Η ενδοκυβερνητική κόντρα που ξέσπασε για την Κερατέα, μεταξύ των συναρμόδιων υπουργών Μπιρμπίλη, Ραγκούση, Παπουτσή, όταν ο τελευταίος απέσυρε τα ΜΑΤ χωρίς να ενημερώσει τους συναδέλφους του και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Θεόδωρο Πάγκαλο, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τα λεγόμενα του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ότι αυτή η κυβέρνηση λειτουργεί με τη λογική «βλέποντας και κάνοντας».
Δεν υπακούει δηλαδή σε έναν αρκούντως στοιχειοθετημένο πολιτικά, θεσμικά και κοινωνικά προγραμματισμό. Πήρε την πρωτοβουλία ο Μητροπολίτης Μεσογαίας για συνάντηση του ιδίου και του δημάρχου Λαυρεωτικής με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη ώστε να λυθεί ένα χρονίζον – και επικίνδυνο - πρόβλημα με το Λαύριο και – ω του θαύματος – εγένετο. Η κυβερνητική πρωτοβουλία χάθηκε αλλά το πρόβλημα φαίνεται να λύθηκε. Όμως λύθηκε; Γιατί λύση ενός προβλήματος όταν σου δημιουργεί ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, δεν είναι και η πλέον αρμόζουσα. Κυρίως δε, όταν μια κυβέρνηση δίνει το στίγμα ότι υποχωρεί σε πιέσεις, κάνει πίσω στην κατάλυση του νόμου (τον οποίο ταυτόχρονα αδυνατεί να εφαρμόσει) αυτομάτως νομιμοποιεί οποιαδήποτε κοινωνική ή οικονομική ομάδα να επαναλάβει κάτι αντίστοιχο. Και, όπως είναι γνωστό, ο νόμος στην Κερατέα είχε καταλυθεί εδώ και 4 μήνες. Όπως επίσης είναι γνωστό, ο Πρωθυπουργός σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνει ότι μια από τις αιτίες κακοδαιμονίας μας είναι η αίσθηση (και η πράξη) ανομίας που απολαμβάνουν στη χώρας μας επί δεκαετίες κοινωνικές ομάδες ή φυσικά πρόσωπα.
Υπ’ αυτή την έννοια, η κυβέρνηση έχασε χθες πολύ περισσότερα από την όποια γκρίνια κυβερνητικών στελεχών όπως ο Πάγκαλος, η Μπιρμπίλη ή ο Ραγκούσης. Έχασε μια σημαντική θεσμική και μάχη: Έδωσε το έναυσμα στην κοινωνική αυτοδικία. Και αυτό θα της στοιχίσει ακριβά.