To να επικρίνει κανείς τα μίντια και τους δημοσιογράφους κοντεύει να γίνει εθνικό σπορ, αλλά και ένα πολιτικό χαρτί, γράφει το έγκυρο σάιτ Slate.
"Πολλοί πολιτικοί το χρησιμοποίησαν αυτό το χαρτί τους τελευταίους μήνες στη Γαλλία σαν προεκλογική στρατηγική. Στις 3 Νοεμβρίου 2016 ο Φρανσουά Φιγιόν κατήγγειλε «την δικτατορία των δημοσκόπων και των μίντια». Στις 13 Δεκεμβρίου 2016 ο Μανουέλ Βαλς κατηγόρησε τους δημοσιογράφους ότι «εσείς είστε κλεισμένοι μέσα στο σύστημα, εσείς εκπροσωπείτε το σύστημα το οποίο οι Γάλλοι δεν θέλουν πλέον». Νωρίτερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, η Μαρίν Λεπέν είχε δηλώσει ότι «μόνο τα μίντια, οι πολιτικοί και η σόου μπίζνες θέλουν τους μετανάστες εδώ». Στις 7 Απριλίου ο Ζαν Λυκ Μελενσόν, υποψήφιος της «ανυποταγής» είχε πει ότι τα μίντια «είναι το δεύτερο δέρμα του συστήματος». Η κριτική εναντίον των ΜΜΕ βρίσκεται πραγματικά σε όλα τα μενού.
Διπολική συμπεριφορά
Αυτές οι κατηγορίες, οι οποίες εκτοξεύονται από πολιτικούς που έχουν ριζώσει στα πλατό των τηλεοράσεων, δεν εκπλήσσουν. Πρόκειται για μια διπολική συμπεριφορά απέναντι στους δημοσιογράφους –«Σας κατηγορώ αλλά σας χρειάζομαι»- και είναι προφανές ότι έχει στόχο το πολιτικό όφελος. Οι κατηγορίες αυτές ότι τα μίντια είναι το «σύστημα» και ότι δήθεν εκπροσωπούν μια μορφή δικτατορίας, δεν είναι καθόλου καινούριες. Τα ίδια έλεγαν και οι βουλευτές των αρχών του 20ού αιώνα. Τα λόγια τους έχουν ρίζες στις πανάρχαιες παραδόσεις της αμφισβήτισης του Τύπου –είτε η κριτική ήταν κοινωνική είτε αντιδραστική- τις οποίες επαναλαμβάνουν σχεδόν με τους ίδιους όρους.
Η παράδοση της κοινωνικής κριτικής
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ξεκίνησε αυτή η αμφισβήτιση των μίντια από πολιτικούς. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν μετά την Επανάσταση «οι διανοούμενοι και οι ακτιβιστές φοβόντουσαν ότι τα μίντια θα τους πάρουν τον τρόπο έκφρασης και θα τον δώσουν στην μπουρζουαζία», όπως γράφει ο ιστορικός Dominique Pinsolle στη Monde Diplomatique. Κατά τη διάρκεια της Μοναρχίας του Ιουλίου (1830-1848), νέα, βιομηχανικά ΜΜΕ βλέπουν το φως της ημέρας, με τις εφημερίδες
Le Siècle και La Presse. Ηδη κάνει την εμφάνισή της ένα είδος κοινωνικής κριτικής εναντίον του Τύπου. Η άνοδος του μαρξισμού προσφέρει στα εργατικά κινήματα τα κλειδιά μιας αποτελεσματικής ανάλυσης. Καταγγέλουν, λοιπόν, «τις δυνάμεις του χρήματος» που βρίσκονται στις εφημερίδες. Η ρητορική αυτή γίνεται της μόδας. «Η ιδέα ότι ο Τύπος εξυπηρεί τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας είναι γενικά αποδεκτή», σημειώνει ο ιστορικός Pinsolle.
Οι πρώτες εφημερίδες φέρνουν και την πρώτη κριτική εναντίον του Τύπου. Στα μέσα του XVIIIου αιώνα, ο Βολταίρος αποκαλεί ωμά τους δημοσιογράφους «κανάγιες της λογοτεχνίας» στην «Εγκυκλοπαίδειά» του, ενώ ο Ντιντερό προτρέπει «να πάρουμε όσα απορρίπτουν και να απορρίψουμε όσα αποκαλύπτουν».
