Ξαπλωμένο σε αμμώδη-λασπώδη βυθό με μέγιστο βάθος 38 μέτρων σε απόσταση 4 ναυτικών μιλίων από το λιμάνι της Κύμης βρίσκεται το Δύστος. Εικοσι χρόνια μετά το ναυάγιο που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 20 άνθρωποι το πλοίο είναι σχεδόν καλυμμένο στο σύνολο του από σχοινιά και δίχτυα.
Ενα ναυάγιο που συγκλόνισε την Ελλάδα
Στις 29 Δεκεμβρίου 1996 η Ελλάδα συγκλονίζεται από το ναυάγιο του «Δύστος» ανοιχτά της Κύμης. Στις 05.15 το αλιευτικό Α/Κ Σαρωνικός εντοπίζει το φορτηγό πλοίο ανεστραμμένο να επιπλέει 3,5 ναυτικά μίλια ανατολικά από την Κύμη.
Το Δύστος στο βυθό 20 χρόνια μετά το ναυάγιο
Το ναυάγιο είναι προσβάσιμο σε σχεδόν το σύνολο των χώρων του και προσφέρει την δυνατότητα για μερικές εντυπωσιακές διεισδύσεις. Ο χώρος της γέφυρας είναι προσβάσιμος χρειάζεται όμως πολύ μεγάλη προσοχή καθώς «κρέμονται» από παντού αντικείμενα αρκετά από τα οποία είναι βαριά και αιχμηρά. Προσβάσιμος είναι και ο χώρος του μηχανοστασίου στο σύνολο του αλλά και εκεί χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή καθώς έχει αρκετές διακλαδώσεις που μπορούν να δυσκολέψουν πολύ την επιστροφή. Στην θέση της βρίσκεται και η πεντάφτερη προπέλα του πλοίου, εντυπωσιακή για το μήκος του ναυαγίου.
Βίντεο: youtube/Andrew Mich - grafasdiving.gr
Ποιο ήταν το Δύστος
Το Φ/Γ Δύστος ήταν ελληνικό εμπορικό φορτηγό τύπου Bulk Carrier, νηολογημένο στο νηολόγιο Πειραιώς με αριθμό Ν.Π. 8204. Είχε μήκος 100 μέτρων και ολική χωρητικότητα 4.045 κόρων (2.205 κόρων καθαρής χωρητικότητας) και μεταφορική ικανότητα 5.600 τόνων. Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1970 με το όνομα Mina Entrego και στην συνέχεια χρονοναυλώθηκε από την ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ για να μεταφέρει χύμα τσιμέντο.
Λίγο πριν το ναυάγιο
26 Δεκεμβρίου 1996, ώρα 14.00, το «Δύστος» απέπλευσε από τις εγκαταστάσεις ΑΓΕΤ-Ηρακλής Βόλου, έμφορτο, με 5.300 περίπου τόνους τσιμέντο, με προορισμό τις εγκαταστάσεις λιμένος Δραπετσώνας στον Πειραιά. Ωστόσο οι άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει το ταξίδι του. Γύρω στις 18.00, προσέγγισε σε νότιο όρμο της Σκιάθου, όπου παρέμεινε για δύο ημέρες μέχρι την 29 Δεκεμβρίου.
Από εκεί ξεκινούν και τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Ο πλοίαρχος αποφάσισε να αποπλεύσει και να συνεχίσει το ταξίδι για Πειραιά, αν και στην περιοχή έπνεαν ισχυροί ΒΑ άνεμοι και η κατάσταση της θάλασσας ήταν τρικυμιώδης. Οπως κατέθεσε και ο μοναδικός διασωθέντας κανείες δεν ήξερε αν ήταν πρωτοβουλία του πλοιάρχου (πιεζόμενος από το πλήρωμα, προκειμένου να κάνουν Πρωτοχρονιά στα σπίτια τους) ή με εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
Οι τελευταίες στιγμές
Στις 20.00 ώρα ήταν η τελευταία επικοινωνία που είχε το «Δύστος» με το εμπορικό Μ/S ΛΕΝΑ. Το πρωί της επομένης και στις 05.15 το πλοίο ΔΥΣΤΟΣ εντοπίσθηκε ανεστραμμένο να επιπλέει από το αλιευτικό Α/Κ Σαρωνικός, 3,5 ναυτικά μίλια ανατολικά από την Κύμη όπου και διέσωσε τον δόκιμο πλοίαρχο Χρήστο Αναγνώστου.
Η μαρτυρία του μοναδικού διασωθέντα
Ο δόκιμος ανθυποπλοίαρχος Χρήστου Αναγνώστου ήταν ο μοναδικός διασωθέντας. Κατέθεσε ότι τους 4 μήνες που υπηρέτησε στο σκάφος δεν έγινε καμιά επιθεώρηση στα διπύθμενα, ενώ το πλοίο παρουσίαζε και μειωμένη ευστάθεια.
