Η ηλικία από μόνη της δεν λέει πολλά πράγματα, καθώς κανείς μπορεί να έχει υγιή και απροβλημάτιστα γηρατειά ή το ακριβώς αντίθετο.
Ένα υπό ανάπτυξη τεστ αίματος φιλοδοξεί να προβλέψει ακριβώς αυτό, διακρίνοντας τη χρονολογική από τη βιολογική ηλικία ενός ανθρώπου, δηλαδή το πόσα χρόνια έχει ζήσει από το πόσο γερασμένο, εξασθενημένο και επιρρεπές σε ασθένειες είναι στην πραγματικότητα το σώμα του.
Το τεστ μετρά στο αίμα μια σειρά από βιοδείκτες (χημικές ουσίες), που από κοινού δίνουν μια εκτίμηση για τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει αργότερα στη ζωή του παθήσεις σχετικές με το γήρας.
Η χρονολογική ηλικία από μόνη της δεν δίνει κατ' ανάγκη αξιόπιστη εικόνα για τα επερχόμενα προβλήματα υγείας, ενώ οι εν λόγω βιοδείκτες που αναλύει το τεστ, παρέχουν μια πιο σφαιρική εικόνα για τους κινδύνους διαφόρων ασθενειών ή πρόωρου θανάτου μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια βιοστατιστικής Πάολα Σεμπαστιάνι της Σχολής Δημόσιας Υγείας και τον καθηγητή Τόμας Περλς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό για θέματα κυτταρικής γήρανσης "Aging Cell ", μέτρησαν το επίπεδο 19 βιοδεικτών σε δείγματα αίματος από σχεδόν 5.000 ανθρώπους 30 έως 110 ετών.
«Οι εν λόγω βιοδείκτες αντανακλούν τις διαφορές στον τρόπο που γερνάνε οι άνθιρωποι και αφήνουν πολλές υποσχέσεις στο να προβλέπουν τα υγιή γηρατειά, τις μεταβολές στις νοητικές και σωματικές λειτουργίες, την επιβίωση και την εκδήλωση σχετικών με τα γηρατειά παθήσεων όπως η καρδιοπάθεια, το εγκεφαλικό, ο διαβήτης τύπου 2 και ο καρκίνος, πολύ προτού εμφανισθούν οποιαδήποτε κλινικά σημάδια», δήλωσε ο δρ Περλς.
Οι βιοδείκτες καλύπτουν μια μεγάλη γκάμα λειτουργιών του σώματος, όπως το ανοσοποιητικό σύστημα, το ενδοκρινικό, τον μεταβολισμό κ.α.
Με τη βοήθεια ενός ειδικού αλγόριθμου, οι γιατροί μπορούν να συσχετίσουν τα επίπεδα των διαφόρων βιοδεικτών του τεστ αίματος με την πιθανότητα εκδήλωσης διαφόρων ασθενειών και με το συνολικό επίπεδο της μελλοντικής υγείας.
Οι ερευνητές κατατάσσουν τους ανθρώπους με βάση 26 «υπογραφές» που προκύπτουν από τα τεστ. Περίπου οι μισοί άνθρωποι κατατάσσονται σε μια μέση «υπογραφή», αλλά μικρότερες ομάδες έχουν άλλες «υπογραφές» που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο: για παράδειγμα, μια ομάδα-υπογραφή παραπέμπει σε ανθρώπους που θα γεράσουν με υγεία, ενώ μια άλλη σε ανθρώπους που κινδυνεύουν με άνοια.
Το τεστ θα πρέπει να δοκιμασθεί σε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων, προτού αξιοποιηθεί κλινικά.
Ήδη οι ερευνητές αναζητούν και άλλους βιοδείκτες που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε αυτό για να αυξήσουν την προβλεπτική χρησιμότητά του.
Το τεστ μπορεί μελλοντικά να αξιοποιηθεί και για τις δοκιμές νέων φαρμάκων, ώστε να διαπιστώνεται πιο έγκαιρα από ό,τι σήμερα κατά πόσο ένα υπό ανάπτυξη φάρμακο ωφελεί ή όχι την ομάδα-στόχο του πληθυσμού.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)