Πράγματι, η λογοτεχνία δεν χωνεύει καλά την άνοδο της δημοσιογραφίας. Απόδειξη είναι ότι και ο Μπαλζάκ τα βάζει με τους «διαφημιστές», όπως αποκαλεί τους δημοσιογράφους. Τους ονομάζει «τιποτο-λόγους», άτομα «που δεν τολμούν να πουν τα πράγματα όπως είναι» (1843).
Το 1897, ο Ζαν Ζορές, βουλευτής της επαρχίας Ταρν, έγραψε στο σοσιαλιστικό περιοδικό La Revue bleue, ότι «η επιχείρηση εφημερίδα μπήκε στην εποχή της βαριάς βιομηχανίας». Οι εφημερίδες «δεν είναι λοιπόν, πλέον, στο σύνολό τους, παρά εργαλεία στα χέρια του κεφαλαίου».
Το 1844, ο βουλευτής Louis Blanc εκτιμούσε ότι η μαζική άφιξη των διαφημίσεων στον Τύπο θα τον μετέτρεπε «σε χυδαία κυκλοφορία», ο Τύπος θα γινόταν «εκπρόσωπος της σπέκουλας».
Tι συνέβαινε στη Γερμανία
Αλλά και στη Γερμανία τα πράγματα έμοιαζαν αρκετά από αυτή την άποψη. «Οι εφημερίδες, ενώ επιφανειακά δείχνουν να μεταφέρουν ιδέες, πέρασαν από το καθεστώς της διαπαιδαγώγησης, των δασκάλων του λαού, στο καθεστώς των λακέδων των πλουσίων», έγραφε ο Ferdinand Lassalle, ένας από τους μεταρρυθμιστές του γερμανικού σοσιαλισμού. Πίστευε ότι ο Τύπος δεν είναι ένα μπίζνες όπως κάθε άλλο, αλλά πρόκειται «για την πιο χυδαία εμπορική έκφραση», κυρίως γιατί «εμφανίζεται σαν καλός φίλος και αυτό είναι ο χειρότερος εχθρός».
Κομμουνιστές και σοσιαλιστές
Σαράντα χρόνια αργότερα, αυτές οι διαπιστώσεις συνεχίζονται. Μιλώντας μέσα στη βουλή, το 1936, ο βουλευτής-διευθυντής της κομμουνιστικής εφημερίδας «L'Humanité», ξιφουλκούσε εναντίον «του Τύπου που ψεύδεται, του Τύπου που σκοτώνει», των μίντια που έπαθαν γάγγραινα από «τα συμφέροντα».
Οι σοσιαλιστές τα ίδια έλεγαν λίγα χρόνια αργότερα. Το 1972 το σοσιαλιστικό κόμμα έγραφε στο πρόγραμμά του ότι έπρεπε επειγόντως «να βγάλουμε την πληροφόρηση από την κυριαρχία του χρήματος». Ακόμη και ο σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Σε ένα βιβλίο του το 2005, «Ο Κόσμος όπως τον βλέπω» (Gallimard), ο πρώην πρωθυπουργός σπάει την εικόνα του ήρεμου πολιτικού καταγγέλλοντας τον Τύπο ως «αριστοκρατία, σίγουρη για τα δικαιώματά της».
«Πολλά τηλεοπτικά ΜΜΕ ή του γραπτού Τύπου βρίσκονται στη Γαλλία στα χέρια μεγάλων βιομηχανικών ομίλων…ή άνοιξαν τα κεφάλαιά τους σε οικονομικούς ομίλους ή χρηματοπιστωτικούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα μίντια –πέρα από τις επιλογές των ίδιων των δημοσιογράφων- είναι γενικώς ευαίσθητα στην ιδεολογία και την νοοτροπία των κατόχων τους και μεταφέρουν απλόχερα τα επιχειρήματά τους στο κοινό», γράφει.