Οσον αφορά το ρόλο του πλοιάρχου του Δύστος, ο Χρήστος Αναγνώστου κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει εάν το σκάφος απέπλευσε από τη Σκιάθο -όπου είχε «δέσει» λόγω της κακοκαιρίας -με δική του πρωτοβουλία ή με εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
«Ο πλοίαρχος είχε συνομιλήσει πριν φύγουμε με άλλα πλοία, αλλά δεν μπορώ να ξέρω εάν μίλησε και με την εταιρεία», είπε ο Αναγνώστου.
Πώς κατάφερε να σωθεί ο δόκιμος ανθυποπλοίαρχος
Σχετικά με τον τρόπο που διεσώθη ο ίδιος, ο μάρτυρας κατέθεσε ότι όταν το σκάφος έπλεε βόρεια της Σκύρου πήγε αρχικώς στην τραπεζαρία των αξιωματικών -όπου παρέμεινε δέκα λεπτά- και στη συνέχεια κατέβηκε στην τραπεζαρία του πληρώματος. «Εκεί κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι το σκάφος πήρε κλίση. Αμέσως μετά ήρθε κι ένα δεύτερο κύμα και το πλοίο πήρε κλίση 90 μοιρών», κατέθεσε, και συνέχισε: «Τρία μέτρα μπροστά μου βρισκόταν η έξοδος διαφυγής. Απασφάλισα, βγήκα δύσκολα κι έπεσα στη θάλασσα. Κολύμπησα αρκετά μέτρα και βρήκα ένα σωσίβιο, το οποίο και φόρεσα. Στη συνέχεια είδα μια σκιά, που ευτυχώς για μένα, ήταν μια σωσίβια λέμβος. Ανέβηκα πάνω, έκοψα το σχοινί με ένα μαχαίρι και στη συνέχεια έριξα τη φωτοβολίδα».
Η μετατόπιση φορτίου επέφερε την αύτανδρη ανατροπή του πλοίου
Από την έρευνα των πραγματογνωμόνων ως αιτία του ναυαγίου θεωρήθηκε η μετατόπιση φορτίου η οποία και επέφερε την αύτανδρη ανατροπή του πλοίου.
Πιθανοί λόγοι που εξετάσθηκαν ως υπαίτιοι της μετατόπισης του φορτίου ήταν:
- Να συνέβη σβήσιμο της μηχανής, κοινώς λεγόμενο μπλακ-άουτ (Black-out) με συνέπεια να «διπλαρώσει» το πλοίο στον υφιστάμενο κυματισμό με επακόλουθο τον μεγάλο διατοιχισμό κοινώς μπότζι (το πλοίο ταλαντεύεται δεξιά-αριστερά από τα κύματα)
- Να συνέβη απώλεια πρόωσης, δηλαδή να προκλήθηκε κοινώς ξενέρισμα της προπέλας λόγω μεγάλου προνευστασμού, κοινώς λεγόμενο σκαμπανεύασμα και να βρέθηκε το πλοίο έρμαιο των πλευρικών κυμάτων
- Να συνέβη απώλεια χειρισμού πηδαλίου, που σημαίνει ότι μπορεί να κόλλησε το τιμόνι, γεγονός που συμβαίνει τακτικά σε πλοία κυρίως σε γρήγορες και απότομες αλλαγές κλίσης του πηδαλίου
- Nα συνέβη λάθος στροφή (κλίση πηδαλίου) και κατά διεύθυνση και κατά μέγεθος αριστερά αντί δεξιά (στραβοτιμονιά), λαμβάνοντας υπ΄ όψη την πορεία του πλοίου και την διεύθυνση του υφιστάμενου στη περιοχή κυματισμού που να επέφερε τον μοιραίο διατοιχισμό.
Υγρός τάφος για 20 άτομα
Στο ναυάγιο αυτό έχασαν την ζωή τους 20 επιβαίνοντες, οι σοροί των οποίων βρέθηκαν στο πλοίο. Ο Πλοίαρχος, ο Υποπλοίαρχος, ο Ανθυποπλοίαρχος, ο Ραδιοτηλεγραφητής, οι Α΄, Β΄ και Γ΄ Μηχανικοί, 9 ναύτες, 1 Λιπαντής, ο Μάγειρας, ο βοηθός θαλαμηπόλου, η σύζυγος του Α΄Μηχανικού και η κόρη του Α΄ Μηχανικού, η σύζυγος του Β΄ Μηχανικού ενώ αργότερα βρέθηκαν από το Ρ/Κ Μανωλάκης που είχε σπεύσει στη περιοχή ένας ναύτης, ένας λιπαντής και ο έτερος Γ΄ Μηχανικός.
Οι ποινές
Από την δικογραφία που σχηματίστηκε, 15 άτομα κάθισαν στο ειδώλιο του κατηγορουμένου ως υπεύθυνοι για τη βύθιση του τσιμεντάδικου πλοίου της ΑΓΕΤ. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2001 ανακοινώθηκαν από το Τριμελές Πλημμλειοδικείο του Πειραιά, οι ποινές. Οι εννέα από τους δεκαπέντε κατηγορουμένους καταδικάστηκαν σε φυλάκιση από πέντε έως και επτά χρόνια. Και οι εννέα καταδικασθέντες άσκησαν έφεση και αφέθηκαν ελεύθεροι.