Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν υποχρεούται να καλύψει τις απώλειες που φέρονται ότι υπέστησαν το 2012 οι εμπορικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Στην απόφαση αυτή κατέληξε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά από προσφυγή τράπεζας και μιας εταιρείας. Μάλιστα στην απόφαση του Ευρωδικαστηρίου η ΕΚΤ δεν βαρύνεται με καμία αθέμιτη πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματός της ανταλλαγής των ελληνικών χρεογράφων.
Επί της ουσίας, αποφάνθηκε ότι όσοι κατά το παρελθόν αγόραζαν ελληνικά χρεόγραφα δεν δικαιούνται να ζητούν αποζημιώσεις διότι «ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες όφειλαν να γνωρίζουν ότι προέβαιναν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου. »
Το σκεπτικό της απόφασης
Η σημερινή απόφαση ήλθε μετά από προσφυγή μίας εταιρίας και μια τράπεζας που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα, (αμφότερες εδρεύουσες στη Γαλλία), οι οποίες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αποκαταστήσει την ύψους 11 εκατομμυρίων ευρώ ζημία που ισχυρίζονται ότι τους προκάλεσαν τα τότε μέτρα της ΕΚΤ.
Στην αγωγή τους προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι παραβίασε «τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιδιωτών κατόχων χρεογράφων, την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ιδιωτών δανειστών».
Με σημερινή του απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή και αποκλείει με τον τρόπο αυτόν κάθε ευθύνη της ΕΚΤ, επιβεβαιώνοντας όσα είχε ήδη κρίνει έναντι των φυσικών προσώπων που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα.
Ειδικότερα το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εμπορικές τράπεζες «δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε τομέα όπως αυτόν της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου υφίσταται συνεχείς προσαρμογές σε συνάρτηση με τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας».
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, «καμία δήλωση ή πράξη της ΕΚΤ δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως παρακίνηση προς τους επενδυτές να αποκτήσουν ή να συνεχίσουν να κατέχουν ελληνικά χρεόγραφα, καθόσον η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αποκατάσταση της ασφάλειας των εν λόγω τίτλων προκειμένου να διατηρήσει προσωρινώς τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ευρωσυστήματος, αντιδρώντας στις εξαιρετικές συνθήκες της χρηματοπιστωτικής αγοράς καθώς και στη διατάραξη της συνήθους αποτιμήσεως των ελληνικών χρεογράφων».
Κατά συνέπεια, αναφέρει το ευρωδικαστήριο, «η πολιτική της ΕΚΤ δεν περιελάμβανε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επερχόταν ενδεχόμενη πτώχευση της Ελλάδας, αλλ' ούτε και πρόσκληση, έστω και έμμεση, προς αγορά ή διατήρηση ελληνικών χρεογράφων».
Επιπλέον, συνεχίζει το ευρωδικαστήριο «ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, οι εμπορικές τράπεζες λογίζεται ότι εγνώριζαν την εξαιρετικά ασταθή οικονομική κατάσταση που καθόριζε τη διακύμανση της αξίας των ελληνικών χρεογράφων, καθώς και τον μη αμελητέο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην προσωρινή διατήρηση από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των τίτλων αυτών, και επομένως προέβησαν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου».
Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι οι εμπορικές τράπεζες που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα, αφενός, και η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αφετέρου, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση. Και αυτό διότι προβαίνοντας στην αγορά ελληνικού χρέους η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ενήργησαν, σύμφωνα με το ευρωδικαστήριο, "στο πλαίσιο της ασκήσεως της θεμελιώδους αποστολής τους, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της ορθής διαχειρίσεως της νομισματικής πολιτικής".
«H υποχρέωση της Ελλάδας για πιστωτική ενίσχυση υπέρ των εθνικών κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή προγράμματος επαναγοράς εξασφάλιζε τη διατήρηση του περιθωρίου χειρισμών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και αφορούσε έτσι μια κατάσταση που δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι ιδιώτες επενδυτές. Το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των τραπεζών ή των εμπορικών εταιριών που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα με σκοπό την επίτευξη κέρδους (ήτοι για να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση των επενδύσεών τους)» καταλήγει το Γενικό Δικαστήριο.
Στη σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου υπενθυμίζεται οτι ενόψει της οικονομικής κρίσεως και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, συνήψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.
Υπενθυμίζεται ακόμη ότι κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Αναφέρεται δε οτι με νόμο της 23ης Φεβρουαρίου 2012 η Ελλάδα προέβη στην ανταλλαγή του συνόλου των χρεογράφων αυτών -περιλαμβανομένων των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι πιστωτές που είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής- βάσει «ρήτρας συλλογικής δράσεως».
Τέλος υπενθυμίζεται ότι με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012, η ΕΚΤ αποφάσισε ότι τα ελληνικά χρεόγραφα που δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος περί πιστοληπτικής διαβαθμίσεως μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις για τις πιστωτικές εργασίες του Ευρωσυστήματος, εφόσον παρασχεθεί πιστωτική αναβάθμιση από την Ελλάδα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, υπό μορφή προγράμματος επαναγοράς.