Ο Μελανσόν και τα μίντια
Από τότε, αυτή η κριτική εξαφανίζεται από τα ραντάρ του Σοσιαλιστικού κόμματος. Ο πολιτικός που την επανέφερε και την αναβάπτισε ήταν ο ριζοσπάστης Ζαν Λυκ Μελενσόν. Ο λόγος του είναι γεμάτος από καταγγελίες εναντίον της «μιντιοκρατείας», του «δεύτερου δέρματος του συστήματος». Δηλώνει ότι τα μίντια «συντηρούν το υπάρχον καθεστώς», «αλυχτούν και εξοστρακίζουν το Αριστερό Μέτωπο, ομαδικά» (το κόμμα του, αντιευρωπαϊκό). Στο κανάλι του στο YouTube, στις 17 Σεπτεμβρίου, ο Μελανσόν, υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας το 2017, είπε: «Ενας νεαρός δημοσιογράφος μου είπε: Τελικά, τα αφεντικά της τηλεόρασης πετυχαίνουν δια της βίας ό,τι θέλουν. Λάθος! Τα αφεντικά πετυχαίνουν δια της βίας ό,τι θέλουν, παντού».
Η αντιδραστική κριτική
Από τον 19ο αιώνα η αντιδραστική κριτική εναντίον των μίντια προέρχεται από τους διανοούμενους και τους πολιτικούς που βρίσκονται στα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα και κάνουν κήρυγμα ηθικής.
Ο Δανός θεολόγος και φιλόσοφος Søren Kierkegaard θέλει να πετάξει στα σκουπίδια τις καθημερινές εφημερίδες.
Τις περιγράφει ως «δαιμονικού χαρακτήρα», του γίνονται έμμονη ιδέα και νεύρωση. Τα βιβλία του ξεχειλίζουν από μια απίστευτη καταδίκη της δημοσιογραφίας. «Αν ο Χριστός επέστρεφε στον κόσμο σήμερα, αναμφίβολα δεν θα κρέμαγε στον σταυρό τους μητροπολίτες αλλά τους δημοσιογράφους», έγραψε ο Κίρκεγκωρ το 1849. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Εννοια της απελπισίας» πιστεύει ότι ο Τύπος ασκεί ένα είδος διαφθοράς πάνω σε μια κοινωνία που βρίσκεται ήδη σε παρακμή. Αποκαλεί τους δημοσιογράφους «καροτσέρηδες της νύχτας» και του προκαλούν τόση αηδία που προτείνει να τους τουφεκίσουν.
«Ο Θεός ξέρει ότι στην ψυχή μου δεν υπάρχει αγριότητα και πιστεύω ότι έχω συνείδηση πως πρέπει να δικαιολογηθώ μπροστά στον Θεό. Ωστόσο, ωστόσο, θα ήμουν έτοιμος, στο όνομα του Θεού, να πάρω πάνω μου την ευθύνη και να φωνάξω «Πυρ» αφού πρώτα θα έχω βεβαιωθεί με τη μεγαλύτερη προσοχή ότι οι κάνες των τουφεκιών δεν θα είναι στραμμένες σε κανένα άλλο ανθρώπινο ον, σε καμιά ζωντανή δημιουργία, εκτός από τους δημοσιογράφους» (πρόχειρη μετάφραση), γράφει ο Κίρκεγκωρ το 1843.
Η δημοσιογραφία διαφθείρει
Αντιδραστική αποκαλούμε εδώ την παράδοση σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνική κατάκτηση είναι μάταιη. Αυτή η αντιδραστική παράδοση εκτιμά ότι επειδή ο Τύπος ενδιαφέρεται και για τα καθημερινά, εντυπωσιακά θέματα, και επειδή προσφέρει στους αναγνώστες απόλαυση και ευχαρίστηση, τότε δεν μπορεί παρά να είναι ένα δηλητήριο που οδηγεί στην ανομία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, γιατί «ο σκοπός κάθε ηθικής διαπαιδαγώγησης», γράφει ο Κίρκεγκωρ, «είναι να απομακρύνει τους ανθρώπους από ένα είδος ζωής όπου η απόλαυση μπορεί να είναι στιγμιαία».
Στην Ευρώπη, οι καθολικοί Δεξιοί κάνουν το σημείο του σταυρού μπροστά στην ραγδαία ανάπτυξη των εφημερίδων και τις κατηγορούν ότι μεταφέρουν αντικρουόμενα μηνύματα σε σχέση με την εκκλησία. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο ποιητής Matthew Arnold βάζει την χριστιανική ηθική απέναντι στον Τύπο. Ο αντιδραστικός, γερμανός ιστορικός Heinrich von Treitschke έγραψε ότι «η πλειοψηφία των δημοσιογράφων αποτελείται από άτομα που ζουν α λα Καταλίνα και έχουν αποτύχει στη ζωή τους», αναφερόμενος στον Lucius Catalina ο οποίος δύο φορές συνωμότησε για να ρίξει την ρωμαϊκή γερουσία. Με άλλα λόγια, οι δημοσιογράφοι αποτελούν κίνδυνο για το ηθικό οικοδόμημα της Ευρώπης το οποίο κινδυνεύει να καταρρεύσει.
