Δεν φαίνεται να τον ενοχλεί τον Γάλλο νεο-μαρξιστή οικονομολόγο Τομά Πικετί το γεγονός ότι οι λαϊκιστές στην Ευρώπη θέλουν την κατεδάφισή της. Αυτός πιστεύει ότι ο λαϊκισμός είναι ένα θετικό πολιτικό στοιχείο.
Γράφει στη γαλλική Le Monde:
Σε λιγότερους από τέσσερις μήνες, ένας νέος πρόεδρος θα εκλεγεί στη Γαλλία. Η μία νέα πρόεδρος: μετά τον Τραμπ και το Βrexit, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι δημοσκοπήσεις να κάνουν και πάλι λάθος και να φτάσει στη νίκη η εθνικιστική Δεξιά της Μαρίν Λεπέν. Αλλά ακόμη κι αν ο κατακλυσμός αποφευχθεί αυτή τη φορά, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η Λεπέν να αναδειχθεί ως η μόνη αξιόπιστη αντίπαλος στη φιλελεύθερη Δεξιά.
Από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πάλι, η ελπίδα είναι φυσικά να τα καταφέρει ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, αλλά δυστυχώς αυτό δεν είναι το πιθανότερο σενάριο.
Οι δύο αυτές υποψηφιότητες έχουν ένα κοινό σημείο: θέτουν υπό αμφισβήτηση τις ευρωπαϊκές συνθήκες, κάτι που προσελκύει τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Έχουν όμως και ουσιαστικές διαφορές: παρά τη διχαστική του ρητορική και τις ανησυχητικές γεωπολιτικές του θέσεις, ο Μελανσόν διατηρεί ένα διεθνιστικό και προοδευτικό όραμα.
Ο κίνδυνος αυτών των προεδρικών εκλογών είναι όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης να αρκεστούν να κεραυνοβολούν αυτές τις δύο υποψηφιότητες και να τις βάζουν στο ίδιο καλάθι με τον τίτλο «λαϊκιστές». Αυτή η νέα ύπατη πολιτική προσβολή, που είδαμε να χρησιμοποιείται με επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και εναντίον του Σάντερς, κρύβει το βαθύτερο πρόβλημα. Ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια συγκεχυμένη, αλλά θεμιτή, απάντηση στο αίσθημα εγκατάλειψης των λαϊκών στρωμάτων των ανεπτυγμένων χωρών μπροστά στην παγκοσμιοποίηση και την αύξηση των ανισοτήτων. Για να δώσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις σε αυτές τις προκλήσεις, και να εμποδίσουμε την επικράτηση των εθνικιστών και των ξενόφοβων, πρέπει να στηριχθούμε στα πιο διεθνιστικά λαϊκιστικά στοιχεία , δηλαδή στη ριζοσπαστική Αριστερά που ενσαρκώνει κατά περίπτωση το Podemos, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Σάντερς ή ο Μελανσόν.
Οι υποψήφιοι τόσο της φιλελεύθερης Δεξιάς (Φρανσουά Φιγιόν) όσο και του κέντρου (Εμανουέλ Μακρόν) ετοιμάζονται δυστυχώς να ακολουθήσουν τη στρατηγική της άρνησης και να υπερασπιστούν το στάτους κβο, όπως εκφράζεται από την ευρωπαϊκή δημοσιονομική συνθήκη του 2012. Διόλου περίεργο: ο ένας τη διαπραγματεύτηκε κι ο άλλος την εφάρμοσε. Όλες οι δημοσκοπήσεις το επιβεβαιώνουν: αυτοί οι δύο υποψήφιοι απευθύνονται κυρίως στους κερδισμένους της παγκοσμιοποίησης. Και πρεσβεύουν τον «κύκλο της λογικής»: αφού η Γαλλία ανακτήσει την εμπιστοσύνη της Γερμανίας, των Βρυξελλών και των αγορών, αφού μεταρρυθμίσει την αγορά εργασίας, αφού μειώσει τις δαπάνες και τα ελλείμματα, αφού μειώσει τους φόρους στην περιουσία και αυξήσει τον ΦΠΑ, τότε θα έχει έλθει η ώρα να ζητήσει από τους εταίρους της να κάνουν μια χειρονομία στο ζήτημα της λιτότητας και του χρέους.
Το πρόβλημα με αυτή τη «λογική» προσέγγιση είναι πως δεν είναι καθόλου λογική. Η συνθήκη του 2012 αποτελεί ένα μνημειώδες λάθος, που παγιδεύει την ευρωζώνη σε μια θανατηφόρα παγίδα και δεν την αφήνει να επενδύσει στο μέλλον. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι είναι αδύνατον να μειωθεί ένα δημόσιο χρέος αυτού του ύψους χωρίς να ληφθούν έκτακτα μέτρα. Εκτός βέβαια αν καταδικαστεί μια χώρα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα για χρόνια, κάτι που πλήττει ευθέως κάθε επενδυτική δυνατότητα. Από το 1815 ως το 1914, το Ηνωμένο Βασίλειο πέρασε έναν αιώνα να κτίζει πλεονάσματα για να αποπληρώνει το φαραωνικό του χρέος από τους επαναστατικούς πολέμους (πάνω από 200% του ΑΕΠ). Αυτό εμπόδισε τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της χώρας.
Την περίοδο 1945-1955, αντίθετα, η Γαλλία και η Γερμανία κατάφεραν να απαλλαγούν από ένα ανάλογο χρέος χάρις σε ένα μίγμα διαγραφής χρεών, πληθωρισμού και έκτακτης φορολογίας επί του ιδιωτικού κεφαλαίου. Έτσι μπόρεσαν να κάνουν επενδύσεις στην ανάπτυξη. Το ίδιο πρέπει να γίνει και σήμερα. Σε αντίθετη περίπτωση, η καθυστέρηση στις επενδύσεις και η πτώση της παραγωγικότητας που παρατηρούνται ήδη στην Ιταλία θα επεκταθούν στη Γαλλία, και στη συνέχεια σε όλη την ευρωζώνη.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι σημαντικό οι primaires της γαλλικής Αριστεράς να αναδείξουν έναν υποψήφιο που να αμφισβητήσει ριζικά τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Ο Αμόν και ο Μοντεμπούρ είναι ικανότεροι να το κάνουν αυτό από τον Βαλς και τον Πεγιόν, υπό τον όρο να ξεπεράσουν τις εμμονές τους αναφορικά με το οικουμενικό εισόδημα και το «made in France» και να διατυπώσουν μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στη δημοσιονομική συνθήκη του 2012.
Δεν έχουν χαθεί ακόμη όλα, ο χρόνος όμως πιέζει αν θέλουμε να εμποδίσουμε το Εθνικό Μέτωπο να βρεθεί σε θέση ισχύος.
Τη μετάφραση του άρθρου από τη Le Monde έκανε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.