Ο John Von Sothen είναι αμερικανός δημοσιογράφος και υπήρξε λογογράφος του υποψηφίου των Δημοκρατικών στις εκλογές του 2016, Μπέρνι Σάντερς. Ζει προς το παρόν στο Παρίσι και σε ένα αγρόκτημα στην περιοχή Περς της Γαλλίας, 140 χιλιόμετρα από την γαλλική πρωτεύουσα.
Για το γαλλικό περιοδικό Vanity Fair, ο Von Sothen έγραψε ένα απολαυστικό άρθρο, στο οποίο περιγράφει πώς νιώθει μετά την εκλογή Τραμπ.
«Από τη στιγμή που εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Ντόναλντ Τραμπ, το να ζεις στο Παρίσι έγινε μαρτύριο, σαν να βρίσκεσαι στη λίστα των σεξουαλικών εγκληματιών.
Οι άνθρωποι στη γειτονιά μου παραμένουν ευγενικοί μαζί μου. Μου χαρίζουν πάντα μια «Καλημέρα», με χαμόγελο, όταν με βλέπουν να συνοδεύω το παιδί μου στο σχολείο. Αλλά νιώθω ότι δεν μου έχουν εμπιστοσύνη.
Και δεν έχουν και άδικο. Αλλά αυτό που συνέβη στις 9 Νοεμβρίου δεν ξεγίνεται και ένα τεράστιο σύννεφο κρέμεται τώρα πάνω από το κεφάλι μου. Ωστόσο, οι παριζιάνοι φίλοι μου οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί να ενσωματώνουν ακόμη και τα πιο απελπιστικά όντα, παρότι με κοιτάζουν καχύποπτα, με ρωτούν πώς τα πάω.
Ορισμένοι, το αισθάνομαι, ερεθίζονται με την παρουσία μου και θέλουν να μάθουν πώς στις 9 Νοεμβρίου η Αμερική έφτασε στο σημείο να κάνει μια τέτοια φρίκη. «Ετσι δεν είναι Τζον; Πρέπει να υπάρχει μια εξήγηση, έτσι δεν είναι;»
Αφηγούμαι, λοιπόν, την δική μου άποψη για το θέμα, και εξηγώ «Ξέρετε, δεν είμαι εγώ ο επικίνδυνος». Θέλω να τους πείσω ότι μπορούν να με εμπιστεύονται. Κοιτάξτε, έχω και κονκάρδα του Μπένι Σάντερς!
Αλλά παρατηρώ ότι όσες περισσότερες φορές καλούμαι να το εξηγήσω, τόσο η ιστορία που αφηγούμαι αλλάζει: σε άλλους λέω «Φταίει αποκλειστικά η Χίλαρι», αλλά αυτό χειροτερεύει τη θέση μου στα μάτια τους. Σε άλλους λέω κάτι κοινότοπο «Μα όλοι το έκαναν το λάθος! Κοιτάξτε το Brexit! Κοιτάξτε την Λεπέν!», αλλά το επιχείρημα μοιάζει με αδέξιο άλλοθι, που κρύβει μια προφανή ενοχή.
Όταν εξηγώ ότι «κανείς δεν πρόσεξε τους ψηφοφόρους του Τραμπ», νιώθω ότι οι ακροατές μου δεν το πολυπιστεύουν. Σφίγγουν το λουράκι της τσάντας, κατεβάζουν το κεφάλι.
«Ε ναι, και τώρα όλοι θα τους προσέχουμε, έτσι δεν είναι Τζον;». Αυτό μου απαντούν και φεύγουν τρέχοντας προς τις σκάλες του μετρό, αφήνοντάς με μόνο να κάνω πως κοιτάζω τη σελίδα μου στο Facebook.
Τελικά, δεν προσπαθώ πια να δικαιολογηθώ. Προτιμώ να αποφύγω τα βλέμματα και την κριτική τους. Πηγαίνω τα παιδιά μου στο σχολείο και συνεχίζω γρήγορα ως το γραφείο μου. Μόλις φτάσω εκεί, σκύβω πάνω στο κομπιούτερ μου. Αν περάσει κάποιος από μπροστά μου κάνω πως μιλάω στο τηλέφωνο. Αλλά πάντα υπάρχει κάποια στιγμή που βρίσκομαι στριμωγμένος με κάποιον άλλο στο ασανσέρ, μπροστά στη μηχανή του καφέ ή στην ουρά του σούπερ μάρκετ. Τότε και οι δυό καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο και δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε πως δεν τον βλέπουμε.
Τώρα τελευταία τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίεργα. Όταν διασταυρώνομαι με κάποιον δεν μου μιλάει για τις αμερικανικές εκλογές. Αρκείται απλά να χαμογελάσει και με ρωτάει καθημερινά πράγματα, σαν να μην συνέβη τίποτα στις 9 Νοεμβρίου. «Περάσατε καλά το σαββατοκύριακο; Πότε έχει γενέθλια ο Οττο; Κοιτάξτε, ακόμη δεν διόρθωσαν το κόκκινο φανάρι!»
Κάνω ότι συμμετέχω σε αυτές τις συζητήσεις, κρύβοντας το προφανές. Δίνω το χέρι μου, λέω ένα «Να φάμε μαζί μια μέρα!» για να κλείσω την κουβέντα. «Ναι, βέβαια», μου απαντούν, αλλά δεν ορίζουν το πότε, κάτι που είναι για μένα σαν το φιλί του θανάτου.
Αλλά αυτοί που με φοβίζουν πραγματικά είναι οι άνθρωποι που είναι ανοιχτόκαρδοι μαζί μου, όπως η φουρνάρισσα του χωριού όπου έχω το σπίτι μου. Την τελευταία φορά που μπήκα μου χαμογέλασε, με ρώτησε αν ήθελα να περιμένω το φρέσκο ψωμί. Ηταν προφανές ότι δεν με φοβόταν, όπως οι άλλοι. Το χειρότερο είναι ότι αυτή η ανθρώπινη ζεστασιά με κολάκεψε. Για ένα λεπτό ένιωσα ότι δεν είμαι ο σεξουαλικός εγκληματίας. Να, βλέπεις, είπα στον εαυτό μου, υπάρχουν και άνθρωποι που δεν με ρωτάνε τι έγινε στις 9 Νοεμβρίου.
Η χώρα μου εκείνη την ημέρα έκανε μια μοιραία επιλογή, ίσως και η Γαλλία κάνει το ίδιο σε τέσσερις μήνες. Αχ, τότε, σκέφτομαι , αν συμβεί αυτό, δεν θα νιώθω πια σαν λεπρός!»