Η γαλλική καθολική δεξιά
Παρόμοια κείμενα, ίδιου ύφους δημοσιεύονται και στη Γαλλία. Απλώς, στη Γαλλία, οι αντιδραστικοί βλέπουν γρήγορα ότι έχουν να κερδίσουν αν τα γράφουν αυτά στις εφημερίδες. Στις 8 Νοεμβρίου 1843, το περιοδικό Semeur, το πιο φονταμενταλιστικό όργανο των Καθολικών, δημοσιεύει ένα εντιτόριαλ εναντίον του ανταγωνιστικού Τύπου. Αποκαλεί τους συντάκτες της φιλο-βασιλικής εφημερίδας La Gazette, «παραβιαστές του Σαμπάτ που θέλουν να κρατήσουν κάποια άλλοθι χριστιανισμού αντί να ομολογούν ότι βρίσκονται έξω από τον νόμο του Θεού». Σε αυτή την «χυδαία δημοσιογραφία» αντιπαραθέτει «μια πραγματικά χριστιανική εφημερίδα», την δική του.
Τα πράγματα αγρίεψαν με την Κομμούνα του Παρισιού. Ο διευθυντής του Le Figaro, Hippolyte de Villemessant, τα βάζει με τους επαναστατημένους «αυτό τον σωρό των αλητών, των αθέων, των αχρείων, των υποκειμένων, που άγονται από την χυδαία λογοτεχνία, από την γελοία δικηγορία και από την δημοσιογραφία του καμπαρέ». Οι επαναστατημένοι είχαν τυπώσει τις δικές τους εφημερίδες ενώ στη συνέχεια έκαναν έφοδο στα κεντρικά της Le Figaro, στις 19 Μαρτίου 1871 και την ανάγκασαν να μην εκδίδεται επί εβδομάδες.
Η εθνικιστική κριτική του 20ού αιώνα
Στον 20ό αιώνα, η εφημερίδα L'Action française, όργανο του «απόλυτου εθνικισμού», ξεκινάει τον δικό της αγώνα κατά των δημοσιογράφων. Ο Léon Daudet, εθνικιστής συγγραφέας και βουλευτής στο Παρίσι το 1919 έπαιξε ρόλο σ’αυτό, καθώς και ο θεωρητικός της μοναρχίας Charles Maurras, που ήταν διευθυντής της εφημερίδας.
Χωρίς να είναι εχθροί της δημοσιογραφίας –ο Daudet, μάλιστα, σε ένα σημείωμά του επαινούσε την «δημοσιογραφία άλλων εποχών», εντούτοις και οι δύο καταγγέλλουν τον Τύπο ως «υπηρέτη και παρακμιακό». Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος της Γερμανίας. Στο φύλλο της L'Action française, την άλλη μέρα, ο Maurras έχει λυρικές ανατάσεις:
«Ο Χίτλερ γνώρισε εύκολες και δύσκολες ημέρες… Οι δυσκολίες μάλιστα πολλαπλασιάστηκαν το τελευταίο διάστημα και ο Τύπος των υπηρετών, οι εφημερίδες της μασέλας και του παγκαριού, είχαν ενθουσιαστεί, ελπίζοντας ότι θα καμφθεί το πολεμικό πνεύμα των Γερμανών».
Η εν λόγω εφημερίδα είναι αντισημιτική και φιλομοναρχική και πυροβολεί συστηματικά τους μασόνους δημοσιογράφους (όπως ο Mariot Sermet) ή τους Εβραίους (όπως ο Rosenthal, ο οποίος περιγράφεται ως «τύπος με φάτσα Ασσυρίου» σε ένα γενικό πλαίσιο καταγγελίας της Δημοκρατίας και της ολιγαρχίας. Δεν αποτελεί έκπληξη: η κριτική εναντίον του Τύπου αποτελεί ένα μέρος της γενικής προπαγάνδας.
