Η εφημερίδα Liberation είναι η πρώτη που τολμά να δημοσιοποιήσει την προτίμησή της μετά το σκάνδαλο και ζητά από τον υποψήφιο να αποχωρήσει από την κούρσα με ένα εντιτόριαλ-καταπέλτη.
Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο Φιγιόν πρέπει να αποχωρήσει. Με όποιν τρόπο κι αν δούμε το πρόβλημα, το συμπέρασμα είναι κάθε μέρα και πιο προφανές: ο υποψήφιος δεν είναι πλέον σε θέση να εκπροσωπήσει την γαλλική Δεξιά και ακόμη λιγότερο να αναλάβει το έργο του προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν υπάρχει χαιρεκακία σε αυτή τη διάγνωση, ούτε κατευθυνόμενη οδηγία. Μάλλον περισσότερο μια ατονία, μια μελαχγολία, μια δημοκρατική θλίψη είναι.
Ηταν ένας υποψήφιος του οποίου αμφισβητούσαμε το πρόγραμμα αλλά σεβόμασταν την προσωπικότητά του: είχε αυτόν τον αυστηρό καθωσπρεπισμό, αυτή την απαιτητική συμβατικότητα, είχε πυγμή στην πολιτική ζωή και ήταν μακριά από κομπίνες και τακτοποιήσεις που βρωμίζουν συχνά την πολιτική μας τάξη. Αλίμονο! Ολες οι δηλώσεις του μετά την έναρξη της κρίσης διέλυσαν αυτή την καθησυχαστική εικόνα του. Πρέπει να αποχωρήσει.
Ορισμένοι τον κατηγορούν ότι είχε μια ανίκανη επικοινωνιακή ομάδα. Αστεία σκέψη! Αν δηλαδή ο υποψήφιος Φιγιόν είχε διηγηθεί καλύτερα τις ιστορίες του, αν είχε ομορφύνει τα γεγονότα, αν είχε πει καλύτερα ψέμματα θα του έπρεπε μεγαλύτερη χάρη; Είναι να σαν επικυρώνουμε τους τσαρλατάνους, τους κωλοτούμπες και τους γητευτές φιδιών. Δεν είναι η επικοινωνία που βαραίνει τον Φιγιόν. Είναι τα γεγονότα. Φωνάζει εδώ και μια εβδομάδα ότι η σύζυγός του ήταν πράγματι βοηθός του και ότι εργαζόταν με διακριτικό ζήλο στο πλευρό του ως βουλευτή. Αλλά δεν αποδεικνύεται: τα ίχνη της εργασίας της είναι ανύπαρκτα, οι μάρτυρες αυτοδιαψεύδονται, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ένα έγγραφο, ένα καρνέ ραντεβού που να στηρίζουν αυτά τα λεγόμενα.
Ο Φρανσουά Φιγιόν βασιζόταν πάνω σε έναν θολό νόμο. Η θέση του κοινοβουλευτικού συνεργάτη ορίζεται από μια αόριστη παράδοση και εναπόκειται στον βουλευτή να κρίνει την αποδοτικότητά του. Ας πούμε ότι η υπόθεση έμπαινε στο αρχείο, ελλείψει αποδείξεων και ο ίδιος αθωωνόταν από την δικαιοσύνη μπορώντας έτσι να φωνάζει ότι σεβάστηκε το νόμο.
Ολα όμως αλλάζουν με την μαρτυρία που ακούσαμε στην εκπομπή της France 2. Αυτή τη φορά δεν είναι κάποιος δημοσιογράφος, ένας αντίπαλος, ένας ύπουλος σύντροφος που αποκαλύπτει την αλήθεια για την εργασία της Πενέλοπι Φιγιόν. Είναι η Πενέλοπι Φιγιόν η ίδια. Μπροστά σε περισσότερους από 5 εκατομμύρια τηλεθεατές, σε μια συνομιλία χωρίς παγίδες, σχεδόν αθώα, στην διάρκεια μιας κουβέντας, χωρίς να πιστέψουμε ούτε για μια στιγμή ότι παραποιεί την αλήθεια, η Πενέλοπι επιβεβαιώνει την ανυπαρξία εργασίας της: «Ποτέ δεν υπήρξα η βοηθός του, ή κάτι τέτοιο». Και το λέει σε μια εποχή, το 2007, που ελάμβανε ήδη επί 4 χρόνια τον μισθό του κοινοβουλευτικού συνεργάτη. Δικαιοσύνη ή όχι, κρυψίνοιες ή όχι, επικοινωνιακές καμπάνιες ή όχι, το γεγονός είναι ωμό, καθαρό, και εκτίθεται στο φως. Ο σύζυγος λέει ότι η σύζυγός του εργαζόταν. Η σύζυγος λέει όχι. Το μυστήριο διαλευκάνθηκε, οι μάσκες έπεσαν: το ζευγάρι έπαιρνε παράνομα ένα ποσό που δεν ήταν να πεις και μικρό για την κοινή γνώμη.
Πώς θα μπορέσει να συνεχίσει ο Φρανσουά Φιγιόν; Πώς θα μπορεί να επικαλείται την λιτότητα, να ζητάει θυσίες, να εμφανίζεται ως ο άμεμπτος άρχων του κράτους που αναζητά την αλήθεια για την χώρα του; Η κοινή γνώμη τα έχει καταλάβει όλα, και τα 3/4 καταδικάζουν τα λεγόμενά του.
Αν το σοσιαλιστικό κόμμα ήταν κυνικό και πολεμοχαρές θα ήθελε ο Φιγιόν να παραμείνει: ένας ανάπηρος υποψήφιος είναι πιο εύκολο θύμα. Το σοσιαλιστικό κόμμα θα μπορούσε έτσι να ελπίζει ότι θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές νικώντας έναν αντίπαλο που έχει αλυσίδες στα πόδια. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Εκτός του ότι και η Δεξιά αξίζει έναν αδιαφιλονίκητο υποψήφιο, ο οποίος να μπορεί να υπερασπιστεί το πρόγραμμά του χωρίς να έχει τσιμέντο στα φτερά από τα ίδια του τα λάθη, ο οποίος να μπορεί να πολεμήσει για τις προτάσεις του και το όραμά του, το μεγάλο κέρδος από το σκάνδαλο δεν πάει στο σοσιαλιστικό κόμμα, πάει στη Μαρίν Λεπέν.
Παρότι η Μαρίν Λεπέν έκανε ακριβώς τα ίδια με τους συνεργάτες της στο ευρωκοινοβούλιο, θα γευτεί από το δηλητηριασμένο μέλι που γράφει «όλοι είναι διεφθαρμένοι». Είναι προφανές πως ό,τι βρωμίζει «το σύστημα», δηλαδή στην πραγματικότητα το δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό σύστημα, εξυπηρετεί τους εχθρούς του. Οι δημαγωγοί έχουν το ψέμμα στο αίμα. Οι ψηφοφόροι τους δεν περιμένουν από αυτούς την αλήθεια ή την ακεραιότητα. Περιμένουν απλώς το μίσος του «συστήματος». Η περίπτωση Φιγιόν θρέφει το τέρας. Εχουμε περάσει δέκα μέρες να μιλάμε για αργομισθίες, για αμφιλεγόμενους μισθούς, για κοινοβουλευτικούς κανονισμούς, για επικοινωνιακό λιντσάρισμα και για δηλητηριώδη βέλη. Είναι καιρός να ξαναγυρίσουμε στην προεκλογική εκστρατεία, την πραγματική. Ο Φρανσουά Φιγιόν πρέπει να αποχωρήσει.»