγό κ. Φλιν οι μυστικές υπηρεσίες είχαν καταγράψει τη συνομιλία που διαβεβαίωνε για το αντίθετο.
Ο κ. Φλιν διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός στον αντιπρόεδρο Μάικ Πενς, ο οποίος επίσης διέψευσε τις πρώτες πληροφορίες που ενοχοποιούσαν τον σύμβουλο ασφαλείας. Ωστόσο, στις 10 Φεβρουαρίου, αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών δημοσιοποίησαν την αλήθεια για την τηλεφωνική συνομιλία και ανάγκασαν τον κ. Φλιν να ζητήσει συγγνώμη από τον κ. Πενς.
Στις 13 Φεβρουαρίου, η Washington Post έδωσε το μοιραίο χτύπημα στον κ. Φλιν δημοσιεύοντας ένα άρθρο που ανέφερε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης, βασισμένο στην συνομιλία με τον ρώσο πρέσβη, προειδοποιούσε τον νομικό σύμβουλο του κ. Τραμπ, Don McGahn, για τα ενδεχόμενα ψέματα του κ. Φλιν και ανέφερε ότι αυτή η συνομιλία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκβιαστικά από τους Ρώσους.
Στις 12 Φεβρουαρίου, ερωτηθείς από το κανάλι NBC, ο πολιτικός σύμβουλος του κ. Τραμπ, Stephen Miller, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ο κ. Φλιν δεν έχει πια την εμπιστοσύνη του προέδρου. Ωστόσο, όταν ο καναδός πρωθυπουργός επισκέφθηκε τις ΗΠΑ και μπήκε στην αίθουσα για να παραχωρήσει συνέντευξη τύπου, ο κ. Φλιν πήρε τη θέση του σαν να μην συνέβαινε τίποτα, ανάμεσα στους συμβούλους του Τραμπ.
Ο Τραμπ είχε φροντίσει ώστε κανένα μέσο να μην κάνει σχετική ερώτηση στη συνέντευξη τύπου. Ερωτήσεις από αμερικανικά μέσα είχαν επιτραπεί μόνο σε φιλικά ΜΜΕ, όπως το συντηρητικό σάιτ Daily Caller και ένα κανάλι που ανήκει στο Sinclair Broadcast Group. Κανένα από τα δύο αυτά ΜΜΕ δεν έθεσε το καυτό ερώτημα για τον κ. Φλιν.
Ωστόσο, λίγο αργότερα, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σον Σπάισερ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για την τύχη του κ. Φλιν. «Ο πρόεδρος εκτιμά την κατάσταση, μίλησε με τον αντιπρόεδρο... και με πολλά άλλα άτομα., δήλωσε.
Το ίδιο βράδυ, όμως, ο κ. Φλιν έστειλε την επιστολή παραίτησής του. Εκεί παραδέχεται ότι από αμέλεια «έδωσε λάθος πληροφορίες στον αντιπρόεδρο και σε άλλα άτομα για τις τηλεφωνικές του συνομιλίες με τον πρέσβη της Ρωσίας».
Η παραίτηση Φλιν αποτελεί χτύπημα για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επαίρεται ότι έχει επιλέξει τους «καλύτερους» για την διοίκησή του. Ηταν ωστόσο αδύνατο να κρατήσει στη θέση του τον κ. Φλιν.