Και η κριτική του 21ου αιώνα
Τα ίδια χαρακτηριστικά βρίσκουμε πολλές δεκαετίες αργότερα, στον Jean-Yves Le Gallou, πρώην ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος Εθνικό Μέτωπο και ιδρυτή του Club de l'Horloge, ένα διάσημο think tank της ακροδεξιάς στη δεκαετία του 1970. Ο Le Gallou εφηύρε τις έννοιες της «διαφωνίας» και της «αντιπληροφόρησης». Να πώς περιέγραφε, το 2014, το όραμά του για το μιντιακό τοπίο:
«Ζούμε σε μια φαινομενική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς το οποίο υφιστάμεθα είναι τυραννία: μια μιντιακή τυραννία. Τα μίντια είναι το βασικό εργαλείο της εξουσίας: είναι οι ομάδες κατοχής του μυαλού που αποιοκρατούν τα πνεύματα. Υποκρίνονται ότι μεταδίδουν το ωραίο, το καλό και το αληθινό. Στην πραγματικότητα, επιλέγουν μπορούμε να πούμε τις πολιτικές ελίτ. Τα μίντια είναι αυτά που σκλαβώνουν τον λαό στο πολιτικά ορθό, στην κοσμοπολίτικη ιδεολογία, στην ιδεολογία της αγοράς, στην παγκοσμιοποίηση, στην αποδοχή των μεταναστών, στην αποδοχή των ομοφυλοφίλων».
Η φασιστοσφαίρα
Τα ίδια συμβαίνουν και στην σφαίρα των social media της ακροδεξιάς, την οποία αποκαλούν «φασιστοσφαίρα». Πρόκειται για μια σειρά από ακροδεξιά σάιτ, τα οποία επιλέγουν τις ειδήσεις που ανεβάζουν, μιλούν μόνο για μεταναστευτικό και «ταυτότητα», επιδίδονται σε κανιβαλισμό των μίντια που δεν αποδέχονται τις απόψεις τους και βρίζουν, κυριολεκτικά: «δημοσιογραφο-πουτάνες», «σκατίντια» είναι οι όροι που χρησιμοποιούν.
Ο γκουρού τους, ο ακροδεξιός και φιλομοναρχικός Jean-Yves Le Gallou,οποίος ίδρυσε το «Παρατηρητήριο των δημοσιογράφων και της μιντιακής πληροφόρησης» (L'Observatoire des journalistes et de l'information médiatique (Ojim), το 2012, επιδίδεται σε καθημερινή κριτική των μίντια και τα κατηγορεί συλλήβδην για «άρνηση του ισλαμισμού», για «συγκινησιακή προπαγάνδα» υπέρ των μεταναστών. Υπάρχει ένα σάιτ, το StreetPress, το οποίο γράφει για τα δικαιώματα των μεταναστών και το ακροδεξιό Ojim το κατηγορεί ότι δεν καταγγέλλει «την αγριότητα των ηθών» και «τους αλήτες των προαστίων». Το επικρίνει διότι «υποθάλπει όλες τις πολιτισμικές συνθήκες που είναι απαραίτητες για να επιβάλλει στην Ευρώπη έναν κοινοβιακό φιλελευθερισμό όπως στην Αμερική».
Αυτά τα λόγια δεν διαφέρουν απ’όσα λέει η Μαρίν Λεπέν, η οποία δήλωνε στις 18 Σεπτεμβρίου ότι «η πολυπολιτισμικότητα είναι μια θρησκεία, η οποία μαθαίνεται στα σχολεία μας και επιβάλλεται από τα μίντια». Η ίδια λέει ότι δεν διατηρεί σχέσεις με την «φασιστόσφαιρα» των social media, ωστόσο, στήριξε δημόσια το σάιτ Fdesouche («Γάλλοι από κούνια»), κύριο όργανο του κόμματός της Εθνικό Μέτωπο, και το οποίο σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Dominique Albertini, διατηρεί ακόμη σχέσεις με τον φιλομοναρχικό Jean-Yves Le Gallou.
Η κοινωνική κριτική και η αντιδραστική κριτική έμοιαζαν ως πρόσφατα αντίπαλες. Ωστόσο, τα σύνορα δεν είναι πλέον καθαρά. Εδώ και μερικά χρόνια, η κριτική της ριζοσπαστικής Δεξιάς ρίχνει τριαντάφυλλα στην κριτική της Αριστεράς και τανάπαλιν. Μόνο που αυτό ρίχνει νερό μόνο στον μύλο της πρώτης".